ΑΠΟΨΗ – press

Οι εικοσιέξι δικονομικές παραβιάσεις στην Δίκη Του Ιησού Χριστού

Της ΣΟΦΙΑΣ ΤΡΑΜΠΑ*

Η Σταύρωση του Χριστού, είναι ένα θέμα που δεν αφήνει ασυγκίνητο το νομικό κόσμο. Όχι μόνο από την άποψη της καταδίκης ενός αθώου ανθρώπου, αλλά και από την δικονομική πλευρά της υπόθεσης, ήτοι για το γεγονός ότι σε μια υπόθεση παραβιάστηκαν κατά συρροήν όλοι οι δικονομικοί κανόνες, που ίσχυαν την εποχή εκείνη. Να σημειωθεί ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν ένα πολύ οργανωμένο κράτος, το δε δίκαιο της είναι η βάση των περισσότερων ευρωπαϊκών δικαίων, ενώ κανόνες είχε και το Εβραϊκό Δίκαιο, το οποίο ναι μεν ήταν ιεροκρατικό, στηριζόταν όμως σε γραπτούς κανόνες και δη στον Μωσαϊκό Νόμο.
Υπήρχαν τοπικής αρμοδιότητας πολυμελή δικαστήρια, με ανώτατο το Μέγα Συνέδριο, που είχε και άλλες εξουσίες. Έδρευε στην Ιερουσαλήμ, αποτελείτο από 120 μέλη, με πρόεδρο τον Αρχιερέα και φρουρά ένοπλη, που αποκαλούνταν κουστωδία. Είχε ανεξαρτησία από την Ρωμαϊκή Δικαιοσύνη, με μόνη εξαίρεση την θανατική ποινή, που έπρεπε να επικυρωθεί από την Ρωμαϊκή Διοίκηση. Η θανατική ποινή,- αν και προβλεπόταν για πολλές πράξεις από το Μωσαϊκό Νόμο- να σημειωθεί ότι σπανίως επιβαλλόταν, αλλά η πιο συνήθης ήταν η Σταύρωση, λόγω του ότι εκτελούνταν από τους Ρωμαίους…
Κατὰ τὴν εβραϊκὴ δικονομία η προανάκριση ηταν άγνωστη καὶ δὲν υπήρχε δημόσιος κατήγορος. Η απόφαση δὲν μπορούσε νὰ στηριχθεί στὴν παραδοχὴ του κατηγορουμένου αλλὰ μόνο στὶς μαρτυρίες. Η δίκη διεξαγόταν μέρα, μὲ ανοικτὲς τὶς πόρτες, ενώπιον τοῦ λαοῦ. Ξεκινούσε μὲ τοὺς μάρτυρες υπερασπίσεως καὶ ακολουθούσαν δύο τουλάχιστον μάρτυρες κατηγορίας, ποὺ έπρεπε νὰ δώσουν σαφή καὶ πανόμοια μαρτυρία, κρατώντας τὸ δεξί τους χέρι πάνω στὸ κεφάλι του κατηγορουμένου καὶ σὲ περίπτωση θανατικής καταδίκης ἔπρεπε νὰ συμμετέχουν στὴν εκτέλεση καὶ νὰ ρίξουν τὶς πρῶτες πέτρες, εὰν ἡ θανάτωση θὰ γινόταν μὲ λιθοβολισμό. Ο Κατηγορούμενος θεωρούνταν αθώος μέχρι τὴν τελική του καταδίκη, δικαιούνταν νὰ μιλήσει, νὰ φέρει μάρτυρες καὶ νὰ τύχει καλής μεταχείρισης. Σὲ περίπτωση θανατικής καταδίκης ανεβάλλετο η τελικὴ απόφαση γιὰ τὴ μεθεπόμενη μέρα καὶ εὰν επικυρωνόταν η θανατικὴ καταδίκη η εκτέλεση ἔπρεπε νὰ γίνει τὴν ἄλλη μέρα καὶ ὄχι αυθημερόν. Απὸ τὴν έναρξη της ακροάσεως μέχρι τὴν εκτέλεση χρειαζόταν τουλάχιστον 4 μέρες.Στὸν τόπο της εκτέλεσης συνόδευε τὸν κατηγορούμενο έφιππος δικαστής, ποὺ καλούσε τὸ λαὸ νὰ αναφέρει αμέσως στὸ Δικαστήριο, τὸ οποίο συνεδρίαζε εκείνη τὴν ώρα, οτιδήποτε ἐλαφρυντικὸ γιὰ τὸν κατηγορούμενο καὶ τότε σταματούσε αμέσως ἡ εκτέλεση.Αυτὰ γιὰ τὴ Δικαιοσύνη στὸ Ισραήλ.

Παραβάσεις στην
Εβραϊκή Δικονομία

Στην περίπτωση του κατηγορούμενου Ιησού Χριστού έχουμε τις εξής παραβιάσεις της δικονομίας:
1) Η στρατιωτική κουστωδία, όταν συνέλαβε τον Ιησού, δεν τον πήγε στο δικαστήριο, αλλά στον πεθερό του αρχιερέα, τον Άννα. 2) Ο Άννας χωρίς καμία εξουσία άρχισε να τον ανακρίνει 3) Κατά την ώρα της ανάκρισης ο Ιησούς εραπίσθη και εξευτελίστηκε 4) Ο Ιησούς οδηγήθηκε στο σπίτι του Αρχιερέα Καϊάφα 5)Τὸ Μέγα Συνέδριο συνεδρίασε στὸ σπίτι του ἀρχιερέα καὶ όχι στὸ κτίριο τοῦ Δικαστηρίου 6) συνεδρίασε νύκτα, 7) χωρὶς νὰ προϋπάρχει σαφὴς κατηγορία απὸ δύο τουλάχιστον μάρτυρες, όπως απαιτούσε ἡ δικονομία.8) Οι μάρτυρες βρέθηκαν μετά την έναρξη της δίκης, όμως οι μαρτυρίες δεν ταίριαζαν μεταξύ τους 9) οι μαρτυρίες δόθηκαν αντικανονικὰ μὲ τὴν ταυτόχρονη παρουσία καὶ τῶν δύο μαρτύρων.10) Τὸ Συνέδριο αποφάσισε ότι δὲ μπορεί νὰ στηριχθεί σ’ αὐτοὺς τοὺς μάρτυρες καὶ ὁ Πρόεδρός του, ὁ ἀρχιερέας Καϊάφας, ρώτησε τὸ Χριστὸ «σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ; λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς. Σὺ εἴπας …». Τότε ὁ ἀρχιερεὺς διέρρηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ λέγων ὅτι ἐβλασφήμησε. Τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων;” Η ομολογία του κατηγορούμενου, αν τέτοια θεωρηθεί ἡ απάντησή Του, δὲν ἀποτελούσε κατὰ τὸ Μωσαϊκὸ Νόμο απόδειξη. Χρειαζόταν μάρτυρες «ἐπὶ στόματος δύο μαρτύρων καὶ ἐπὶ στόματος τριῶν μαρτύρων στήσεται πᾶν ρήμα» 11) Δὲν υπήρξε καθόλου υπεράσπιση, ποὺ εθεωρείτο απαραίτητο μέρος της δικαστικής διαδικασίας. Τὴν υπεράσπιση τὴν ἀνελάμβανε ένας τουλάχιστον ἀπὸ τοὺς δικαστὲς γιὰ νὰ μὴν μείνει κανένας κατηγορούμενος ἀνυπεράσπιστος.12) Καὶ τὰ μέλη του Συνεδρίου απεκρίθησαν «ἔνοχος θανάτου ἐστὶ», με ταυτόχρονη ψηφοφορία ενώ έπρεπε νὰ γίνει μὲ τὴ σειρά, ἀπὸ τὸ νεότερο δικαστὴ πρὸς τοὺς παλαιότερους γιὰ νὰ μὴν ἐπηρεαστοῦν μεταξύ τους. Γιὰ νὰ τηρήσουν οι αρχιερείς καὶ οι Φαρισσαίοι τὰ προσχήματα περίμεναν νὰ ξημερώσει καὶ συνεδρίασαν πάλι γιὰ νὰ επικυρώσουν τὴν καταδίκη στὸ κτίριο τοῦ Μεγάλου Συνεδρίου, δίπλα στὰ τείχη τῆς Ἱερουσαλήμ. 13) Ο Χριστὸς συνελήφθη τὴν Πέμπτη τὸ βράδυ καὶ ἡ ἐπίσημη δίκη διεξήχθηκε, ὁλοκληρώθηκε καὶ ἐκτελέστηκε ἡ θανατικὴ ποινὴ μέσα στὴν ίδια μέρα, τὴν Παρασκευή, κατὰ παράβαση τῶν κανόνων, ενώ έπρεπε νὰ περάσουν 4 τουλάχιστον μέρες.

Παραβάσεις στην
Ρωμαϊκή Δικονομία

Ήτανε πρωί της Παρασκευής, της προηγούμενης μέρας του ἑβραϊκού Πάσχα, ποὺ έφεραν οι εβραίοι τὸν Ιησού έξω απὸ τὸ Πραιτώριο, με την κατηγορία της βλασφημίας.
Οι δικονομικές παραβάσεις που καταγράφονται είναι οι εξής: 1) Ο κατηγορούμενος ήταν δέσμιος κατὰ τὴ διάρκεια της δίκης ενώ έπρεπε νὰ θεωρείται αθώος μέχρι τὴν καταδίκη. 2) Ο αρχιερέας Καϊάφας διετύπωσε νέα, εντελώς ψευδή κατηγορία λέγοντας «τοῦτον εὕρομεν διαστρέφοντα τὸ ἔθνος καὶ κωλύοντα Καίσαρι φόρους διδόναι, λέγοντα ἑαυτὸν Χριστὸν Βασιλέα εἶναι». (Λουκᾶ ΚΓ’, 2)ενώ τὸ Μέγα Συνέδριο καταδίκασε τον Ιησού μὲ ἄλλη κατηγορία, τὴν βλασφημία.3) Από την αλλαγή της κατηγορίας, προκύπτει νέα παράβαση: Η εισαγωγὴ στὴ δίκη έπρεπε νὰ γίνει μὲ καταχώριση γραπτής αίτησης μαζὶ μὲ τὴν πρωτόδικη ἀπόφαση. 4) Ο Πιλάτος δὲν έκανε τίποτε ἀπ’ αυτά. Κατέβηκε απὸ τὴν έδρα του, πράγμα ποὺ κατὰ τὸ Ρωμαϊκὸ Δίκαιο σήμαινε ότι δὲν έχει πλέον δικαστικὴ εξουσία, μπήκε στὸ Πραιτώριο καὶ εκεί συνομίλησε μὲ τὸν κατηγορούμενο, μακριὰ ἀπὸ τὸ μαινόμενο πλήθος των Εβραίων, ἐνεργώντας κάποιας μορφής ανάκριση, κατανόησε την περίπτωση καὶ ἀθώωσε ἀμέσως τὸν κατηγορούμενο. Ἔπρεπε ο Ιησούς νὰ αφεθεί αμέσως ελεύθερος. 5) Ο όχλος όμως δημιουργούσε μεγάλο θόρυβο μπροστὰ στὸ ἀνάκτορο ἐπιμένοντας στὴ θανατικὴ καταδίκη. Μέσα απὸ τὶς φωνὲς ο Πιλάτος ξεχώρισε οτι ο Ιησούς ήτανε Γαλιλαίος. Καὶ η Γαλιλαία ήταν έξω απὸ τὴ δικαιοδοσία τοῦ Πιλάτου. Η Γαλιλαία είχε άρχοντα, τετράρχη, τὸν εξηρτημένο βασιλιὰ Ηρώδη τὸν Αντύπα. Ὁ Πιλάτος λοιπὸν παρὰ τὸ γεγονὸς ότι είχε αμέσως προηγουμένως αθωώσει τὸν Ιησού, επικαλέστηκε τὴν τοπικὴ ἁρμοδιότητα του Ηρώδη. Καὶ γιὰ νὰ απαλλαγεί απὸ κάθε ευθύνη έστειλε τὸν Ιησού στὸν Ηρώδη, ποὺ βρισκόταν εκείνες τὶς μέρες στὴν Ιερουσαλήμ.
Ο Ιησούς δὲν απάντησε σὲ καμιὰ ἀπὸ τὶς ερωτήσεις του Ηρώδη, που αποκεφάλισε τὸν Άγιο Ιωάννη τὸν Πρόδρομο. 6) Ο Ηρώδης απεφάσισε ότι δὲν έχει αρμοδιότητα γιατί τὸ αδίκημα του Ιησού καὶ η εβραϊκὴ καταδίκη του έγιναν έξω απὸ τὰ δικά του σύνορα τῆς Γαλιλαίας. Ο Χριστὸς λοιπὸν ἀθωώθηκε γιὰ δεύτερη φορὰ ἀπὸ τὴ Ρωμαϊκὴ ἐξουσία μὲ τὴν ἀπόφαση τοῦ Ἡρώδη.
7) Αντὶ όμως νὰ αφεθεί ελεύθερος οδηγείται καὶ πάλι δέσμιος και εξευτελιζόμενος στὸν Πιλάτο, πράγματα εντελώς απαράδεκτα μὲ τὴν απαλλαγὴ του κατηγορούμενου, ἔστω καὶ γιὰ έλλειψη τοπικῆς ἁρμοδιότητας. Ὁ Πιλάτος βγήκε στὸν εξώστη τοῦ Πραιτωρίου καὶ αθώωσε γι’ άλλη μία φορὰ τὸν Ιησού. 8) Υπό την πίεση του όχλου, αν και άμεσα όφειλε να αφήσει τον αθωωθέντα κρατούμενο, ο Πιλάτος παρουσίασε τὸ Χριστὸ καὶ τὸ ληστὴ Βαρραβὰ μπροστὰ στὸ λαὸ καὶ ρώτησε ποιὸν απὸ τοὺς δύο νὰ απολύσει γιὰ τὴ γιορτὴ του Πάσχα. Καὶ ἀκούγονταν ἀκόμη δυνατότερες οι φωνὲς του όχλου ποὺ ζητούσε τὴν ἀπόλυση του Βαρραβά καὶ τὴ θανάτωση του Ιησού. 9) Έτσι διέταξε νὰ μαστιγωθεί ὁ Ιησούς. Η μαστίγωση ήταν σκληρὴ ποινὴ ποὺ συνόδευε τὴν έσχατη ποινὴ τῆς σταυρώσεως. Μπορούσε νὰ επιβληθεί καὶ σὰν αυτοτελὴς ποινή. Σὲ καμιὰ περίπτωση ὅμως δὲ μποροῦσε νὰ ἐπιβληθεῖ σὲ πρόσωπο ποὺ αθωώθηκε ή έστω σὲ κατηγορούμενο πρὶν απὸ τὴν τελικὴ καταδίκη του. Η νομοθεσία του Ιουλίου Καίσαρα (Τίτλος Ι, θέμα 1ον καὶ τίτλος 6ος θέμα 7ον) ήταν σαφὴς καὶ παρεβιάσθη κατάφορα. 10) Στη συνέχεια ο Πιλάτος, βγήκε πάλι απὸ τὸ Πραιτώριο, κάθισε στὴν δικαστικὴ έδρα στὸ ὕψωμα τοῦ Λιθόστρωτου αν και ἀθώωσε τὸ Χριστὸ γιὰ άλλη μία φορά, αλλὰ πάλι δὲν τὸν απέλυσε. 11) Καὶ οι Ιουδαίοι αλλάζουν πάλι την κατηγορία ότι ο κατηγορούμενος βρέθηκε απὸ το Μέγα Συνέδριο ένοχος θανάτου κατὰ τὸ Μωσαϊκὸ δήθεν Νόμο γιατί απεκάλεσε τὸν ἑαυτὸ του «υἱὸ Θεοῦ», πράγμα ποὺ απέκρυψαν ἀπὸ τὸν Πιλάτο μέχρι τὴ στιγμὴ αυτή. 12) Ο Πιλάτος παρέβη τὴ βασικὴ νομικὴ αρχὴ του Ρωμαϊκού Δικαίου «non bis in idem» (όχι δὶς επὶ της αυτής υποθέσεως) καὶ ξαναμπήκε στὸ Πραιτώριο γιὰ νὰ ανακρίνει καὶ πάλι τὸν Ιησού, για τον οποίον δεν μπορούσε να εξεύρει στοιχεία καταδίκης. 13) Παρόλα αυτά υπό την πίεση αναφοράς προς τον Αυτοκράτορα ἀποφάσισε να υποκύψει στον όχλο. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, ο Ιησούς καταδικάσθηκε σὲ θάνατο επὶ εσχάτη προδοσία επειδὴ παρουσιαζόταν σὰν βασιλέας, πράξη αντίθετη πρὸς τὴν Lex Julia Majestatis καὶ τὰ Crimina Imminutae Majestatis.
Καὶ ακολούθησε η εκτέλεση.

Η Τελική Δικαίωση:
Τιμωρία των Δικαστών

Υπάρχουν λοιπόν είκοσι έξι συνεχόμενες παραβάσεις της δικονομίας στην περίπτωση του Ιησού Χριστού, μεγάλη απόδειξη ότι δεν επρόκειτο μόνο για ένα αντικείμενο της Θεολογίας, αλλά και της νομικής επιστήμης και έρευνας. Και βέβαια σε μεγάλο βαθμό το οικοδόμημα της Μεγάλης Εβδομάδας, βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στα Πάθη του Χριστού, τα οποία έλαβαν χώρα κατά το χρονικό διάστημα από το κατηγορητήριο, μέχρι την σύλληψη του, την παραπομπή του και την καταδίκη του. Να σημειωθεί ότι κατά την διαδικασία αυτή, διαπιστώθηκε η αθωότητά του για τουλάχιστον έξι φορές από τον Πιλάτο, αλλά και τον Ηρώδη.
Παρόλα αυτά υπάρχει και μια έβδομη περίπτωση, αυτή που έλαβε χώρα μετά την εκτέλεση της ποινής.
Ο Αυτοκράτορας Τιβέριος, ο οποίος εκπροσωπεί και την Ανώτερη Δικαστική Εξουσία, πληροφορήθηκε τις υπερβάσεις των Άννα, Καϊάφα και του Πιλάτου και τους κάλεσε στην Ρώμη να δώσουν εξηγήσεις, οπότε και δικάστηκαν για κακοδικία. Σύμφωνα με το βίο της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής (Μέγας Συναξαριστής, Έκδοση ε΄, Τόμος 7ος, σελ. 425), ο Άννας απεβίωσε κατά το ταξίδι, ο Καϊάφας εκτελέστηκε και ο Πιλάτος φυλακίστηκε στη Ρώμη.
Η μετά την Σταύρωση αυτή δικαίωση, κλείνει ουσιαστικά έναν κύκλο ασυδοσίας και μαρτυρίου, που περιέγραψε την χωρίς κανόνες διαδικασία εξευτελισμού ενός αθώου ανθρώπου, από την δικαστική – ανθρώπινη εξουσία. Τα γεγονότα που περιγράψαμε δὲν μπορούν νὰ χαρακτηριστούν ούτε σὰν παρωδία δίκης αλλὰ σὰν τὸ μεγαλύτερο κακούργημα της ανθρωπότητας καὶ τὴν αιώνια ντροπὴ ποὺ βαρύνει τὸν κόσμο όλο.
Από κει και πέρα, η θρησκεία που δημιουργήθηκε, μετέτρεψε την δικαστική αυτή περιπέτεια, σε μήνυμα ελπίδας και αισιοδοξίας για την ανθρωπότητα, όπως αυτές τις ημέρες πενθούντες την γιορτάζουμε.
ΠΗΓΕΣ: Οι πηγές του άρθρου προέρχονται από την Καινή Διαθήκη, δημοσίευμα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Κύπρου (άρθρο του Δικαστή Χρ. Δερμοσονιάδη), το βιβλίο “Η δίκη του Ιησού” του θεολόγου Δημήτριου Καππαή, το βιβλίο Κοντογόνη: Εβραϊκὴ Ἀρχαιολογία, Β’4