ΑΠΟΨΗ – press

Ο πρωταγωνιστικός ρόλος των αρχαίων Αθαμάνων στα γεγονότα του 3ου και 2ου π.Χ. αι. σύμφωνα με τον ιστορικό Πολύβιο

Της ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑΣ ΖΗΔΡΟΥ- Αρχαιολόγου

Στον 2ο π.Χ. αι. κυριαρχεί το έργο του μεγάλου ιστορικού Πολύβιου, στο οποίο εντοπίζονται και αρκετές αναφορές στην αρχαία Αθαμανία και στον ρόλο που διαδραμάτισε ο βασιλιάς της στα γεγονότα της περιόδου. Πιο συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια του Συμμαχικού πολέμου του 220 π.Χ., η Ελλάδα χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα. Από τη μια οι Μακεδόνες με τους πολυάριθμους συμμάχους τους, ανάμεσα στους οποίους και οι Αχαιοί και από την άλλη οι Αιτωλοί με τους δικούς τους, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονταν και οι Λακεδαιμόνιοι. Στον πόλεμο αυτό αναμίχθηκε, υποστηρίζοντας πότε τη μία και πότε την άλλη πλευρά και ο συνεργαζόμενος με τους Ρωμαίους Ιλλυριός δυνάστης Δημήτριος της Φάρου. Αυτός λοιπόν ο Δημήτριος, μαζί με τον Σκερδιλαΐδα, έχοντας υπό τις διαταγές τους 90 ταχύτατες λέμβους και παραβαίνοντας τις συμφωνίες με τους Ρωμαίους, κατέβηκαν στη νότια Ελλάδα και άρχισαν επιδρομές στις Κυκλάδες και στις παράκτιες περιοχές. Λίγο αργότερα, ο Σκερδιλαΐδας, με 40 λέμβους, κατευθυνόταν προς τη Ναύπακτο. Τότε, αφού πείστηκε από τον Αμύνανδρο, τον βασιλιά των Αθαμάνων με τον οποίο συνδεόταν και με συγγένεια, συνθηκολόγησε με τους Αιτωλούς και υποσχέθηκε να συνενωθεί με τους υπόλοιπους Αιτωλούς που βρισκόταν στην Αχαΐα.
Στη συνέχεια, με το πέρασμα από τον 2ο στον 1ο π.Χ. αι. και κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα σε Ρωμαίους και Έλληνες και έως την οριστική υποταγή της Ηπείρου το 167 π.Χ., η Αθαμανία, με τον δραστήριο βασιλιά της Αμύνανδρο, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στα γεγονότα και συχνά βρέθηκε στο επίκεντρό τους. Πιο συγκεκριμένα, τον Αύγουστο του 200 π.Χ., οι Ρωμαίοι έστειλαν αντιπρόσωπο στο στρατόπεδο του Φιλίππου Ε΄ βασιλιά της Μακεδονίας και τον παρακάλεσαν να δεχτεί τα αιτήματά τους, με αντάλλαγμα την ειρήνη. Αυτός όμως απέρριψε τις ρωμαϊκές διεκδικήσεις. Έτσι, οι Ρωμαίοι υπέβαλλαν αμέσως μετά τα ίδια αιτήματα στους Ηπειρώτες στη Φοινίκη, στον βασιλιά Αμύνανδρο αφού ανέβηκαν στην Αθαμανία, στους Αιτωλούς στη Ναύπακτο και στους Αχαιούς στο Αίγιο, σε μια προσπάθεια συνεννόησης μαζί τους.
Τον Οκτώβριο του 198 π.Χ., ο νέος διοικητής των ρωμαϊκών δυνάμεων στην Ελλάδα Τίτος Φλαμίνιος, αφού πέτυχε αρκετές νίκες κατά του Φιλίππου Ε΄, κατόρθωσε να πείσει την Αχαϊκή Συμπολιτεία να προσχωρήσει στον αντιμακεδονικό και φιλορωμαΐκό συνασπισμό. Το γεγονός αυτό ανάγκασε το Φίλιππο Ε΄ να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις. Σε κάποια από τις συναντήσεις τους, η οποία πραγματοποιήθηκε στο στενό των Τεμπών, ο Τίτος Φλαμίνιος προσκάλεσε και όλους τους συμμάχους του. Κατά τη διάρκειά της, ο Ρωμαίος στρατηγός ζήτησε από όλους να μιλήσουν και να θέσουν τους όρους, σύμφωνα με τη γνώμη τους, με βάση τους οποίους θα γινόταν ειρήνη με τον βασιλιά της Μακεδονίας. Τότε, σηκώθηκε και μίλησε με συντομία και σύνεση ο Αμύνανδρος. Αυτός υποστήριξε ότι θα συνέδραμε όπως μπορούσε προκειμένου να μη χωριστούν οι Ρωμαίοι από τους Έλληνες. Τα λόγια του όμως επέσυραν την οργή του Μακεδόνα βασιλιά. Στη συνέχεια, επισημαίνει ο Πολύβιος, οι Μακεδόνες μπορούσαν πάντοτε εύκολα να καταλάβουν την Αθαμανία, εξαιτίας της μεγαλύτερης ισχύς τους και της γειτνίασης των δυο περιοχών.
Λίγο αργότερα, ο βασιλιάς Αμύνανδρος αποφάσισε να εγκαταλείψει τον φιλορωμαΐκό συνασπισμό και να διακόψει τη συμμαχία τους, προσχωρώντας στη φιλομακεδονική μερίδα. Έτσι, πληροφορούμαστε ότι στη συνθήκη ειρήνης, που υπογράφτηκε ανάμεσα στον Τίτο Φλαμίνιο και τον Φίλιππο Ε΄, τον χειμώνα του 197/6 π.Χ., μετά τη μεγάλη ήττα του Μακεδόνα βασιλιά στη μάχη στις Κυνός κεφαλές, ανάμεσα στους υπόλοιπους επαχθείς όρους ήταν να παραδώσουν στους Ρωμαίους και τον βασιλιά Αμύνανδρο και όσους από τους Αθαμάνες τον είχαν ακολουθήσει και είχαν αποχωρήσει από τη ρωμαϊκή συμμαχία. Τελικά, ο Ρωμαίος στρατηγός δέχτηκε να συγχωρήσει τους αποστάτες και να τους δώσει μια δεύτερη ευκαιρία. Τότε, ο Αμύνανδρος έστειλε πρεσβευτές τόσο στη Ρώμη όσο και στον Σκιπίωνα, ο οποίος βρισκόταν στην περιοχή της Εφέσου. Απολογούμενος και προσπαθώντας να δικαιολογήσει την αποχώρησή του από τη συμμαχία, υποστήριξε ότι το έκανε επειδή φοβήθηκε τυχόν εισβολή των Αιτωλών, μεγάλοι αντίπαλοι των οποίων ήταν οι Μακεδόνες. Παράλληλα, κατηγόρησε τον Φίλιππο Ε΄ και παρακάλεσε να τον δεχτούν εκ νέου στη συμμαχία. Οι Αιτωλοί, με τη σειρά τους, φοβούμενοι τυχόν εισβολή των Αθαμάνων στην προσπάθειά τους να ανακτήσουν την Αμφιλοχία και την Απεραντία και ενώ είχαν ξεκινήσει και πάλι συγκρούσεις με τους Μακεδόνες από το χειμώνα του 190/89 π.Χ., άρχισαν να συγκεντρώνουν στρατό στις παραπάνω πόλεις, υπό την ηγεσία του στρατηγού Νίκανδρου. Η εισβολή δεν άργησε να γίνει. Οι Αθαμάνες όμως αποκρούστηκαν και επέστρεψαν γρήγορα στα όρια της επικράτειάς τους. Οι Αιτωλοί, αφού ανακατέλαβαν την Αμφιλοχία και την Απεραντία, κατόρθωσαν να κατακτήσουν και τη Δολοπία.
Ωστόσο, ο Νίκανδρος, παρατηρώντας τη διεύρυνση της κλίμακας των πολεμικών επιχειρήσεων, οδήγησε τον στρατό του πίσω στην Αιτωλία, προκειμένου να την προστατέψει από τυχόν νέες εισβολές και επειδή δεν επιθυμούσε να διαπράξει καταστροφές στις κατακτημένες περιοχές. Η ειρήνη όμως και η ηρεμία δεν κράτησαν για πολύ, καθώς ξέσπασε και πάλι πόλεμος με τους Ρωμαίους. Αμέσως τα ρωμαϊκά στρατεύματα, υπό την ηγεσία του Μάρκου Φούλβιου, ξεκίνησαν την πολιορκία της Αμβρακίας, την οποία, εκτός από τους κατοίκους της, υπεράσπιζε με αξιοθαύμαστο θάρρος και μια αιτωλική φρουρά. Τότε, ο Αμύνανδρος έφτασε στο στρατόπεδο των Ρωμαίων, με σκοπό να λάβει διαβεβαιώσεις από τον Μάρκο Φούλβιο για την ασφάλεια των Αμβρακιωτών και της πόλης τους, επιδιώκοντας έτσι να απομακρύνει την επερχόμενη καταστροφή. Ο Αμύνανδρος, μας πληροφορεί ο Πολύβιος, είχε ζήσει για αρκετό καιρό στην πόλη αυτή ως εξόριστος από την πατρίδά του και είχε αναπτύξει ιδιαίτερες σχέσεις με τους κατοίκους της. Αρχικά, προσπαθούσε να επικοινωνήσει και να πείσει τους πολιορκημένους έξω από τα τείχη, ώσπου εκείνοι θεώρησαν σκόπιμο να τον καλέσουν μέσα στην πόλη. Πραγματικά, ο Ρωμαίος στρατηγός του επέτρεψε την είσοδο και ο Αμύνανδρος, αφού μπήκε στην πόλη, άρχισε συζητήσεις για την παρούσα κατάσταση. Τελικά, οι προσπάθειές του, σε συνδυασμό με τις γενικότερα δυσχερείς συνθήκες για τους αμυνόμενους, οδήγησαν στη σύναψη ειρήνης με τους Ρωμαίους τοΝ χειμώνα του 189 π.Χ. Έτσι, η πόλη απέφυγε τη καταστροφή και την ερήμωση.
Μόλις όμως έφτασαν οι απεσταλμένοι του Μάρκου Φούλβιου στη Ρώμη για να επικυρώσουν τη συνθήκη ειρήνης, επανεμφανίστηκε στο προσκήνιο ο Φίλιππος Ε΄. Ο Μακεδόνας βασιλιάς ήταν οργισμένος με τους Αιτωλούς, θεωρώντας τους υπαίτιους για την απώλεια της Αθαμανίας και της Δολοπίας και καλούσε τους φίλους και συμμάχους του να στραφούν εναντίον τους και να μην αποδεχτούν τη συνθήκη ειρήνης.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 186/5 π.Χ., έφτασε στη Ρώμη πλήθος Ελλήνων αντιπροσώπων, Αθαμάνες, Θεσσαλοί, Περραιβοί, οι οποίοι ήθελαν να εκφράσουν στη Σύγκλητο τα παράπονά τους κατά του Φιλίππου Ε΄, με κύριο αίτημα να επιστραφούν σε αυτούς οι πόλεις τις οποίες είχαν καταλάβει οι Μακεδόνες. Μάλιστα, ήταν τόσο πολλές οι πρεσβείες και αντίστοιχα οι κατήγοροι του Μακεδόνα βασιλιά ώστε επί τρεις συνεχείς ημέρες γίνονταν διαδοχικά δεκτοί από τη Σύγκλητο. Είναι χαρακτηριστική του αριθμού τους η πληροφορία του Πολύβιου ότι, εκτός από τους απεσταλμένους κάθε πόλης ξεχωριστά, είχαν φτάσει και συνολικές πρεσβείες των φύλων. Τότε, οι Ρωμαίοι είχαν βρεθεί σε δύσκολη θέση, αναλογιζόμενοι πώς θα έπρεπε να χειριστούν πιο σωστά την κάθε υπόθεση ξεχωριστά.

Συνολικά, οι Αθαμάνες, υπό την ηγεσία του δραστήριου βασιλιά τους Αμύνανδρου (220 – 184 π.Χ.), διαδραμάτισαν σημαντικό και σε ορισμένες περιπτώσεις καθοριστικό και πρωταγωνιστικό ρόλο στα γεγονότα της περιόδου από τον Συμμαχικό πόλεμο (220 π.Χ.), κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων με τους Ρωμαίους και έως την οριστική κατάκτηση της Ηπείρου το 167 π.Χ. Πιο συγκεκριμένα, μετά το 232 π.Χ. περίπου, οι Αθαμάνες ίδρυσαν ανεξάρτητο κράτος. Στη συνέχεια, ακολούθησαν διαφορετική πολιτική από τους συνασπισμένους Ηπειρώτες, ανάλογα με τις συνθήκες κάθε περιόδου και γι’ αυτό αναφέρονται συχνά από τον Πολύβιο ξεχωριστά. Είναι χαρακτηριστικό ότι από πολύ νωρίς συνάπτουν συμμαχία με τους Ρωμαίους, διαβλέποντας ότι αυτοί θα είναι οι νέοι κύριοι της περιοχής. Αντίθετα, οι υπόλοιποι Ηπειρώτες είτε προσπαθούν να κρατήσουν την ουδετερότητά τους είτε μάχονται στο πλευρό των Μακεδόνων, γεγονός που οδήγησε και στη μεγάλη καταστροφή και ερήμωση της Ηπείρου μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Οι Αθαμάνες όμως, παρόλο που είχαν συμμαχήσει με τους Ρωμαίους, δεν ξεχνούν τους άλλους Έλληνες και επιδιώκουν να τους βοηθούν σε κάθε περίπτωση.
Γενικά, στην περιοχή της Αθαμανίας δεν πραγματοποιούνται πολεμικές συγκρούσεις, με εξαίρεση κάποιες εισβολές των Αιτωλών. Ωστόσο, ο στρατός των Αθαμάνων, με τον βασιλιά Αμύνανδρο, είναι παρών σε όλα τα σημαντικά γεγονότα, ενώ συχνά οι Ρωμαίοι, εκτιμώντας τον ιδιαίτερα, κρίνουν σκόπιμο να ζητήσουν τη γνώμη του και να τον προειδοποιήσουν για τις επόμενες κινήσεις τους. Έτσι, εμφανίζεται ο ίδιος να διαπραγματεύεται για τη σύναψη συνθηκών και την παύση των εχθροπραξιών. Είναι χαρακτηριστική της εκτίμησης που έχαιρε από την πλευρά των Ρωμαίων ή μη τιμωρία του και η αποδοχή του εκ νέου στη συμμαχία, μετά την πρόσκαιρη αποχώρησή του, αλλά και η άδεια που του δόθηκε για διαπραγματεύσεις με την Αμβρακία κατά την πολιορκία της (190/89 π.Χ.), που κατέληξαν σε συνθήκη ειρήνης.
Συμπερασματικά, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η Αθαμανία στα τέλη του 3ου αρχές 2ου π.Χ. αι., όπως και ολόκληρη η περιοχή της Ηπείρου, βρέθηκε στο επίκεντρο των πολεμικών επιχειρήσεων κατά των Ρωμαίων. Εκμεταλλευόμενη τη στρατηγική της θέση, όπως αποδεικνύεται από την έντονη επιθυμία του Μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου Ε΄ να την κατακτήσει και των Ρωμαίων να τη διατηρήσουν στη συμμαχία τους, καθώς και την προσωπικότητα του βασιλιά της Αμύνανδρου, διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στα γεγονότα και συχνά λειτουργεί ως ο συνεκτικός κρίκος ανάμεσα σε Ρωμαίους και Έλληνες. Η μεγάλη φήμη που απέκτησε η Αθαμανία κατά την περίοδο αυτή εξαπλώθηκε εκτός από τον ελλαδικό χώρο, στη Ρώμη, την Αίγυπτο και όπου αλλού υπήρχαν Ρωμαίοι και διατηρήθηκε και μετά την οριστική υποταγή της Ηπείρου το 167 π.Χ.

Συνολικά, οι Αθαμάνες, υπό την ηγεσία του δραστήριου βασιλιά τους Αμύνανδρου (220 – 184 π.Χ.), διαδραμάτισαν σημαντικό και σε ορισμένες περιπτώσεις καθοριστικό και πρωταγωνιστικό ρόλο στα γεγονότα της περιόδου από τον Συμμαχικό πόλεμο (220 π.Χ.), κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων με τους Ρωμαίους και έως την οριστική κατάκτηση της Ηπείρου το 167 π.Χ. Πιο συγκεκριμένα, μετά το 232 π.Χ. περίπου, οι Αθαμάνες ίδρυσαν ανεξάρτητο κράτος. Στη συνέχεια, ακολούθησαν διαφορετική πολιτική από τους συνασπισμένους Ηπειρώτες, ανάλογα με τις συνθήκες κάθε περιόδου και γι’ αυτό αναφέρονται συχνά από τον Πολύβιο ξεχωριστά. Είναι χαρακτηριστικό ότι από πολύ νωρίς συνάπτουν συμμαχία με τους Ρωμαίους, διαβλέποντας ότι αυτοί θα είναι οι νέοι κύριοι της περιοχής. Αντίθετα, οι υπόλοιποι Ηπειρώτες είτε προσπαθούν να κρατήσουν την ουδετερότητά τους είτε μάχονται στο πλευρό των Μακεδόνων, γεγονός που οδήγησε και στη μεγάλη καταστροφή και ερήμωση της Ηπείρου μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Οι Αθαμάνες όμως, παρόλο που είχαν συμμαχήσει με τους Ρωμαίους, δεν ξεχνούν τους άλλους Έλληνες και επιδιώκουν να τους βοηθούν σε κάθε περίπτωση.
Γενικά, στην περιοχή της Αθαμανίας δεν πραγματοποιούνται πολεμικές συγκρούσεις, με εξαίρεση κάποιες εισβολές των Αιτωλών. Ωστόσο, ο στρατός των Αθαμάνων, με τον βασιλιά Αμύνανδρο, είναι παρών σε όλα τα σημαντικά γεγονότα, ενώ συχνά οι Ρωμαίοι, εκτιμώντας τον ιδιαίτερα, κρίνουν σκόπιμο να ζητήσουν τη γνώμη του και να τον προειδοποιήσουν για τις επόμενες κινήσεις τους. Έτσι, εμφανίζεται ο ίδιος να διαπραγματεύεται για τη σύναψη συνθηκών και την παύση των εχθροπραξιών. Είναι χαρακτηριστική της εκτίμησης που έχαιρε από την πλευρά των Ρωμαίων ή μη τιμωρία του και η αποδοχή του εκ νέου στη συμμαχία, μετά την πρόσκαιρη αποχώρησή του, αλλά και η άδεια που του δόθηκε για διαπραγματεύσεις με την Αμβρακία κατά την πολιορκία της (190/89 π.Χ.), που κατέληξαν σε συνθήκη ειρήνης.
Συμπερασματικά, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η Αθαμανία στα τέλη του 3ου αρχές 2ου π.Χ. αι., όπως και ολόκληρη η περιοχή της Ηπείρου, βρέθηκε στο επίκεντρο των πολεμικών επιχειρήσεων κατά των Ρωμαίων. Εκμεταλλευόμενη τη στρατηγική της θέση, όπως αποδεικνύεται από την έντονη επιθυμία του Μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου Ε΄ να την κατακτήσει και των Ρωμαίων να τη διατηρήσουν στη συμμαχία τους, καθώς και την προσωπικότητα του βασιλιά της Αμύνανδρου, διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στα γεγονότα και συχνά λειτουργεί ως ο συνεκτικός κρίκος ανάμεσα σε Ρωμαίους και Έλληνες. Η μεγάλη φήμη που απέκτησε η Αθαμανία κατά την περίοδο αυτή εξαπλώθηκε εκτός από τον ελλαδικό χώρο, στη Ρώμη, την Αίγυπτο και όπου αλλού υπήρχαν Ρωμαίοι και διατηρήθηκε και μετά την οριστική υποταγή της Ηπείρου το 167 π.Χ.
Κωνσταντίνα Ζήδρου
Αρχαιολόγος