ΑΠΟΨΗ – press

Η θέση του βιβλίου στη βυζαντινή εποχή: Τα υστεροβυζαντινά εργαστήρια παραγωγής χειρογράφων

Γράφει η Αρχαιολόγος Κωνσταντίνα Ζήδρου

Σε διάφορες πηγές, όπως και στα ίδια τα χειρόγραφα, έχει εντοπιστεί ένας σημαντικός αριθμός γραφέων της παλαιολόγειας περιόδου οι οποίοι υπογράφουν και ως αναγνώστες, δύο θέσεις με άμεση σχέση και συνάφεια. Βέβαια, η θέση του αναγνώστη αγιογραφικών κειμένων θεωρούνταν συνηθισμένη, ενώ συχνά εξασκούσαν και κάποιο άλλο επάγγελμα. Έτσι, απαντούν αναγνώστες μοναχοί, ζωγράφοι, καλλιτέχνες κάθε είδους, ακόμη και γαιοκτήμονες κ.α. Γενικά, οι αναγνώστες διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς που μένουν στους κόλπους της εκκλησίας και ανέρχονται στην ιεραρχία, φτάνοντας έως τα πιο υψηλά αξιώματα και σε όσους παραμένουν στάσιμοι ή και εγκαταλείπουν τη θέση τους. Τέλος, υπάρχουν και αρκετές πληροφορίες για τις οικογένειες τους.

 Γενικά, στην υστεροβυζαντινή περίοδο και σε αντίθεση με τις προγενέστερες εποχές που η πλειονότητα των γραφέων ήταν μοναχοί ή κληρικοί, η πλάστιγγα αρχίζει να γέρνει, συνεχώς, υπέρ των λαϊκών. Ειδικότερα, κατά τη μεσοβυζαντινή  περίοδο,  οι  λαϊκοί  αποτελούσαν  μία  μικρή  μειοψηφία και κυριαρχούσαν  απόλυτα οι μοναχοί, κατά τον 13ο αι. παρατηρείται μία ισορροπία δυνάμεων, ενώ ο αριθμός των λαϊκών αυξάνεται, καταλυτικά, κατά τον 14ο αι. Η συγκεκριμένη τάση οφείλεται στην ανάγκη για γρήγορη και πιο οικονομική παραγωγή κωδίκων και στην ταυτόχρονη αποδοχή της ανάγκης αυτής από τα μεγάλα μοναστήρια, καθώς δέχτηκαν να παραχωρήσουν παραγγελίες και σε λαϊκούς, ανοίγοντας έτσι την αγορά εργασίας, την οποία κατείχαν, σχεδόν αποκλειστικά, έως τώρα, επισπεύδοντας, παράλληλα, την παραγωγή και μειώνοντας το κόστος. Τέλος, ως γραφείς, κατά κανόνα, απασχολούνταν άνδρες. Ελάχιστα ονόματα γυναικών έχουν βρεθεί στις πηγές και ενδεικτικά του συνολικού αριθμού τους Πάντως, στο Βυζάντιο, οι γυναίκες, είτε μοναχές είτε λαϊκές, διαδραμάτισαν πολύ μικρό ρόλο στην παραγωγή κωδίκων. Αντίθετα, στη Δύση, συνεργάζονταν, άμεσα, στα εργαστήρια με τους συζύγους τους. Η κληρονομική διαδοχή από πατέρα σε κόρη συγκαταλέγεται στις εξαιρέσεις. Βέβαια, οι γυναίκες γραφείς είναι πολύ περισσότερες από τις γυναίκες ζωγράφους. Αλλά ουσιαστικά και τα δύο δύναται να χαρακτηριστούν ως ανδροκρατούμενα επαγγέλματα.

Αναφορικά με τον ρόλο των γραφέων, παρατηρούμε ότι ένας επαγγελματίας γραφέας θεωρούνταν ως καλλιγράφος, εξειδικευμένος σε συγκεκριμένα είδη κειμένων, αντιγράφοντάς τα κατά κανόνα,  χωρίς βέβαια αυτή του η εξειδίκευση να αποκλείει την ενασχόλησή του και με άλλα κείμενα, ανάλογα με τις εκάστοτε παραγγελίες.  Επιπλέον, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο γραφέας φιλοτεχνούσε και τα ποικίλα γεωμετρικά και φυτικά μοτίβα, ακόμη και τις μικρογραφίες, διατηρώντας, ανάλογα, μία διπλή ή τριπλή ιδιότητα. Πιο σπάνια εμφανίζεται η περίπτωση ενός γραφέα – καλλιτέχνη που λειτουργεί, αποκλειστικά, ως καλλιτέχνης σε κώδικα άλλου γραφέα. Γενικά, ο συνδυασμός γραφέα – καλλιτέχνη θεωρείται συνηθισμένος, ήδη από τη μεσοβυζαντινή εποχή.

 Συνολικά, τα βυζαντινά εικονογραφημένα χειρόγραφα δεν παράγονταν με μία συγκεκριμένη μέθοδο. Αντίθετα, αποτελούσαν ένα σύνθετο σύνολο, απαιτώντας την αρμονική συνεργασία περισσότερων προσώπων για τη γραφή και τη διακόσμηση. Οι συνδυασμοί των συμμετεχόντων ποικίλουν και δε βασίζονται σε κάποιον κανόνα. Ορισμένοι από τους συνηθέστερους είναι οι ακόλουθοι: ο γραφέας να εκτελεί και ολόκληρη τη διακόσμηση, ο γραφέας που εκτελεί και την ανεικονική διακόσμηση και ένας μικρογράφος ή ακόμη ένας γραφέας για το κείμενο και ένας καλλιτέχνης για τη διακόσμηση συνολικά. Τέλος, σε μεγάλα, πολυτελή χειρόγραφα παρατηρείται απόλυτη εξειδίκευση, καθώς συμμετέχουν ξεχωριστοί γραφείς, κοσμηματογράφοι και μικρογράφοι. Βέβαια, η διάκριση των ευθυνών του καθενός δεν είναι απόλυτη. Έτσι, ο καλλιτέχνης μπορεί να ασχολείται και με κάποια κωδικολογικά στοιχεία, όπως η αρίθμηση των τευχών  ή  η  γραφή  των  κολοφώνων και ο γραφέας, με τη σειρά του, να κατασκευάζει κάποια σχέδια π.χ. στα πρωτογράμματα. Ουσιαστικά, όμως, στην παραγωγή χειρογράφων υπήρχε εξειδίκευση και ξεκάθαρος διαχωρισμός μεταξύ γραφέα καλλιτέχνη ή καλλιτεχνών, ο οποίος δύναται να σκιαγραφηθεί από τον 10ο αι., ενώ κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο θα γίνει ο κανόνας, χωρίς να λείπουν βέβαια και οι εξαιρέσεις. Κάθε επαγγελματίας είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για τον τομέα της ειδικότητας του. Ωστόσο, ο εντοπισμός τους δυσχεραίνεται από το γεγονός ότι στους κολοφώνες αναφέρεται πάντα πρώτο και συχνά αποκλειστικά το όνομα του γραφέα και σπανιότερα γίνεται νύξη στη διακόσμηση ή στο όνομα του καλλιτέχνη.

Οι παραπάνω σχέσεις συνεργασίας οδηγούν, αμέσως, στο ερώτημα για την οργάνωση, σύνθεση και λειτουργία των εργαστηρίων. Οι περισσότερες πληροφορίες προέρχονται από τη μελέτη των ίδιων των κωδίκων, έμμεσα στοιχεία από την παλαιογραφία, την κωδικολογία, τη διακόσμηση, όπως και άλλες πηγές π.χ. κείμενα, διαθήκες, αρχεία, ευρήματα ανασκαφών κ.α., αναφερόμενες, γενικότερα, στους βυζαντινούς τεχνίτες. Τα αποτελέσματα των περιορισμένων ανασκαφών σε βυζαντινές πόλεις και η ταυτόχρονη μελέτη των πηγών της παλαιολόγειας περιόδου συνέβαλαν στη σκιαγράφηση της εικόνας των εργαστηρίων της πρωτεύουσας, η οποία θα ακολουθούνταν, με ελάχιστες παραλλαγές, σε όλο το Βυζάντιο. Ειδικότερα, όλα τα εργαστήρια των τεχνιτών και των εμπόρων βρίσκονταν συγκεντρωμένα στην ίδια συνοικία, σε συγκεκριμένους εμπορικούς δρόμους για κάθε ειδικότητα και ήταν οργανωμένα σε συντεχνίες. Επιπλέον, τα εργαστήρια και ταυτόχρονα καταστήματα κάλυπταν μικρούς χώρους, στεγαζόμενους εντός της οικίας του εκάστοτε τεχνίτη και στην πρόσοψή της, ενώ περιβαλλόταν από αποθηκευτικούς και βοηθητικούς, τόσο του εργαστηρίου όσο και της οικίας, χώρους.

                                                                          Κωνσταντίνα Ζήδρου

                                                                               Αρχαιολόγος