ΑΠΟΨΗ – press

Ο Κίτσος

Όταν έβγαλα το δημοτικό, με παρακίνησε κι εμένα ο πατέρας μου να πάω να δώσω εξετάσεις, να μπω στο γυμνάσιο, να μάθω πεντέξι γκλίτσες γράμματα, να χωθώ σε καμιά θεσούλα για να φάω ψωμί, μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει. «Άιντε, παιδί μου Κίτσιο, τράβα κι ο θεός βοηθός».
Πήγα. Μάλλον με πήγαν. Τρόμαξα όταν πάτησα στην πόλη το πόδι μου. Αλλιώτικος κόσμος, πολύ μεγάλος για τα μικρά μου μάτια! «Να είσαι προσεκτικός», με συμβούλεψαν οι μεγαλύτεροι. «Μη βιάζεσαι, να κάνεις ωραία γράμματα, να δείξεις πως τα παίρνεις τα γράμματα και σου αξίζουν τ’ άρματα»!
Πρώτο μάθημα έκθεση. Και πρώτη δοκιμασία. Μας βάλανε να καθίσουμε στα θρανία, μας δώσανε κάτι κόλλες μεγάλες και μας είπαν να γράψουμε τα στοιχεία μας. Και περνούσαν αμέσως για έλεγχο. Γραμμή δεν τράβηξα εγώ. Δεν κατάλαβα τι μας είπαν. Σταμάτησε πάνω απ’ την πλάτη μου ο επιτηρητής. «Γράψε, παιδί μου, τα στοιχεία σου», μου υπέδειξε. Τίποτα εγώ. «Τι στοιχεία;» έκανα να τον ρωτήσω. «Το όνομά σου, παιδί μου, πώς σε λένε;» επειγόταν εκείνος, ζωηρεύοντας τη φωνή του. «Κίτσιο», μου ξέφυγε ασυναίσθητα. «Κίτσο; Αυτό δεν είναι όνομα, είναι το χαϊδευτικό σου», με πήρε τώρα με το καλό. «Προφανώς σε λένε Χρήστο. Αυτό είναι το όνομά σου, ξέχνα το Κίτσος στο εξής, είσαι από τούδε ο Χρήστος κι αργότερα θα γίνεις ο Chris», με συμβούλευε, αλλά προφανώς, όπως κατάλαβα αργότερα, ήθελε κι εκείνος να παίξει μαζί μου, γιατί χαμπάρι δεν έπαιρνα με το εξής, το από τούδε και ιδίως το Chris! Η ουσία είναι πως έκτοτε το Κίτσιος πέρασε στο παρελθόν και μου ’μεινε δώρο το Chris και το Χρήστος.
Κι ήρθε αμέσως μετά ο κεραυνός! «Τουρκόγυφτοι περνούν», υπαγόρευσε κάποιος το θέμα. Ταρακουνήθηκαν τα σωθικά μου! Τι είναι τούτο; πήγα να φωνάξω. Έβαλα τα δυνατά μου, αλλά τίποτε το μυαλό μου. Εγώ δεν τους ήξερα ούτε ζωγραφιστούς αυτούς τους Τουρκόγυφτους, όχι να τους δω να περνούν κιόλας! Από πού να περάσουν οι δόλιοι; Απ’ τα μαντριά μας; Μου ήρθε να βάλω τις φωνές, νόμιζα πως θέλανε να παίξουν μαζί μας.
Δεν έγραψα τίποτα! Παρέδωσα την κόλλα και βγήκα με τα φτερά μου κομμένα. Κι εγκατέλειψα την προσπάθεια, βέβαιος ων πως δεν κάνω για γράμματα και πως η μοίρα μου είναι να μην το κουνήσω απ’ το χωριό ρούπι. Μια πίκρα κατέκλυζε τα στήθη μου. Με παρηγόρησαν οι δικοί μου και μου ’δωσαν θάρρος. «Τράβα, Κίτσιο μ’, και ξαναδώσε τον τρυητή», με παρακίνησε ο πατέρας μου. Είπα να μην του χαλάσω το χατίρι, αλλά ήμουν βέβαιος πως μ’ αυτά που σκέφτονται οι περίεργοι αυτοί δάσκαλοι, πάλι μπαστούνια θα τα βρω μπροστά μου.
Και όντως πήγαν πάλι να μας μπερδέψουν. «Τι γίνεται όταν σχολνούμε απ’ το σχολείο», μας υπαγόρευσε κάποιος σοφός! Μ’ έπιασε κρύος ιδρώτας. Κι έβλεπα πως θα την παραδώσω άγραφτη πάλι την κόλλα. Σκόνταψα σ’ εκείνο το σχολνούμε. Πρώτη φορά την άκουγα αυτή τη λέξη. Αφού μου πέρασε το πρώτο σοκ, έφερα γύρω τα μάτια ψάχνοντας να μου πει κάποιος τι πάει να πει αυτό το σχολνούμε. Μπορεί κάποιο παιδάκι να μου έκανε νόημα πως σχολνούμε θα πει τελειώνουμε το μάθημα, μπορεί να κατάλαβα και μόνος μου μες στην απόγνωσή μου, πήραν μπροστά οι μηχανές μου κι έβαλα το μολύβι μου κάτω προστάζοντας το χέρι μου να πιάσει δουλειά.
Και το μυαλό μου πέταξε στους στάβλους και τα κοτέτσια μας, στα πρόβατα και τα γίδια μας, στην αυλή μας, σε όλα αυτά που περνούσα την ώρα μου όταν σχολνούσα! Αλλά μ’ έπιασε και η αγωνία πώς να γεμίσω την κόλλα μου με τα φτωχά και τα ελάχιστα τούτα που έκανα στο χωριό μου μετά το σχολείο. Κάπως τα βόλεψα όμως κι έβαλα τα πράγματα στη σειρά: πρώτα κάθομαι και τρώω στο σοφρά μαζί με τις αδερφές μου, ύστερα βγάζω απ’ το γρέκι τα γίδια, μετά πάω να ποτίσω το γάιδαρο, παίζω και λίγο μακριά γαϊδούρα με τ’ άλλα παιδιά, καμιά φορά πάω κι αγοράζω στον μπακάλη πετρέλιο για τα λυχνάρια μας, για να διαβάζω το βράδυ, λιανίζω για το τζάκι μας ξύλα…
Τέτοια έγραψα πάνω κάτω, γέμισα την πρώτη σελίδα, έγραψα και στη δεύτερη και τον τσίμπησα τον καλό βαθμό. Κι έγινα κι εγώ γυμνασιόπαιδο κι άρχισα να το παίρνω επάνω μου πια και να το παίζω και λίγο μάγκας! Γιατί άνοιξε ο δρόμος μου και με πήγε μακριά από εκείνο που νόμιζα πως μου φτάνει.