ΑΠΟΨΗ – press

«ΚΕΝΤΡΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ» ΣΤΗΝ ΑΡΤΑ: Γιατί όχι;

(Μέρος B’)

Γράφει ο Αντώνης Κολιάτσος

Στο προηγούμενο (Μέρος Α) του με τον πιο πάνω τίτλο άρθρου μας αναδείξαμε τη δυνατότητα και την επιστημονική αναγκαιότητα της προταθείσας από τον γράφοντα ίδρυσης: «Κέντρου Βυζαντινών Σπουδών» με έδρα την Άρτα. Παράλληλα αναφερθήκαμε και στην αναπτυξιακή ωφελιμότητα, που θα προέκυπτε για την περιοχή από την λειτουργία ενός τέτοιου εκπαιδευτικού φορέα. Ωστόσο δεν παραλείψαμε να αναφερθούμε, ακροθιγώς, και στην κατεύθυνση που πρέπει να έχουν οι σχετικές ενέργειες προκειμένου να «στηθεί», το μεγαλεπήβολο για την βυζαντινή Άρτα ίδρυμα, όπως εύστοχα το χαρακτήριζε σε πολλές συζητήσεις μας ο γιατρός και πρώην βουλευτής Παύλος Στασινός.
Στο σημερινό σημείωμα θα μιλήσουμε διεξοδικότερα: για τις ούτως ειπείν «συστατικές», τις πρώτες ενέργειες για τη δημιουργία του Κέντρου και ειδικότερα: για τη νομική του μορφή, τον τρόπο λειτουργίας του, τον σκοπό του, τον χρόνο λειτουργίας του, την χρηματοδότηση από επιχορηγήσεις του δημοσίου αλλά και για την άντληση εσόδων από άλλες πηγές, ώστε να καταστεί βιώσιμο.
Προσομοιάζοντας προς τούτο τις από εδώ μεριά κατάλληλες κινήσεις με εκείνες των ιθυνόντων της Λακωνικής Πολιτείας αναφορικά με την ίδρυση του «Κέντρου Βυζαντινών Σπουδών» με την επωνυμία «Ινστιτούτο Έρευνας Βυζαντινού Πολιτισμού (ΙΝ.Ε.ΒΥ.Π.)» με έδρα τον Μυστρά, και συγκεκριμένα με μπούσουλα το επίκαιρο-ποιημένο υπ’ αριθμ. 155/2007 ΦΕΚ 198/Α/23-8-2007 Προεδρικό Διάταγμα (ΠΔ), αγόμαστε στο συμπέρασμα ότι κατά πρώτον θα πρέπει να διασφαλιστεί η θετική γνώμη των πιο κάτω τριτοβάθμιων φορέων εκπαίδευσης.
Υπό την εκδοχή αυτή θα πρέπει ειδικότερα να υπάρξει:
▪ Θετική πρόταση της Γενικής Συνέλευσης του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας, Φιλολογίας και της Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών και Πολιτισμικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Ηπείρου (Ιωαννίνων).
▪ Θετική εισήγηση της Διοικούσας Επιτροπής του Πανεπιστημίου Ηπείρου (Ιωαννίνων).
▪ Θετική γνώμη του Διαπανεπιστημιακού Συμβουλίου Έρευνας (σ. σ, ή άλλου φορέα που τον επικαλύπτει), στο μέτρο που αυτό απαιτείται για την ίδρυση Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου( Ε.Π.Ι) σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 17 του άρθρου 28 του ν. 2083/1992( όπως σήμερα ισχύει) και η οποία θα .εκφέρεται ύστερα από σχετικό αίτημα του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Ακόμη, το εν λόγω Κέντρο:
▪ Θα είναι Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία «Ινστιτούτο Έρευνας Βυζαντινού Πολιτισμού (ΙΝ.Ε.ΒΥ.Π.)» με έδρα την Άρτα, το οποίο δεν θα ανήκει στο δημόσιο τομέα, θα έχει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και θα εποπτεύεται από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (σ. σ και ενδεχομένως και από άλλον κρατικό φορέα).
▪ Θα συνεργάζεται με τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας. (Γ.Γ.Ε.Τ.) και δυνητικά με ακαδημαϊκά Ιδρύματα, Κέντρα και Ινστιτούτα της ημεδαπής( σ. σ, με φορείς του δημοσίου ή του ιδιωτικού τομέα) .και αλλοδαπής με ίδιους ή παρεμφερείς σκοπούς.
▪ Πέραν του αναφερόμενου στο (Μέρος Α) σκοπού του, το «ΙΝ.Ε.ΒΥ.Π.» με έδρα την Άρτα θα μπορεί: να καταρτίζει και εκτελεί ερευνητικά προγράμματα ή μελέτες αυτοτελώς ή σε συνεργασία με άλλους φορείς, να οργανώνει σεμινάρια, συνέδρια και κάθε φύσεως επιστημονικές εκδηλώσεις, να δημοσιεύει τα αποτελέσματα των γενόμενων ερευνών ή μελετών και τα πρακτικά συνεδρίων, καθώς και συναφείς προς το αντικείμενό του εργασίες, να μεριμνά για την προώθηση και διάδοση των αποτελεσμάτων των διεξαγόμενων ερευνών με κάθε πρόσφορο μέσο, να συμβάλλει στη μετεκπαίδευση επιστημόνων από την Ελλάδα και το εξωτερικό στους τομείς της δραστηριότητάς του, να υποστηρίζει, ειδικότερα, τη μεταπτυχιακή εκπαίδευση των Τμημάτων Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών και Φιλολογίας της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών και Πολιτισμικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Ηπείρου (Ιωαννίνων) καθώς και άλλων Τμημάτων ΑΕΙ με συναφές γνωστικό αντικείμενο.
▪ Οι δαπάνες της αρχικής εγκατάστασης και υλικοτεχνικής υποδομής, να ληφθεί μέριμνα να καλυφθούν οι μεν πρώτες από τον προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων του ΥΠΑΙΘ οι δε δεύτερες από τον τακτικό προϋπολογισμό του ιδίου υπουργείου.
▪ Οι ετήσιες δαπάνες για τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του ιδρύματος θα μπορεί να καλύπτονται με συγκεκριμένα κονδύλια από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας καθώς από τον τακτικό προϋπολογισμό του ΥΠΑΙΘ, από έσοδα εκπόνησης ερευνητικών προγραμμάτων για λογαριασμό τρίτων (δημοσίων υπηρεσιών, διεθνών και μη οργανισμών, ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ και ιδιωτών), από επιχορηγήσεις ερευνών ή άλλες χορηγίες από την Ευρωπαϊκή Ένωση, από κληροδοτήματα, δωρεές και άλλες παροχές τρίτων κ.ά.
▪ Το υπό σύσταση «ΙΝ.Ε.ΒΥ.Π». θα μπορεί να διαρθρώνεται λειτουργικά με τα ερευνητικά τμήματα: Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, Βυζαντινής Ιστορίας, Βυζαντινής Φιλολογίας, Φιλοσοφίας και Παλαιογραφίας, Μουσείου Βυζαντινής και μεταβυζαντινής δημώδους παράδοσης, Βυζαντινού Πολιτισμού σε σχέση με τον αρχαίο και το νεότερο πολιτισμό.
▪ Προτείνεται το Ινστιτούτο να έχει σφραγίδα στρογγυλή, στο επάνω τμήμα της οποίας θα φέρει κυκλικά την ένδειξη «Πανεπιστήμιο Ηπείρου (Ιωαννίνων)», στο κατώτερο τμήμα την ένδειξη «Ινστιτούτο Έρευνας Βυζαντινού Πολιτισμού» και στο κέντρο προσωπογραφία του Μιχαήλ Κομνηνού Δούκα ιδρυτή του Δεσποτάτου της Ηπείρου.
▪ Τέλος ένα τέτοιο σπουδαίο έργο αναμφίβολα θα μπορούσε να έχει «Χορηγούς-Ευεργέτες» από όλη την Ελλάδα και περισσότερο από Αρτινούς και Ηπειρώτες στην καταγωγή λαμπρούς επιχειρηματίες, ανθρώπους του πνεύματος του πολιτισμού και της ιστορίας. Ακόμη, τα κοινωφελή ιδρύματα «Σταύρος Νιάρχος» και «Αριστοτέλης Ωνάσης», το «Ίδρυμα Λάτση» μηδέ της Προεδρίας της Δημοκρατίας εξαιρουμένης για το συνεχές και αδιάπτωτο ενδιαφέρον της, θα μπορούσαν να αποτελέσουν τους πρώτους εμβληματικούς αρωγούς του σπουδαίου αυτού έργου.
Κλείνοντας την πρότασή μας θα θέλαμε να αναδείξουμε και η σχέση του επίμαχου Κέντρου με τα όσα προτείναμε στο (Μέρος-Β) του από12/08/2020 δημοσιευθέντος άρθρου μας (σ. σ, στις τοπικές «Ταχ» και «Μ») με τίτλο: «Ε, όχι! Δεν είναι η περήφανη Άρτα, μια άλλη μικρή Ελένη που κάθεται και… κλαίει γιατί δεν την παίζουνε οι άλλες φιλενάδες», με το οποίο θέταμε ερωτήματα για την… παράκαμψη της Άρτας από την Επιτροπή: «Ελλάδα 2021»(*). Εκεί μεταξύ των άλλων επισημαίναμε: «Μήπως μέσα από τυχόν κοινή συνεδρίαση της Επιτροπής: «Άρτα 2021» και του συγκληθέντος επί τούτου Δημοτικού συμβουλίου, έγιναν σχετικές συζητήσεις, ζυμώθηκαν ιδέες και συν-διαμορφώθηκαν σημαντικές προτάσεις, όπως για παράδειγμα: η διενέργεια πνευματικού συμποσίου με θέμα την Αρτινή καταγωγή του μεγάλου Καραϊσκάκη, η σύγκληση επιστημονικού συνέδριου με συμμετοχή ελλήνων και ξένων ιστορικών αναφορικά με τη δράση του Βασιλιά (της Ηπείρου) Πύρρου, για το Δεσποτάτο της Ηπείρου, τους πεσόντες Φιλέλληνες στη μάχη του Πέτα, τον Φιλικό Ν. Σκουφά, τον Μακρυγιάννη, τον Γώγο Μπακόλα, τους Κουτελιδαίους, την κήρυξη της Επανάστασης κατά των Τούρκων στα Τζουμέρκα (τον Ιούλιο 1821 στο μοναστήρι Αγίου Γεωργίου στο Βουργαρέλι), τη μάχη του σταυρού Θεοδωριάνων , την ,με χορηγία της Επιτροπής, έκδοση αναμνηστικού νομίσματος με χαραγμένη την Παρηγορήτρια ή το ιστορικό Γεφύρι; Ή, με αφορμή τις αναμενόμενες εκδηλώσεις ενδιαφέροντος, και ύστερα από συλλογική διαβούλευση των αρμοδίως ιθυνόντων του νομού, υποβλήθηκαν προτάσεις προς την Επιτροπή που αφορούσαν: σε άκρως αναπτυξιακά έργα, όπως για παράδειγμα: τη δημιουργία Κέντρου Βυζαντινών Σπουδών με Έδρα την Άρτα, την ψηφιακή on line και live παρουσίαση της πόλης, τη σύνθεση ενός ψηφιακού «πολυμεσικού» μηχανισμού παραγωγής διαδραστικών ψηφιακών υπηρεσιών πληροφόρησης (σ. σ, πολιτισμικό portal ενημέρωσης, εικονικής περιήγησης, για την ανάδειξη της πλούσιας πολιτιστικής κληρονομιάς της πόλης);

(*) Επιμένουμε και σήμερα ότι η εκ των υστέρων εδώ παρουσία της προέδρου της Επιτροπής κ. Γιάννας Αγγελοπούλου, πέρα το εσπευσμένο του χαρακτήρα της προκειμένου να μετριασθεί η διαμαρτυρία των Δημάρχων της περιοχής για την μη πρόσκλησή τους στη διευρυμένη σύσκεψη που έγινε στα Γιάννενα υπό την προεδρία της και κυρίως για την μη έλευσή της στην Άρτα, προ ή αμέσως μετά, ήταν και πολιτικά σκόπιμη και κυρίως χωρίς την απαραίτητη Αρτινή προετοιμασία. Το αποτέλεσμα ήταν να μην υπάρξουν καλά μελετημένες Αρτινές προτάσεις , με σοβαρό αντίκρισμα απέναντι στην πλούσια σε ιστορία Άρτα και ειδικότερα στα πολλά και σημαντικά γεγονότα που την συνδέουν με την Επανάσταση του 1821, τις οποίες, προτάσεις, η ομώνυμη Επιτροπή θα ενέτασσε στη γκάμα των προγραμματισμένων δράσεών της για τα 200 χρόνια από την έκρηξή της.