[οι πιο κάτω περικοπές αφηγήσεων, είναι από το οδοιπορικό στη μετά-σταλινική Ρωσία του 53, της 11-μελούς ομάδας Ελλήνων προσκεκλημένων της Ρωσικής Κυβερνήσεως στην οποία, εκτός της Ελ. Βλάχου συμμετείχαν οι Αρτινοί: Γιάννης Μόραλης, Χρ. Κολιάτσος (δημοσιογράφος-«Καθημερινή»), Λευτ. Κοτσαρίδας (δημοσιογράφος -«Το Βήμα») και 7 ακόμη προσκεκλημένοι ].
Την πρόσκληση της τότε Σοβιετικής κυβέρνησης, Οκτώβριος του 1953, να επισκεφθούν τη Ρωσία εκπρόσωποι της πνευματικής, πολιτικής και δημοσιογραφικής ζωής από την Ελλάδα, ακολούθησε λίγες μέρες μετά η πολύωρη συνομιλία της Ελένης Βλάχου, ιδιοκτήτριας και διευθύντριας της εφημερίδας «Καθημερινή». με τον Ρώσο πρεσβευτή Σεγκέεβ. Φανερή, πλέον η διαπίστωση ότι οι Γκεόργκι Μαλένκωφ, Λαβρέντι Μπέρια και Νικίτα Χρουστσόφ, που διαδέχτηκαν τον αποθανόντα Ιωσήφ Στάλιν, τον Μάρτιο του 1953,.είχαν αποφασίσει να προχωρήσουν σε μια πολιτική φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος (σ.σ, αμνηστεύτηκαν άμεσα περίπου ενάμισι εκατομμύριο κρατούμενοι, χαλάρωσαν τα καταπιεστικά μέτρα κ.ά) στην οποία εντάσσονταν και η αναθέρμανση των σχέσεων της Σοβιετικής Ένωσης, με τη Δύση. «…Οι έντεκα Έλληνες που προσκλήθηκαν φέτος, πέρυσι, επί Στάλιν, δεν θα είχαν προσκληθεί. Ήταν μια ασήμαντη υπόθεση αυτό το ταξίδι; Μιας νέας μορφής προσπάθεια να χτυπηθεί ο αυξάνων φιλοαμερικανισμός των Ελλήνων; Προπαγάνδα, εκμετάλλευση της δεξιάς; Ποιος μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι όλη αυτή η απίθανη ιστορία έχει ελατήρια εχθρότητας και ότι δεν σημειώνει μια πρώτη χαραμάδα, ένα πρώτο βήμα προς τη μελλοντική εξαφάνιση του παραπετάσματος…», αναρωτιέται η Ελένη Βλάχου στη θαυμάσια αφήγησή της: «Εντυπώσεις από τη Ρωσία» (σ.σ, σελ.50 του βιβλίου της «Δημοσιογραφικά χρόνια, «ΠΕΝΗΝΤΑ ΚΑΙ ΚΑΤΙ», Τόμος Β΄), προφητεύοντας κατά μία έννοια τις εξελίξεις που ακολούθησαν αργότερα στην μετά Στάλιν Σοβιετική Ένωση. Σε αυτό το μεγάλο ταξίδι των 11 ελλήνων προσκεκλημένων στην πρώτη «μετά-Στάλιν» Ρωσία, δεν έλειψαν και κάποια άλλοτε δραματικά και άλλοτε πικάντικα περιστατικά, μεταξύ των Ελλήνων «συν-εκδρομέων», που εξιστορεί με γλαφυρότητα η αείμνηστη χρονογράφος της « Καθημερινής». Η οποία, ωστόσο, εν τη ρύμη αφηγηματικού λόγου της της δεν παραλείπει να φιλοτεχνήσει και το πορτρέτο του αείμνηστου Γιάννη Μόραλη. Σε κάποιες από αυτές, τις πραγματικά έξοχες περιγραφές του 25-ήμερου οδοιπορικού θα αναφερθούμε στη συνέχεια
«…Ξαφνικά, χωρίς κουβέντες, χαρτιά, διατυπώσεις, ο Ρώσος Πρόξενος στη Βιέννη Μπόρις Ναλιβάνκο μας είπε «περάστε» και ανεβήκαμε στο «Αεροφλότ», ένα επιβατικό αεροπλάνο δέκα οχτώ θέσεων που ανήκε ολόκληρο σε μας τους έντεκα. Ήμαστε μόνοι. Σε λίγο άρχισε να τσουλάει και παραδόξως τραβούσε κατ’ ευθείαν προς ένα οργωμένο χωράφι. Οδηγίες περί του «μη καπνίσματος» δεν είχαν δοθεί, ζώνες ασφαλείας δεν υπήρχαν. Κοιτάζαμε ακόμη να βρούμε τον διάδρομο απογείωσης, όταν ξαφνικά ο πιλότος «φουλάρισε» τα μοτέρ, και με ένα αγριεμένο βρυχηθμό όρμησε από το χωράφι προς τον ουρανό. Και μόνο όταν συνήλθαμε από τον πόνο των αυτιών και το βουητό τους, ταξιδεύαμε ωραιότατα πάνω από τα σύννεφα[…]. Σε λίγο μια κοπέλα ξεχτένιστη και με ύφος πολύ κακοδιάθετο έκανε την εμφάνισή της. Δεν μας πλησίασε, όμως διόλου και δεν μιλούσε άλλωστε καμία άλλη γλώσσα εκτός από ρωσικά. Προσπαθήσαμε να της επιστήσουμε την προσοχή ότι «χόλοντ», δηλαδή πολύ κρύο. Ντά, μας είπε και χάθηκε. Αλλά αυτό δεν ήταν τίποτε μπροστά στο αστειάκι-φαντάζομαι- του πιλότου. Αυτός κάθε τόσο έβγαινε από την καμπίνα του και έριχνε μια ματιά επάνω από την πόρτα που χώριζε το πιλοτήριο από το διαμέρισμα των επιβατών. Και εκεί που κοίταζε ήταν ένα ρολόι, και αριστερά από το ρολόι ένα θερμόμετρο, και δεξιά ένα υψόμετρο. Κοίταζε με προσοχή αυτό το πρωτόγονο υψόμετρο (σ.σ, όργανο μέτρησης του ύψους), σαν να μην είχε δικό του. Εκεί, λοιπόν μόνοι, τσουβαλιασμένοι σε αυτό το ψυχρό και αδιάφορο αεροπλανάκι της «Αεροφλότ», περάσαμε τις πιο απαισιόδοξες στιγμές όλου του ταξιδιού. Δεν ξέραμε που πηγαίναμε, τι μας περίμενε, ξέραμε μόνο ότι είμαστε αμπαροκλειδωμένοι σε έναν ιπτάμενο τενεκέ, από τον οποίο δεν μπορούσαμε να γλυτώσουμε. Το γενικό αίσθημα εξέφρασε ο Λευτέρης Κοτσαρίδας, ο οποίος σε μια στιγμή σηκώθηκε, μας κοίταξε όλους φιλοσοφικά, κούνησε το κεφάλι του και είπε: μπλέξαμε και ξανακάθησε εν μέσω γενικής σιωπής.… Αυτή ήταν πάντως και η δική μου εντύπωση, και μόνο το θέαμα της Μόσχας, οκτώ ώρες αργότερα, το θέαμα μιας ωραίας και πολιτισμένης μεγαλούπολης, το θέαμα εκείνο του παραμυθένιου ολόφωτου Πανεπιστημίου, μας έβαλε την καρδιά στον τόπο της. Έτσι Πέμπτη βράδυ, 5 Νοεμβρίου 1953, το αεροπλάνο της «Αεροφλότ» κατέβαζε στο αεροδρόμιο της Μόσχας την 11-μελή ομάδα των Ελλήνων προσκεκλημένων για μια 25-ήμερη συναρπαστική φιλοξενία στην πρόσφατη «μετά-σταλινική Ρωσία[…] (1). Με τις πιο πάνω γραμμές η Ε.Β περιγράφει το περιπετειώδες ταξίδι των Ελλήνων προσκεκλημένων από Αθήνα στη Μόσχα , μέσω Βιέννης (σ. σ, ίδετε. σελ.52 του ανωτέρω βιβλίου της). « Αλλά με την «Αεροφλότ» δεν συμφιλιωθήκαμε ποτέ[…]. Όταν κάποτε φθάσαμε στον προορισμό μας, το «Μακριά, παιδιά, από την «Αεροφλότ» ήταν βαθιά χαραγμένο στη συνείδησή μας. Τρένο, έλκηθρο με κίνδυνο να μας φάνε λύκοι, καλύτερα…. Αλλά όχι με «Αεροφλότ»» αποφαίνεται αναφερόμενη στις άσχημες εμπειρίες της, μαζί και των υπολοίπων 10 συνεπιβατών της, όχι μόνο στις πιο πάνω αναφερθείσες αλλά και στις ακολουθούσες: κατά την 7-ωρη πτήση: «Μόσχα- Τιφλίδα», όπως αργότερα και κατ’ εκείνη από Λένινγκραντ στο Ελσίνκι, πάλι με την «Αεροφλότ».
Στη συνέχεια η Ε.Β μιλάει για τις πρώτες εκπλήξεις στη Μόσχα, για τους νοσταλγούντες την πολυτέλεια Ρώσους πολίτες, :και το χλιδάτο ξενοδοχείο που φιλοξένησε τους Έλληνες προσκεκλημένους ,ενώ στη σελ.98 του ανωτέρω βιβλίου της περιγράφει με γλαφυρότητα την επίσκεψη των Ελλήνων προσκεκλημένων στο «Κρεμλίνο» του 1953(2) . Η ίδια γράφει σχετικά: «… η μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια «χλιδάτη» αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου καθαρού ρυθμού του 1900, η ωραία πόλη, ο άσχημος πληθυσμός, τα καταστήματα που μοιάζουν με πρατήρια, το ως άλλο μνημείο τέχνης Μοσχοβίτικο «Μετρό» με τους αλαβάστρινους πάγκους στους χώρους αναμονής και τους δίκην καθεδρικών ναών 38 σταθμούς είναι μια διαφορετική εικόνα για μας…». Αναφερόμενη στη συνέχεια στο πρόσωπο του Ρώσου πολίτη σημειώνει με μια δόση δηκτικότητας: «…Ο Ρώσος σέβεται τον πλούτο, το χρυσάφι, θαυμάζει αυτό που γυαλίζει, αποζητά την ομορφιά αλλά βιώνει τον καθημερινό εφιάλτη της παρακολούθησης. Άλλωστε ο ίδιος οφείλει να υπακούει, να πιστεύει, να εργάζεται, να μην κάνει τον έξυπνο, να μην ερευνά τίποτε που δεν βρίσκεται στο άμεσο περιβάλλον του, να μην αντιδρά στην αυστηρή παρακολούθηση της καθημερινότητάς του και να γνωρίζει ότι από την ώρα που γεννιέται έως την ημέρα που θα πεθάνει, βαθμολογείται[…]. Ενώ στην εμφανώς αρνητική κριτική της για τις παρατηρούμενες περί την λειτουργία του ξενοδοχείου που φιλοξένησε τους 11 Έλληνες ταξιδιώτες, σημειώνει: «Το πολυτελέστατο ξενοδοχείο «Σοβιέτσκαγια», με τα 500 δωμάτια που καταλύσαμε, ψυχρό, σιωπηλό, χωρίς τη ζωντάνια και φασαρία του πήγαινε-έλα των ξενοδοχείων της Δύσης και , εάν είναι δυνατόν, χωρίς θυρωρείο και χωρίς θυρωρό…». Λεπτομερής, ωστόσο, είναι στη συνέχεια η περιγραφή του Κρεμλίνου, για το οποίο επισημαίνειι: «…στο πραγματικό «Κρεμλίνο», το τεράστιο οχυρό που κρύβει μια ολόκληρη πόλη και πέντε αιώνες ρωσικής ιστορίας πίσω από τα βαθυκόκκινα τείχη του, είναι πολύ λιγότερο γνωστό από το άλλο Κρεμλίνο, το άϋλο και αόρατο, το σύμβολο της δυνάμεως, της βίας, της τρομοκρατίας, του μεγάλου κινδύνου[…]. Όταν διαβάζει κανείς τη φράση: «πίσω από τα τείχη του Κρεμλίνου, σπανίως φαντάζεται ότι οι άρχοντες της νέας Ρωσίας ζούνε πραγματικά πίσω από τα μεσαιωνικά τείχη της τελευταίας κατοικημένης Ακροπόλεως της γης. Καρδιά γεωγραφική και πολιτική της Μόσχας και όλης της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας, το Κρεμλίνο είναι ένα θηριώδες και μεγαλοπρεπέστατο εξάγωνο φρούριο, που υψώνει τείχη δέκα επτά μέτρων ύψους και έξι πάχους, επάνω σε ένα χαμηλό λόφο, μέσα στο κέντρο της πόλης. Έχει κρυμμένα και αθέατα από τον κοινό πολίτη δεκάδες κτίσματα, τριάντα ναούς, παλάτια, κτίρια, στρατώνες, φυλάκια[…]. Ο γνωστός δημοσιογράφος Μάξ Ήστμαν στο τελευταίο τεύχος του «Ρήντερς Ντάιτζεστ» περιγράφει το Κρεμλίνο και προσθέτει ότι σήμερα ακόμη θεωρείται το πλέον απρόσιτο μέρος της γης και ότι οι ελάχιστοι που κατορθώνουν να το επισκεφτούν, «μόλις τολμούν να κοιτάξουν ολόγυρά τους, τόσο περικυκλωμένοι βρίσκονται από οπλισμένους φύλακες και πολιτικούς αστυνόμους». Το Κρεμλίνο είναι ιερό και απροσπέλαστο έδαφος για εκατοντάδες εκατομμύρια υπηκόους που ακόμη και αν φθάσουν μέχρι Μόσχας δεν θα δουν παραπάνω από τις λίγες στέγες, τους λίγους χρυσούς τρούλους και το λευκό καμπαναριό του Ιβάν του Μεγάλου (Ιβάν ο Γ΄), που υψώνεται επάνω από τα τείχη του…».
Άξια μνείας, ωστόσο, είναι η ταξιδιωτική αφήγησή της Ε.Β, από την Τιφλίδα στη Μόσχα , όπου με μοναδική παραστατικότητα περιγράφει τη ρωσική στέπα: «…Όμως, αυτό που δεν περίμεναν να ζήσουν οι 11 Έλληνες προσκεκλημένοι (σ.σ, κατά το 25-ήμερο οδοιπορικό στην πρώτη μετά-Στάλιν Ρωσία) κατά την επιστροφή τους από την Τιφλίδα στη Μόσχα ήταν η μαγεία του Καυκάσου, η μολυβένια εικόνα της Μαύρης Θάλασσας και το πιο τρομερό από όσα έχει να προσφέρει η Ρωσία, το υπέρ-θέαμα της ρωσικής στέπας», είναι ένα χαρακτηριστικό απόκομμά της περιγραφής της..
«Και μετά από μια πολύ-ήμερη, και πολύ κοπιαστική διαδρομή, περάσαμε από τον σταθμό του Κουρσκ, ένα παλιό αρχοντικό μαρμάρινο οικοδόμημα στολισμένο με αγάλματα, το Οριόλ και την Τούλα, φθάσαμε στη Μόσχα, όπου κατάκοποι, ξετιναγμένοι, άυπνοι και με διαρκή πονοκέφαλο… τρέξαμε για το Μοσχοβίτικο ξενοδοχείο «Σοβιέτσκαγια, για λίγη ξεκούραση», διηγούνταν, μεταξύ των άλλων της επίσκεψης στη μετά-Στάλιν Ρωσία, ο αείμνηστος Χρ. Κολιάτσος, στο οικογενειακό τραπέζι, στο σπίτι της αδελφής του στον Άη Θόδωρο (σ.σ, ο γράφων ήταν παρών).,
Ακολούθως η χρονογράφος της «Καθημερινής» περιγράφει στο περιστατικό, με πρωταγωνιστή τον Γιάννη Μόραλη, που συνέβη στη «Γαλαρία Τρετιακόφ» (σ.σ, σημαντική πινακοθήκη της Ρωσίας που βρίσκεται στη Μόσχα, όπου είναι συγκεντρωμένα όλα τα έργα της ρωσικής ζωγραφικής) φιλοτεχνεί και το ιδιαίτερα κολακευτικό δημοσιογραφικό πορτρέτο του Αρτινού καλλιτέχνη εικαστικού. Η Ε,Β στη σελ. 122, του βιβλίου της γράφει σχετικά: «… ένα ολόκληρο πρωινό παίξαμε κρυφτό, κυνηγητό με μια νέα φανατική, πεισματάρα λιγνή κοπέλα, που ήθελε σώνει και καλά να μας τα πει, όπως την είχαν μάθει να διαφωτίσει όλη την ομάδα, και ιδιαίτερα τον ζωγράφο, τον Γιάννη Μόραλη. Εκείνον όμως δεν τον τσάκωσε ποτέ, ενώ από τους 11(Έλληνες δεν κατόρθωσε να μαζέψει παραπάνω από τρεις-τέσσερις, προς μεγάλη της έκπληξη και θυμό. Και τι φταίγαμε εμείς; Αφού εννοούσε να σταματάει επιμόνως μπροστά στα αθλιέστερα έργα για να μας μιλήσει , όχι για την τέχνη, όχι για την ζωγραφική, αλλά για το θέμα της εικόνας, για την έννοιά της, για τον φυλακισμένο που κοιτάει το άστρο της ελευθερίας, για το φτωχό παιδάκι που πεινάει— προσέξτε, η μάνα του κλαίει στη γωνία, γιατί την έδιωξε ο κακός αφέντης- για όλα τα λευκά πουλιά, τις φωτεινές ακτίνες, τις ανατολές που έχουν συμβολίσει τον ερχομό του κομμουνισμού…». Ενώ λίγο πιο κάτω, στη σελ. 123, η Ε.Β, με την μοναδική πένα της: σκιαγραφεί τον επιφανή καλλιτέχνη, σημειώνοντας: «Πολύ αγαπητός Αθηναίος (γεννημένος στην Άρτα το 1916), εξαίρετος καλλιτέχνης, ζωγράφος, χαράκτης, δάσκαλος. Μια λεπτή, ευγενικιά φυσιογνωμία, που πέρασε όλα τα τελευταία ταραγμένα χρόνια χωρίς φανατισμούς, χωρίς μίση, χωρίς φόβους. Πάντοτε κοντά στους ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες, συνδέθηκε στενά με εκλεκτούς φίλους, ερωτεύθηκε και παντρεύτηκε γοητευτικές γυναίκες[…..]. Η τέχνη του ήταν η δουλειά του, ο σκοπός της ζωής του και η πίστη του. Του χάρισε αναγνώριση και τιμές, βραβεία και θέση στα Μουσεία, δόξα και εμπορική επιτυχία, θέση σε κάθε καλόγουστο αθηναϊκό σπίτι. Όλοι οι συνοδοί μας στο ταξίδι της Ρωσίας, ημιεπίσημοι υπάλληλοι του Υπουργείου Τουρισμού, Ρώσοι και ελληνορώσοι, είχαν ξεχωρίσει τον Μόραλη σαν τον πιο συνεννοήσιμο από τους άλλους. Και η νεαρή Λαρίσα, ξανθιά Ρωσίδα αποσπασμένη ειδικά για να μυήσει τον Μόραλη στη σύγχρονη ρωσική ζωγραφική, δεν τον άφηνε βήμα από κοντά, οδηγώντας τον από τον ένα πίνακα με Στάλιν στον άλλον (περνούσε τις τελευταίες του μέρες δόξας) και τον αποχαιρέτησε με δάκρυα και ένα ασήκωτο «μπούστο» του Στάλιν, που με φόβο και τρόμο «λησμόνησε» ο Μόραλης σε μια γωνιά στο αεροδρόμιο[…] Η σαφήνεια και η λιτότητα χαρακτηρίζει τα έργα του. Ακόμη και μερικά που αντιμετώπισαν τη δυσχέρεια του μεγέθους, την υπερνίκησαν, όπως για παράδειγμα η σύνθεση του «Χίλτον». Είναι ζήτημα αν κανένα άλλο ξενοδοχείο στον κόσμο μπορεί να υπερηφανευθεί για ένα ωραιότερο έργο από αυτό που έχει χαράξει ο Μόραλης στη μαρμάρινη επιφάνεια του τοίχου που ορθώνεται στη μια όψη του «Χίλτον» στην Αθήνα».
«Αλλά και ο ίδιος ο Μόραλης», καταλήγει η Ε.Β,, «σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του (σ.σ, στην Καθημερινή τον Ιούλιο του 2008), εκτός από την πιο πάνω σύνθεση του «Χίλτον», μίλησε και για τον διάκοσμο, από τον ίδιο, της αίθουσας, δεξιώσεων του φεστιβάλ κινηματογράφου στις Κάννες, όπου, ως γνωστόν βραβεύτηκε η ελληνική ταινία «Τα παιδιά του Πειραιά». Συγκεκριμένα στην ερώτηση της δημοσιογράφου Μαργαρίτας Πουρναρά, για τι θυμάται από τις Κάννες, η απάντηση του Γιάννη Μόραλη ήταν: «Στην προβολή της ταινίας «Τα παιδιά του Πειραιά» στις Κάννες με φώναξε ο Ντασσέν να κάνω τον διάκοσμο για τη δεξίωση. Είχε φέρει μαζί του και τον Ζαμπέτα και τον Προβιά, έναν λαϊκό χορευτή. Κατάφερα να κάνω μια αίθουσα ροκοκό να μοιάζει με ελληνική ταβέρνα. Ο Προβιάς εντυπωσιάστηκε πολύ από το πάρτι και τους επισήμους. Προφανώς δεν είχε φύγει ποτέ από την Κοκκινιά και ξαφνικά βρέθηκε στις Κάννες. Όταν τον ρώτησε η Ελένη Βλάχου, πώς του φάνηκε η δεξίωση, ο Προβιάς είπε: «Τώρα είδα πώς θα ζήσω». Και πράγματι έκανε διάφορα ταξίδια στο εξωτερικό. Τον έπαιρνε ο Ζαμπέτας μαζί του. Με δύο λέξεις τα είπε όλα»».
————————————————————————————————-
(1) το 11-μελές γκρούπ Ελλήνων προσκεκλημένων μόλις είχε αφιχθεί στο αεροδρόμιο της Μόσχας. Από δεξιά προς αριστερά διακρίνονται: ο Γ. Μόραλης (με καπέλο) (2 ος), η Ελένη Βλάχου (με γυαλιά ηλίου)(3 η), ο Λ. Κοτσαρίδας (4 ος), ο Χρ. Κολιάτσος (με τραγιάσκα) (6 ος)
(2) οι Έλληνες προσκεκλημένοι στο «Κρεμλίνο», Από δεξιά προς τα αριστερά διακρίνονται οι Βουργαρελιώτες δημοσιογράφοι Λ. Κοτσαρίδας(2 ος), Χρ.Κολίατσος(3 ος), Ελένη Βλάχου(6 η), ο Γιάννης Μόραλης(11ος).