ΑΠΟΨΗ – press

Τα υλικά δομής και ο τρόπος κατασκευής των βυζαντινών οχυρώσεων

Της ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑΣ
ΖΗΔΡΟΥ
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΥ

Ο γενικός κανόνας θέλει τα κάστρα και το σύνολο των οχυρωματικών έργων, από την αρχαιότητα έως την εγκατάλειψή τους στις αρχές του 20ου αι., να κατασκευάζονται από λίθους ευρισκόμενους στη γύρω περιοχή και σε κοντινή απόσταση. Είναι εύλογο ότι ένα οχυρωματικό έργο με τα τείχη, τους πύργους, τις ακροπόλεις αποτελούσε μία μεγάλη κατασκευή για την οποία απαιτούνταν τόνοι λίθων και επομένως δεν ήταν δυνατή η μεταφορά τους από μακρινές αποστάσεις.
Παράλληλα δε θεωρούνταν και σκόπιμη, καθώς ο προορισμός τους προσδιοριζόταν ως καθαρά χρηστικός και όχι διακοσμητικός. Κατά συνέπεια, δεν επικεντρώνονταν στην εμφάνιση αλλά στη σταθερότητα και την αντοχή. Εκτός των παραπάνω, έκαστη οχύρωση χρειαζόταν συχνές επισκευές, ιδίως μετά από μάχες και πολιορκίες, αλλά και εξαιτίας φυσικών καταστροφών ή της φθοράς του χρόνου. Ταυτόχρονα, στο εσωτερικό της θα υπήρχε μία μικρή ή μεγαλύτερη πόλη ή ακόμη και μια απλή στρατιωτική μονάδα για την προστασία κάποιας υψίστης σημασίας περιοχής. Αυτό σήμαινε και την παρουσία κτηρίων και διαφόρων οικοδομημάτων τα οποία επίσης ανανεώνονταν, πολλαπλασιάζονταν, επισκευάζονταν και είχαν ανάγκη από λίθους. Τέλος, πολύ συχνά και τα ίδια τα οχυρά έπρεπε να κατασκευαστούν ή να επισκευαστούν ταχύτατα, ανάλογα με τις ιστορικές συγκυρίες π.χ. ανάμεσα σε δύο πολιορκίες ή στην είδηση μιας επικείμενης επιδρομής κ.τ.λ.. Έτσι, εξαιτίας της συνεχούς ανάγκης για ανεύρεση και χρήση λίθων μεταξύ των υπολοίπων λόγων που λαμβάνονταν υπόψη για την κατασκευή ενός οχυρωματικού έργου σε μία θέση π.χ. σημασία περιοχής, φυσική οχύρωση, πόσιμο νερό, κλίμα κ.α. συμπεριλαμβανόταν και η αφθονία υλικών κατάλληλων για ανοικοδόμηση, εύκολων στη λάξευση και σε σχετικά κοντινή απόσταση.
Ως το βασικό υλικό κατασκευής ορίζεται ο λίθος, από τα κυκλώπεια προϊστορικά τείχη έως τη σύγχρονη εποχή, με ποικίλες βέβαια παραλλαγές από περιοχή σε περιοχή ως προς το είδος και τις ιδιότητές του, ανάλογα με τη γεωλογική ζώνη. Βέβαια, κατά τη γεωμετρική και αρχαϊκή εποχή χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή των τειχών ακόμη και συνολικά ωμές πλίνθοι, ενώ κατά το τέλος της ελληνιστικής, καθ’ όλη τη ρωμαϊκή και μέχρι τον 6ο μ.Χ. αι. τμηματικά και οπτές. Ωστόσο, από τον 6ο π.Χ. αι. οπότε και σταμάτησε η ευρεία χρήση των ωμών πλίνθων, στον ελλαδικό χώρο κυριάρχησε ολοκληρωτικά ο λίθος, επειδή ακριβώς αφθονούσε. Κατά τη βυζαντινή περίοδο, στην οχυρωματική τέχνη επικράτησε ως το βασικό και κυριάρχο υλικό. Αφού επιλεγόταν η περιοχή και το είδος του, αρχικά πραγματοποιούνταν η διαδικασία της εξόρυξης και πρώτης επεξεργασίας και εν συνεχεία η μεταφορά στο εργαστήριο κοντά στο μνημείο για την τελική επεξεργασία και χρήση. Οι μέθοδοι εξόρυξης και επεξεργασίας κατά τη βυζαντινή εποχή εμφανίζονται παρόμοιες με τις αντίστοιχες της κλασικής Ελλάδος, καθώς στο συγκεκριμένο τομέα παρατηρείται ελάχιστη εξέλιξη, ακόμη και έως τη μεταβυζαντινή περίοδο. Μόνο μετά τη βιομηχανική επανάσταση και την εφεύρεση διαφόρων μηχανών, η κατάσταση μεταβάλλεται ριζικά.
Στους αρμούς των λίθων και για την καλύτερη συνοχή τους απαντούν πλινθία και σπανιότερα τμήματα κεράμων, άλλοτε διάσπαρτα και άλλοτε σε κανονικές στρώσεις, άλλοτε μεμονωμένα και άλλοτε επάλληλα. Η χρήση πλίνθων και κεράμων, ανάμεσα στους λίθους, αποτελεί σήμα κατατεθέν την βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Οι πλίνθοι στους αρμούς των τειχών εμφανίζονται ήδη από την παλαιοχριστιανική περίοδο και μετά από μία σύντομη διακοπή, από τον 6ο έως τον 9ο αι., επανεμφανίζονται για να εξαπλωθούν και να κυριαρχήσουν από τον 10ο – 11ο αι. και έως το τέλος της βυζαντινής περιόδου, σε διάφορα συστήματα και με διάφορες παραλλαγές. Μάλιστα, σταδιακά, εξελίσσονται σε εξαιρετικά εκλεπτυσμένη τέχνη, με την τεχνική της κρυμμένης πλίνθου, το πλινθοπερίκλειστο σύστημα και τα διάφορα κεραμοπλαστικά κοσμήματα, χαρακτηριστικά των περιοχών και των εποχών και πηγή μεγίστης σημασίας για τη χρονολόγηση των οικοδομημάτων.
Τόσο οι πλίνθοι όσο και οι κέραμοι κατασκευάζονταν από προσεκτικά επιλεγμένο πηλό.. Έπρεπε να είναι αργιλώδης, χωρίς άμμο και ασβέστη για μεγαλύτερη αντοχή και μικρότερο βάρος. Αφού εξορυσσόταν από το έδαφος, είτε από την επιφάνεια είτε από μεγάλο βάθος, αναμειγνυόταν με νερό και πιθανώς και με άλλα υλικά γνωστά από την αρχαιότητα, προσφέροντας μεγαλύτερη συνοχή π.χ. ξηρό χόρτο. Το χρώμα του πηλού ποίκιλλε από περιοχή σε περιοχή, ανάλογα με την απόχρωση του χώματος. Μετά τη διαδικασία παραγωγής και πλασίματός του, η οποία προσομοίαζε με την αντίστοιχη της κλασικής Ελλάδος και γινόταν σε ειδικά εργαστήρια, τόσο οι κέραμοι όσο και οι πλίνθοι χύνονταν σε καλούπια, έπαιρναν το σχήμα τους και τοποθετούνταν, μαζί με τα αγγεία, στους κεραμικούς κλιβάνους για την όπτηση. Σε αντίθεση με τις πλίνθους, οι κέραμοι τύγχαναν μεγαλύτερης επιμέλειας, διαθέτοντας ποικιλία σχημάτων και διαστάσεων. Τέλος, εκτός από τις οπτές πλίνθους, οι οποίες εμφανίστηκαν στην αρχιτεκτονική κυρίως από το τέλος της ελληνιστικής περιόδου γιατί προϋπόθεταν μια δαπανηρή κατασκευή, χρησιμοποιήθηκαν και οι ωμές.
Σε πολλά βυζαντινά κάστρα για την καλύτερη συναρμογή και σταθερότητα των λίθων χρησιμοποιήθηκαν και ξύλινες δοκοί, όπως μαρτυρούν οι σωζόμενες, σε συνεχείς οριζόντιες γραμμές, οπές τόσο στα τείχη όσο και σε πύργους, στην εσωτερική και εξωτερική όψη τους. Θεωρείται όχι μία επινόηση των βυζαντινών αλλά μία αρχαία τεχνική που απαντά ευρύτατα στην κλασική αρχαιότητα και στη ρωμαϊκή εποχή, τόσο στα ιδιωτικά όσο και στα δημόσια οικοδομήματα, ακόμη και σε ναούς. Κατά την ύστερη ρωμαϊκή περίοδο όμως, το ξύλο αντικαταστάθηκε από οριζόντιες σειρές πλίνθων ανάμεσα στους λίθους, με αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα τα χερσαία τείχη του Θεοδοσίου στην Κωνσταντινούπολη. Η νέα τεχνική διαδόθηκε γρήγορα και επικράτησε καθ’ όλη τη βυζαντινή περίοδο. Κάστρα με σειρές λίθων και πλίνθων σώζονται πολυάριθμα σε ολόκληρη την επικράτεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και ανάγονται σε όλες τις φάσεις της. Ωστόσο, στην περίοδο ανάμεσα στον 6ο – 9ο αι. και ιδίως στην περιοχή της Μ. Ασίας, το ξύλο επανεμφανίζεται, εκτοπίζοντας τις πλίνθους. Πρόκειται για μια περίοδο ταραγμένη, κατά την οποία απαιτείται ταχεία ανέγερση οχυρών όσο το δυνατό λιγότερο δαπανηρών. Ο συνδυασμός ξύλου και λίθου αποτελεί μια γρήγορη, οικονομική και πρακτική τεχνική, σε αντίθεση με την περισσότερο χρονοβόρα και δαπανηρή παραγωγή πλίνθων. Η χρήση του ξύλου θα συνεχιστεί σε ορισμένα τμήματα της Αυτοκρατορίας και μέχρι τον 12ο – 13ο αι.