ΑΠΟΨΗ – press

Ο Αμβρακικός κόλπος στη γραμματεία της ύστερης αρχαιότητας και της βυζαντινής περιόδου

Της Κωνσταντίνας Ζήδρου

Ο Αμβρακικός κόλπος είναι ο βορειότερος μεγάλος κόλπος της δυτικής Ελλάδος, περιμέτρου 70 μιλίων, έκτασης περίπου 406 χλμ2 και μεγίστου βάθους 60μ. Μία σχεδόν κλειστή και προστατευμένη θαλάσσια περιοχή, η οποία λειτουργεί ως το υδάτινο διαχωριστικό ανάμεσα στην Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία.
Εκεί, εκβάλλουν δύο από τους σημαντικότερους ποταμούς της Ηπείρου, ο Λούρος και ο Άραχθος, μαζί με τους παραποτάμους και τους χειμάρρους τους, ενώ σχηματίζεται και πληθώρα από λιμάνια, κόλπους, ακρωτήρια, νησίδες, τρεις μεγάλες λιμνοθάλασσες, Ροδιάς, Λογαρού, και Τσουκαλιό και αρκετές μικρότερες. Ο μόνος δίαυλος επικοινωνίας του κόλπου με το Ιόνιο πέλαγος περιορίζεται στον πορθμό της Πρέβεζας, μήκους 6 χλμ., πλάτους μόλις 600μ και βάθους 5 – 15μ.
Γενικά, ο Αμβρακικός δύναται να χαρακτηριστεί ως ένα σύνθετο οικοσύστημα, αποτελούμενο από το διπλό δέλτα στις εκβολές των δυο ποταμών, το σύνολο των λιμνοθαλασσών και την περιβάλουσσα θαλάσσια περιοχή. Τα θερμά θαλάσσια ύδατα στο εσωτερικό του, η μειωμένη αλατότητα, το μικρό βάθος, οι προσχώσεις των ποταμών και οι ελάχιστες αναταράξεις από την ανοιχτή θάλασσα συνέβαλλαν στην ανάπτυξη μιας πλούσιας πανίδας και χλωρίδας τόσο υδρόβιων όσο και παρυδάτιων αλλά και χερσαίων μορφών ζωής, αρκετά από τα οποία τείνουν προς εξαφάνιση. Και η περιοχή όμως γύρω από τον κόλπο, όπου απαντούν γήλοφοι, πεδιάδες και βάλτοι, ξεχωρίζει για τη χλωρίδα της και τον εύφορο χαρακτήρα της, ευνοώντας την ανάπτυξη τόσο της γεωργίας όσο και της κτηνοτροφίας.
Εκτός όμως από ένα ιδιαίτερο σύνολο γεωμορφολογικών στοιχείων, όπου αναπτύσσεται και ένα μοναδικό οικοσύστημα, ο Αμβρακικός κόλπος θεωρήθηκε και ως μία στρατηγικής σημασίας θέση και αντίστοιχα ευνόησε την ανθρώπινη δραστηριότητα περιμετρικά του, διαχρονικά. Αδιάψευστοι μάρτυρες, εκτός από τα μνημεία και τα διάσπαρτα οικιστικά κατάλοιπα, αποτελούν και οι γραπτές πηγές.
Πιο συγκεκριμένα, τα πρώτο χωρίο εντοπίζεται στο έργο του γραμματικού του 1ου μ.Χ. αι. Αρποκρατίωνα, ο οποίος στο «Λεξικό» του και στο λήμμα Αμβρακία αναφέρει ότι επρόκειτο για μια κορινθιακή αποικία, κτισμένη στον Αμβρακικό κόλπο. Ο δεύτερος μ.Χ. αιώνας εκπροσωπείται αρχικά από δυο γεωγραφικά έργα. Στην «Αναγραφή της Ελλάδος» του Διονυσίου Καλλιφώντα συμπεριλαμβάνεται και η κορινθιακή αποικία Αμβρακία, η οποία τοποθετείται περίπου στη μέση του επονομαζόμενου Αμβρακικού κόλπου. Στη συνέχεια, ο μαθηματικός Κλαύδιος Πτολεμαίος, στη «Γεωγραφία» του, μας δίνει τις συντεταγμένες της Νικόπολης, τη μεγαλύτερη σε διάρκεια ημέρα της, σύμφωνα με τις ώρες φωτός και την απόστασή της από την Αλεξάνδρεια, διευκρινίζοντας ότι πρόκειται για τη Νικόπολη του Αμβρακικού κόλπου. Στον ίδιο αιώνα και ο Αίλιος Ηρωδιανός, στο «Περί καθολικής προσωδίας» έργο του, θεωρεί τη Θεσπρωτία πόλη και χώρα εκτός του Αμβρακικού κόλπου, τα Σύβοτα νησί και λιμάνι προς τον Αμβρακικό και την ακαρνανική πόλη Άκτιο, την ομώνυμη με το ιερό του Απόλλωνα, τη θέση και την πόλη στο μυχό του κόλπου ως την πρώτη ακαρνανική πόλη μετά τον Αμβρακικό. Τέλος και ο Κάσσιος Δίωνας, στη «Ρωμαϊκή ιστορία» του, μας πληροφορεί ότι ο Καίσαρας, αφού κατέλαβε τη θέση όπου αργότερα ιδρύθηκε η Νικόπολη, διαπίστωσε ότι από το συγκεκριμένο σημείο μπορούσε να εποπτεύει ολόκληρο τον κόλπο αλλά και την ανοιχτή θάλασσα προς την πλευρά των Παξών, ενώ αντίθετα τα δύο λιμάνια της περιοχής δεν ήταν ορατά από τα πλοία έξω από αυτόν. Από τον ίδιο συγγραφέα μαθαίνουμε ότι το ιερό του Ακτίου Απόλλωνα βρίσκεται στην αφετηρία του πορθμού του Αμβρακικού κόλπου, απέναντι από τα λιμάνια της Νικόπολης.
Συνεχίζοντας με την κατεξοχήν βυζαντινή εποχή και στην πρώτη της φάση την πρωτοβυζαντινή, συναντούμε αναφορές στα «Εθνικά» του Στεφάνου. Ο συγγραφέας, επίσης, θεωρεί τη Θεσπρωτία πόλη και χώρα εκτός του Αμβρακικού κόλπου, τα Σύβοτα νησί και λιμάνι προς τον Αμβρακικό, ενώ το Άκτιο ως τη θέση του ιερού του Απόλλωνα, τοπωνύμιο στον μυχό του κόλπου και την ακαρνανική πόλη κοντά στον Αμβρακικό όπου τελούνται γυμνικοί, ιππικοί και ναυτικοί αγώνες προς τιμήν του θεού του Φωτός. Στο Λεξικό του Φωτίου και στο λήμμα Αμβρακία επεξηγείται και πάλι ως η κορινθιακή αποικία στον Αμβρακικό κόλπο. Το ίδιο λήμμα απαντά πανομοιότυπο και στο μεσοβυζαντινό Λεξικό της Σούδας. Αντίστοιχα, στο Etymologicum Genuinum, όπως και στο Etymologicum Magnum του 12ου αι., η Αμβρακία χαρακτηρίζεται ως Ηπειρωτική πόλη από την οποία ονομάστηκε και η περιοχή καθώς και ο κόλπος Αμβρακιήων.
Μετά το μεσοβυζαντινό Λεξικό της Σούδας, ακολουθούν «Οι Παρεκβολές εις την Ομήρου Ιλιάδα» του Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Ευσταθίου του 12ου αι.. Σε ένα από τα σχόλια του για τον Αχελώο, αναφέρει ότι η παλαιότερη παράδοση υποστήριζε πως η αρχαία Ελλάδα βρισκόταν στην περιοχή γύρω από τη Δωδώνη και τους Σελλούς, από όπου έρεε ο Αχελώος και εν συνεχεία, μέσω της Αιτωλίας, χυνόταν στον Αμβρακικό. Για αυτόν τον λόγο στο μαντείο της Δωδώνης και πριν από κάθε χρησμό, οι ιερείς πρόσταζαν τους πιστούς να θυσιάσουν στον Αχελώο. Το ίδιο χωρίο εντοπίζεται και στα ανώνυμα σχόλια της Ιλιάδας. Αντίστοιχα στα «Υπομνήματα στον Διονύσιο τον Περιηγητή», ο Ευστάθιος συμπεριλαμβάνει τους Αμβρακιείς στα Ηπειρωτικά έθνη. Και εξακολουθεί ότι η Αμβρακία κόρη του Αυγίου και ο Άμβρακος γιος του Θεσπρωτού έδωσαν το όνομα στην ομώνυμη πόλη και τον αντίστοιχο κόλπο, τον Αμβρακιώτικο. Το ίδιο χωρίο υπάρχει αυτούσιο και στα ανώνυμα σχόλια στο έργο του περιηγητή.
Συνολικά, αρκετές, όχι όμως ικανοποιητικές σε σχέση με τη στρατηγική του σημασία, είναι οι αναφορές στον Αμβρακικό κόλπο, κυρίως στην προχριστιανική γραμματεία και σε σχέση με την Αμβρακία, τη Νικόπολη ή το Άκτιο. Οι πληροφορίες εμπεριέχονται, πρωτίστως, σε γεωγραφικά – περιηγητικά ή ιστορικά έργα αλλά και στα λεξικά της μεσαιωνικής περιόδου. Τα χωρία, σε αρκετές περιπτώσεις, εμφανίζονται πανομοιότυπα ή παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες, υποδεικνύοντας κοινά πρότυπα αλλά και γνώση των προγενέστερων έργων. Ωστόσο, πολύτιμες θεωρούνται οι πληροφορίες για τη γεωμορφολογία και την έκταση του κόλπου, τις πόλεις και τις διαφορετικές περιοχές που τον περιέβαλλαν, τα έθνη που τον κατοικούσαν, τη συμμετοχή του σε διάφορα γεγονότα και γενικά για τη σημασία του για την ευρύτερη περιοχή και την Ήπειρο γενικότερα.