ΑΠΟΨΗ – press

Οι αρχαίοι και βυζαντινοί συγγραφείς«μιλούν» για την Αθαμανία

Άρθρο της Αρχαιολόγου Κωνσταντίνας Ζήδρα

Η ανθρώπινη παρουσία στην ευρύτερη περιοχή των Τζουμέρκων ανιχνεύεται ήδη από την εποχή του Χαλκού.
Πιο συγκεκριμένα, στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ., εμφανίζονται οι Αθαμάνες, οι οποίοι, όπως και τα όμορα φύλα, διήγαν βίο ποιμενικό νομαδικό. Ως συνέπεια, ο γεωγραφικός τους χώρος, για πολλούς αιώνες, πιθανώς δεν οριζόταν με σταθερά, συνεχή όρια αλλά καθαρά ποιμενικές διαιρέσεις. Κατά τον 5ο και τον 4ο αι. π.Χ., πέρασαν από την αγροτική κοινωνία στον αστικό τρόπο ζωής και τη διαβίωση στους οργανωμένους οικισμούς και πόλεις.
Η πρώτη ιστορική αναφορά ανάγεται στο 395 π.Χ., όταν μνημονεύονται ως μέλη της Κορινθιακής και στη συνέχεια της Β΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας.
Το 354 π.Χ., στον Ιερό πόλεμο, πολέμησαν εναντίον των Φωκέων και το 323 π.Χ., στον Λαμιακό πόλεμο, εναντίον των Μακεδόνων.
Το 295 π.Χ., ο Πύρρος προσάρτησε στο βασίλειό του και τα εδάφη των Αθαμάνων, επειδή απέβλεπε στην επίκαιρη γεωγραφική θέση και τον πληθυσμό της, ενώ έκτοτε ακολουθούσαν τον βασιλιά στις εκστρατείες του. Με την πτώση της βασιλείας το 232 π.Χ. και την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας, οι Αθαμάνες ανέκτησαν και πάλι την ανεξαρτησία τους. Κατά τα έτη 220-185 π.Χ., τη διακυβέρνηση ανέλαβαν οι βασιλείς Θεόδωρος και Αμύνανδρος. Ιδιαίτερα ο δεύτερος ανέπτυξε μεγάλη διπλωματική δραστηριότητα και ασκούσε ευρύτερη πολιτική, έξω από τα στενά όρια της επικράτειάς του. Η Αθαμανία δεν πρέπει να απέφυγε την κοινή μοίρα της Ηπείρου το 167 π.Χ., όταν οι λεγεώνες του Αιμιλίου Παύλου κατέστρεψαν 70 Ηπειρωτικές πόλεις και υποδούλωσαν 150.000 Ηπειρώτες. Βεβαίως, η περιοχή δεν καταστράφηκε ολοκληρωτικά, καθώς από την εποχή του Αμυνάνδρου ή λίγο μετά το 167 π.Χ. και τουλάχιστον έως το 88/87 π.Χ. λειτούργησε το Κοινό των Αθαμάνων. Τέλος και κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορικής εποχής γίνεται απλή μνεία των Αθαμάνων.
Με την έναρξη της βυζαντινής περιόδου, η περιοχή, αρχικά, θα υπαχθεί διοικητικά στην επαρχία Παλαιάς Ηπείρου και αργότερα στο θέμα Νικοπόλεως. Γενικά, δύναται να χαρακτηριστεί ως στρατηγικής σημασίας πέρασμα, το οποίο ένωνε την Ήπειρο με τη Θεσσαλία και ήλεγχε τμήμα του χερσαίου οδικού δικτύου. Ο κομβικός της ρόλος αναδείχτηκε περισσότερο κατά την περίοδο του «Ανεξάρτητου κράτους της Ηπείρου», καθώς δεν απέχει ιδιαίτερα από την πρωτεύουσά του την Άρτα αλλά και για έναν επιπλέον λόγο επειδή από αυτή διερχόταν και η κυριότερη οδική αρτηρία που συνέδεε απευθείας την Άρτα με τα Τρίκαλα και την Ήπειρο με τη Θεσσαλία. Έτσι λοιπόν, η ορεινή και απομονωμένη αλλά στρατηγικού χαρακτήρα πέρασμα της βυζαντινής αυτοκρατορίας Αθαμανία βρίσκεται την εποχή του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου να πλαισιώνει την πρωτεύουσά του και να διασφαλίζει τμήμα της χερσαίας επικοινωνίας της.
Αυτή λοιπόν η ορεινή και δυσπρόσιτη αλλά στρατηγικής σημασίας περιοχή της αρχαίας Αθαμανίας κέντρισε από νωρίς το ενδιαφέρον των αρχαίων συγγραφέων, διατηρώντας το αμείωτο για αιώνες . Πιο συγκεκριμένα, οι όροι Αθαμανία και Αθαμάνες εντοπίζονται σε έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας ήδη από τον 6ο π.Χ. αι., οπότε κυρίως οι αποικίες και το ιερό και μαντείο της Δωδώνης ήταν γνωστά στον νοτιοελλαδικό κόσμο.
Εξακολουθούν αδιάκοπα έως και την περίοδο της ρωμαιοκρατίας και πιο συγκεκριμένα έως και τον 2ο αι. μ. Χ. Στη συνέχεια, εμφανίζονται και στη βυζαντινή γραμματεία από τον 5ο μ. Χ. αι. έως και τον 12ο μ.Χ. αι., με μια διακοπή κατά τον 4ο, 7ο, 8ο και 11ο αιώνα. Εκτός από το μεγάλο χρονολογικό εύρος, αξιοσημείωτος θεωρείται ο αριθμός και οι προσωπικότητες των συγγραφέων.
Πιο αναλυτικά και ξεκινώντας χρονολογικά, οι πρώτες αναφορές στην Αθαμανία συμπεριλαμβάνονται στον 6ο π.Χ. αι. στο έργο του Μιλήσιου γεωγράφου Εκαταίου.
Ακολουθεί ο 4ος π.Χ. αι. στο έργο του φιλοσόφου Αριστοτέλη, στο έργο του μαθηματικού, αστρονόμου και φιλοσόφου Εύδοξου από την Κνίδο, του ιστορικού Θεόπομπου από τη Χίο και του ποιητή Σκυθίνου από την Τέω.
Στον 3ο π.Χ. αι. στο έργο του Καλλίμαχου από την Κυρήνη και στον Αντίγονο από την Κάρυστο. Στον 2ο π.Χ. αι. στο έργο του ιστορικού Ηρακλειδη Λέμβου, στον Πολέμωνα από το Ίλιο, στον μεγάλο ιστορικό Πολύβιο και τέλος στο φυσιοδιφικό και αποσπασματικά σωζόμενο έργο του πολυγραφότατου Ποσειδώνιου από την Απάμεια.
Συνεχίζοντας με την περίοδο της ρωμαιοκρατίας, η Αθαμανία, παρά την εγκατάλειψη και την παρακμή της, δε λησμονήθηκε από τους διάφορους σύγχρονους συγγραφείς.
Αντίθετα, συχνά εμπεριέχεται στα έργα τους, με διάφορες αφορμές: στον 1ο π.Χ. αι. στο ογκώδες έργο «Γεωγραφικά» του γεωγράφου και ιστορικού Στράβωνα από την Αμάσεια του Πόντου, στον συμπιλητή Διονύσιο Αλικαρνασσέα, στον ιστορικό Διόδωρο Σικελιώτη και στην «Περιήγησις» του Σκύμνου από τη Χίο. Στον επόμενο 1ο μ. Χ. αι. στο έργο του Πλουτάρχου και του Αππιανού από την Αλεξάνδρεια.
Στον 2ο μ.Χ. αι. στους «Δειπνοσοφιστές» του Αθήναιου από τη Ναύκρατη, στο έργο του φιλολόγου Αίλιου Ηρωδιανού, στο γεωγραφικό έργο του Κλαύδιου Πτολεμαίου και στη «Ρωμαϊκή Ιστορία» του Δίωνα Κάσσιου από τη Νίκαια της Βιθυνίας.

Ως άμεση συνέπεια της σημασίας της περιοχής αλλά και του πρωταγωνιστικού ρόλου που διαδραμάτισε κατά την ιστορική περίοδο πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτηση, θεωρούνται οι ποικίλες αναφορές σε κείμενα της βυζαντινής γραμματείας.
Πιο συγκεκριμένα, μετά από ένα κενό δύο αιώνων στη φιλολογική παραγωγή των οποίων δεν έχει ανευρεθεί καμία μνεία στην Αθαμανία και τους κατοίκους της, ακολουθεί ο 5ος μ.Χ. αι. με το Λεξικό του Ησύχιου από την Αλεξάνδρεια.
Στον επόμενο 6ο αι. η Επιτομή των Εθνικών του Στεφάνου Βυζαντίου. Ένα ακόμη σχετικό χωρίο εντοπίζεται, μετά από άλλο ένα κενό δύο αιώνων, στον 9ο αι. και σε ένα ακόμη βυζαντινό λεξικό, αυτό του Πατριάρχη Φωτίου.
Στον ακόλουθο 10ο αι., στο έργο του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου. Παραμένοντας στη μεσοβυζαντινή περίοδο και περνώντας στο α΄ μισό του 12ου αιώνα, στον χρονογράφο Ιωάννη Ζωναρά. Η περιήγηση στον τελευταίο αιώνα της μεσοβυζαντινής περιόδου αλλά και γενικότερα στη γραμματεία της βυζαντινής εποχής ολοκληρώνεται με δύο ακόμη λεξικά, το γνωστό, με το συμβατικό όνομα, «Μέγα Ετυμολογικό» και το αντίστοιχο «Ετυμολογικόν Συμεώνος», καθώς και ένα φιλολογικό έργο σχολιασμού των ομηρικών επών, τις «Παρεκβολές εις την Ομήρου Ιλιάδα» του Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Ευσταθίου.
Συμπερασματικά, ως υψίστης σημασίας χαρακτηρίζονται τα αντλούμενα στοιχεία τόσο για τη θέση της περιοχής, τη γειτνίαση της με άλλα φύλα αλλά και τις σχέσεις της με τις όμορες επικράτειες όσο και για την ιστορία και τη σημασία της. Συνολικά, από τις ποικίλες πηγές πληροφορούμαστε ότι η Αθαμανία γειτνιάζει με τη Θεσσαλία, ότι βρίσκεται σε αυτή ιερό των Νυμφών, καθώς και μία πόλη, η επονομαζόμενη Κραννών, ιδρυμένη από τον Κράνωνα τον Πελασγό και μια έτερη η Άκανθος. Αντίστοιχα, για τους Αθαμάνες ότι ανήκουν στα Ηπειρωτικά φύλα και ασχολούνται με την κτηνοτροφία, ενώ οι γυναίκες τους καλλιεργούν τη γη.
Επιπρόσθετα, για την πολιτική τους μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, για τη συμμετοχή τους στα γεγονότα του Γ΄ Ιερού πολέμου, στη συμμαχία των Αθηναίων κατά των Μακεδόνων μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου, αλλά και στην εκστρατεία του Πύρρου. Κυρίως, όμως, για τον πρωταγωνιστικό ρόλο τους στο ιστορικό γίγνεσθαι κατά την περίοδο πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτηση, υπό την ηγεσία του βασιλιά τους Αμυνάνδρου. Επίσης, για το συνοικισμό τους με τους Κυλικράνες και κατ’ άλλους με τους Περραιβούς, για το χαρακτηρισμό τους ως βαρβάρους, ο οποίος αφορά περισσότερο πολιτικά και λιγότερο πολιτιστικά κριτήρια, οπωσδήποτε όμως όχι εθνολογικά ή γλωσσικά, όπως και για ποικίλες λέξεις της αθαμανικής διαλέκτου. Οι αναφορές συχνά επαναλαμβάνονται από συγγραφέα σε συγγραφέα.

Κωνσταντίνα Ζήδρου
Αρχαιολόγος