Η Ιερά Οδός περνά και από την Άρτα σύμφωνα με τον Χάρη Κουδούνα
Γράφει η Αρχαιολόγος ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΖΗΔΡΟΥ
Η βυζαντινή Άρτα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα σημαντικό πολιτικό, πολιτιστικό και πνευματικό κέντρο της Αυτοκρατορίας. Ιδιαίτερα κατά την περίοδο του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου, του οποίου και υπήρξε η πρωτεύουσά, του τόσο η Ήπειρος γενικότερα όσο και η Άρτα ειδικότερα βρέθηκαν ανάμεσα στην Ιταλία και το Βυζάντιο.
Οι ηγεμόνες του προσέγγιζαν και τις δύο πλευρές, επηρεάζονταν από τις αντίστοιχες εξελίξεις, ενώ περιστασιακά κυριαρχούσαν πότε οι Ανδηγαυοί και πότε οι βυζαντινοί, χωρίς όμως να εδραιώνονται. Ο βυζαντινοί εκπροσωπούσαν την ελληνική συνείδηση των Ηπειρωτών. Αντίστοιχα, οι Ανδηγαυοί το μέσο για τη διατήρηση της πολυπόθητης ανεξαρτησίας τους, όπως αποδεικνύεται από τις γραπτές πηγές. Η παραπάνω άποψη τεκμηριώνεται και στο βιβλίο του Χάρη Κουδούνα «Το αποκωδικοποιημένο μυστικό της Πόρτας Παναγιάς».
Πρόκειται για μία ιστορική έρευνα 80 σελίδων, των εκδόσεων Φυλάτος, η οποία πραγματεύεται το θέμα της μεταφοράς των Ιερών Λίθων της Αγίας Οικίας της Θεοτόκου από τη Ναζαρέτ. Αρχικά, στην Ι.Μ. Πόρτας Παναγιάς στην Πύλη Τρικάλων. Στη συνέχεια, μέσω Τζουμέρκων, στο λιμάνι της Άρτας, καθώς τα μοναστήρια της Πόρτας Παναγιάς στην Πύλη και της Κόκκινης Εκκλησιάς στο Βουργαρέλι όριζαν τις δυο αφετηρίες της οδικής αρτηρίας που ένωνε τη Θεσσαλία με την πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου Άρτα, για να καταλήξουν στο Λορέτο της Ιταλίας.
Ο συγγραφέας, ένας καταξιωμένος επιστήμονας, ερευνητής, λογοτέχνης, ένας πνευματικός άνθρωπος αλλά κυρίως ένα ανήσυχο πνεύμα, αφού ανακάλυψε, λόγω καταγωγής όπως και μιας σειράς συγκυρίων, τους Ιερούς Λίθους της Αγίας Οικίας, μελέτησε την υπάρχουσα βιβλιογραφία, τα αρχαιολογικά δεδομένα, τις αρχειακές πηγές, επισκέφτηκε τα δύο μνημεία, εντόπισε και παρακολούθησε κάθε ένδειξη και στοιχείο για να καταγράψει, στο τέλος, αναλυτικά και τεκμηριωμένα τη διαδρομή των Ιερών Κειμηλίων. Ατελείωτες ώρες έρευνας, μελέτης, σκέψεων, εξαγωγής συμπερασμάτων, ενθουσιασμού, απογοητεύσεων, αγωνίας για το επόμενο βήμα και πολυάριθμων ακόμη συναισθημάτων, ορισμένα εκ των οποίων δύναται να βιώσει και ο αναγνώστης, οδήγησαν στην ολοκλήρωση του συγκεκριμένου ιστορικού δοκιμίου. Σε αυτό ο Χ. Κουδούνας όχι μόνο αποκαλύπτει το μυστικό της Ι.Μ. Πόρτας Παναγιάς αλλά επιδιώκει και να το αποκωδικοποιήσει, κατακτώντας, με αυτόν τον τρόπο, τα μυστικά του.
Πιο συγκεκριμένα, τα περιεχόμενα και την εισαγωγή διαδέχεται η περιγραφή των δύο ιερών τόπων, του Ι.Ν. της Αγίας Οικίας του Λορέτο και της Ι.Μ. Πόρτας Παναγιάς στην Πύλη Τρικάλων. Αφού τοποθετηθούν γεωγραφικά, παρατίθεται μία σύντομη ιστορική αναδρομή, πλαισιωμένη και από μία άρτια, επιστημονική και ταυτόχρονα κατανοητή, αρκετά λεπτομερειακή αρχιτεκτονική περιγραφή.
Το επόμενο τμήμα του βιβλίου, το οποίο καλύπτει και τη μεγαλύτερη έκτασή του, αφιερώνεται στην απαρίθμηση και σύντομη ανάλυση πολυάριθμων πηγών και ποικίλων συγγραφέων και περιηγητών, ταξινομημένων χρονολογικά από τον 15ο έως και τον 20ο αιώνα, αλλά και σύγχρονων αρχαιολογικών και αρχιτεκτονικών δεδομένων τόσο από την Αγία Οικία στη Ναζαρέτ όσο και από τον Ι.Ν της Αγίας Οικίας στο Λορέτο, όπου εμπεριέχονται στοιχεία, ενδείξεις, αποδείξεις και απαντήσεις σχετικά με τη μεταφορά των Ιερών Λίθων. Είναι χαρακτηριστικό της πληρότητας και του επιστημονικού χαρακτήρα του έργου ότι ο Χ. Κουδούνας συμπεριλαμβάνει το σύνολο των απόψεων, είτε στηρίζουν είτε όχι τη μεταφορά των Ιερών Λίθων, ακόμη και διάφορες παραλλαγές τους, πάντοτε όμως βιβλιογραφικά τεκμηριωμένες.
Ανάμεσα στην παρουσίαση των πηγών του και την προσπάθεια αποκωδικοποίησης του κρυμμένου μυστικού, ο συγγραφέας παρεμβάλει μία επιλεκτική αναφορά στο ιστορικό γίγνεσθαι του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου στα τέλη του 13ου αι., στο αντίστοιχο του Δουκάτου των Αθηνών και στην πιθανότητα οι Ιεροί Λίθοι να πέρασαν και από εκεί, καθώς και μία ιστορική αναδρομή της Αγίας Οικίας της Ναζαρέτ.
Ακολουθεί η περιληπτική αφήγηση του βίου του Ιωάννη Α΄ Άγγελου Κομνηνού Δούκα, Σεβαστοκράτορα της Θεσσαλίας, νόθου γιου του Ηγεμόνα του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ Κομνηνού Δούκα και ιδρυτή της Ι.Μ. Πόρτας Παναγιάς στην Πύλη Τρικάλων.
Στο επόμενο κεφάλαιο, κατηγοριοποιούνται τα έγγραφα και η σχετική βιβλιογραφία που επιβεβαιώνουν τη σημασία της Ι.Μ. Πόρτας Παναγιάς και αποδεικνύουν την ύπαρξη, σε αυτή, των Ιερών Λίθων. Μία ιδιαίτερη ενότητα επικεντρώνεται στην επιγραφή της. Μετά τη μεταγραφή και τη λεπτομερειακή ανάλυσή της, πραγματοποιείται η σύγκρισή της με ένα χωρίο εγγράφου του 13ου αι., το οποίο, πιθανότατα, αποτέλεσε το συμβόλαιο επικύρωσης του γάμου της πριγκίπισσας Θάμαρ, κόρης του Δεσπότη της Ηπείρου Νικηφόρου, με τον πρίγκιπα Φίλιππο Β΄ του Τάραντα. Ακριβώς ως προίκα της πριγκίπισσας δόθηκαν και οι Ιεροί Λίθοι και κατά συνέπεια μεταφέρθηκαν στην όμορη χώρα. Πιο συγκεκριμένα, το 1289, ο Κάρολος Β΄, επιθυμώντας να ενισχύσει την θέση του στην Ήπειρο, προτείνει τον γάμο του γιου του Φιλίππου του Τάραντος με την κόρη του Νικηφόρου Θάμαρ. Η πρότασή του έγινε δεκτή με ενθουσιασμό στο Δεσποτάτο αλλά ανησύχησε τον Αυτοκράτορα, ο οποίος έστειλε σημαντική δύναμη στην περιοχή για να την υποτάξει. Ο Δεσπότης Νικηφόρος ζήτησε αμέσως τη συνδρομή του συμμάχου του πρίγκιπα του Μορέως και του συγγενή του κόμητα Ορσίνι. Αυτοί συγκεντρώθηκαν στην Άρτα και κατευθύνθηκαν προς τα Γιάννενα. Οι βυζαντινοί, μόλις πληροφορήθηκαν το γεγονός, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και οπισθοχώρησαν προς τη Θεσσαλία, ενώ και ο στόλος απέπλευσε από τον Αμβρακικό. Η επιτυχία τους ευνόησε την αντιβυζαντινή μερίδα. Τελικά, το 1294 πραγματοποιήθηκε και ο γάμος Φιλίππου και Θάμαρ.
Στη συνέχεια, ο συγγραφέας, έχοντας ήδη παρουσιάσει και αναλύσει τις πηγές, ιχνηλατεί την πορεία των Ιερών Λίθων από τη Ναζαρέτ έως το Λορέτο. Ειδικότερα, ο Ιωάννης Α΄, Σεβαστοκράτορας της Θεσσαλίας γνώριζε ότι επέκειτο μουσουλμανική επίθεση στους Αγίους Τόπους. Έτσι, με τη δική του πρωτοβουλία και στήριξη, αποσπάστηκαν οι Ιεροί Λίθοι, οδηγήθηκαν στο λιμάνι της Άκρας, πριν από τις 18 Μαΐου 1291 οπότε και κατελήφθη από τους Μουσουλμάνους και από εκεί δια θαλάσσης, πιθανώς με έναν ενδιάμεσο σταθμό στο Δουκάτο των Αθηνών, έφτασαν στην Πύλη Τρικάλων. Εκεί, φυλάχθηκαν για ένα χρονικό διάστημα για να μεταφερθούν τελικά, μέσω Τζουμέρκων, στην Άρτα και πάλι δια θαλάσσης στο Λορέτο της Ιταλίας.
Το κείμενο της ιστορικής έρευνας του Χ. Κουδούνα ολοκληρώνεται, αφού καταλήξει στα συμπεράσματά του, με ένα σύντομο κεφάλαιο αφιερωμένο στους σύγχρονους και νόμιμους απογόνους της αυτοκρατορικής οικογένειας των Αγγέλων Κομνηνών, τους οποίους εκπροσωπεί ο ίδιος ο συγγραφέας, καθώς και στην ιστορική τους διαδρομή από τον Μεσαίωνα έως σήμερα. Στο τέλος, παρατίθεται η απαραίτητη βιβλιογραφία, το βιογραφικό και η εργογραφία του συγγραφέα.
Συνολικά, το συγκεκριμένο πνευματικό δημιούργημα πραγματεύεται ένα ιδιαίτερο θέμα. Διακρίνεται για την πυκνότητα των ιστορικών γεγονότων, την πληθώρα και ποικιλία των πηγών, την επιστημονική τεκμηρίωσή του, την άρτια δομή του, τον μεστό επιστημονικό του λόγο, κατανοητό και ευανάγνωστο ταυτόχρονα από τον πιο εξειδικευμένο επιστήμονα έως τον απλό λάτρη της ιστορίας. Πετυχαίνει να μας προσφέρει πολύπλευρη μόρφωση, πολυάριθμες και ποικίλες γνώσεις και βαθιά συναισθήματα. Κατορθώνει ακόμη να καταδείξει, με τρόπο αδιαμφισβήτητο, την κοινή ιστορική πορεία και διαδρομή ανατολής και δύσης, όπως και την οικουμενικότητα του πολιτισμού. Κατά συνέπεια, η παρουσία του θεωρείται απαραίτητη στη βιβλιοθήκη όχι μόνο του κάθε ιστορικού, αρχαιολόγου, ιστοριοδίφη, φίλου της ιστορίας, αλλά κυρίως του κάθε Ηπειρώτη που αγαπά την ιδιαίτερη πατρίδα του και ενδιαφέρεται για το ιστορικό της γίγνεσθαι.