ΑΠΟΨΗ – press

O Τράκιας

Με κατέκτησε απ’ την πρώτη στιγμή που τον γνώρισα. Όχι με την ομορφιά του, την κουβέντα του και τους καλούς τρόπους του. Απεναντίας: με κατέκτησε με την ασχήμια του, τις άτσαλες λέξεις του και τις απίθανες χοντροκοπιές του. Δεν είχαμε κλείσει και οι δύο τα 8 χρόνια όταν συναντηθήκαμε στο χωριό του σε κάποιο κοινό συγγενικό σπίτι. Και κάναμε τις συστάσεις.
«Εσένα πώς σε λένε;» τον ρώτησα ευθύς μόλις θάρρεψα.
«Δηδηδηδημητγάκ’», βγήκε μια παρασάνταλη φωνή απ’ το στόμα του και τα στραβά βρόμικα δόντια του.
Μου ήρθε να γελάσω, αλλά φοβήθηκα.
«Έχουμ’ του ίδιο όνομα», του κάνω.
«Και και και πππώς σσσε λιένε ιιιιισσσσένα;» έδειξε ενδιαφέρον να μάθει.
«Μήτσιου», του απάντησα αμέσως.
«Α, ιιιιιμμμένα μμμε λιένννε Δηδηδηδημητγάκ’, δδδε μμμε λλλιένε Μμμμμήτσιου», αντέδρασε με λίγο θυμό και μ’ έβαλε στη θέση μου.
Κι είχε δίκιο, εδώ που τα λέμε, ο Δημητγάκ’ς. Γιατί αυτόν ποτέ δεν το φώναξαν Μήτσιο, καθώς φωνάζανε εμένα. Αλλά επειδή το Δημητράκης είναι μακρύ όνομα, συγγενείς και φίλοι του στο χωριό έκαναν μια μικρή περικοπή και του βγάλανε το χαϊδευτικό Τράκιας. Κι ήταν ο Τράκιας ένας ατίθασος νέος! Ούτε σχολείο ούτε άλλα τέτοια βάσανα περί γραμμάτων και τεχνών. Και σαν μεγάλωσε λίγο, ένιωθε να μην τον χωρά το χωριό και το σπίτι του και το ’πιανε κάθε μέρα στην πόλη. Και επιδιδόταν σε κάθε λογής κατεργαριές για να μπορέσει να επιβιώσει, δεδομένου ότι κανείς δεν τον έπαιρνε για δουλειά, όχι πως ήταν κι ο ίδιος κανένας φανατικός οπαδός της!
Και σαν παιδί κι αυτό, έμαθε να καπνίζει, να πίνει και γενικώς ν’ ακολουθεί τις συνήθειες των άλλων παιδιών. Μα από λεφτά γιοκ! Και σοφιζότανε το μυαλό του διάφορες δουλειές του ποδαριού για να βγάζει το πακέτο του και να παραγγέλλει έναν καφέ ή ένα ουζάκι, οσάκις δε βρισκόταν κανένας εκεί χωριανός του ή φίλος του να τον κεράσει ή δεν είχε κάνει ακόμη με τον καφετζή γνωριμίες. Έκλεβε κανένα λεμόνι και το πουλούσε στη Λαϊκή, συνόδευε κανέναν μικροπωλητή στις εξορμήσεις του για παρέα, έκανε τίποτε μικροθελήματα… Δεν ενοχλούσε, ωστόσο, τον κόσμο, αν και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τον ενοχλούσαν για να τον ακούνε να βρίζει με τα παρατεταμένα του σύμφωνα και φωνήεντα και να μπερδεύεται η γλώσσα του με τα ρο που δεν κατάφερνε να προφέρει.
Και δεν παρέλειπε ο Τράκιας να πειράζει και κανένα κορίτσι που του άρεσε, χωρίς φυσικά να ξέρει κι εκείνος γιατί. Αλλά ήταν τότε της μόδας το πείραγμα και το κόλλημα. Το έπιανε σε καμιά γωνιά κι όταν περνούσε δίπλα του το κορίτσι, επιχειρούσε ο δόλιος να της πιάσει κουβέντα. Μα ώσπου να βρουν το δρόμο οι λέξεις του και να ολοκληρώσει την πρότασή του, εκείνο είχε πλέον απομακρυνθεί και πήγαινε χαμένος ο κόπος του Τράκια.
Μα ήταν αποθέωση ο Τράκιας όταν είχε τα κέφια του. Γιατί όταν ξέμενε από… δουλειές και λεφτά, το έριχνε στη γύρα και ζητούσε από φίλους, γνωστούς και αγνώστους κανένα κέρμα. Και βαραίνανε οι τσέπες του απ’ τα μεταλλικά. Κι όταν αισθανόταν πως του αρκούσαν οι φιλανθρωπίες, έπιανε στην πλατεία το παγκάκι και μετρούσε τα κέρματα για να κάνει στο τέλος ταμείο. Κι ήταν κάποιες κακές γυναίκες που του βγάλανε τη βρόμα πως άνοιγε εικονοστάσια και μάζευε απ’ τα κουτάκια τα κέρματα.
«Πού τα ’βρες, ωρέ Τράκια, τόσα πολλά λιανώματα;» τον πείραξε μια χωριανή του κάποιο μεσημέρι εκεί στην πλατεία.
«Ποιον άγιο άν’ξες, μαρέ;» συνέχισε χειρότερη η άλλη.
Τις κοίταξε στην αρχή άγρια ο Τράκιας, μα πήρε ύστερα το χαζό και αστείο του ύφος και το ’ριξε χαμογελώντας στο νταηλίκι.
«Όποιον μμμμ’ γγγουστάγ’ άαααν’ξα», φώναζε για ν’ ακούνε και οι άλλοι τριγύρω. Και συνέχισε με λόγια που τις αφόπλισαν: «Και και και τι ττττα θθθέλ’ ου άαααγιος τττα λλλιπτά; Τττγώει ο άαααγιος, πππίν’ ο άαααγιος, κκκκαπνίζ’ ο άαααγιος; Ιγώ κι κι κι τττγώω κι κι κι πππίνω κι κι κι κκκαπνίζω… Ιιιισάς τττι σσσσας νοιάζ’ α; απ’ απ’ απ’ τ’ τζτζτζέπ’ σας τττα πππήγα;»
Το βουλώσανε εκείνες. Και δεν ασχολήθηκαν άλλο.
Δεν έζησε ο Τράκιας πολύ. Έφυγε νωρίς. Ελάχιστα πράγματα χάρηκε στη ζωή του. Ήταν πολύ άδικη η φύση μαζί του. Αλλά ήταν και μια ευχάριστη πινελιά στη μικρή κοινωνία μας. Ένας άνθρωπος που ανήκε σε όλους εξίσου μαζί. Γιατί δεν ανήκε, δυστυχώς, χωριστά σε κανέναν.