ΑΠΟΨΗ – press

Ο Μάκιας

Έφυγε μ’ ένα όνειρο για τα καράβια. Μάλλον με δύο. Ή αλλιώς, δύο σε ένα: να βρει ένα καλό κορίτσι να παντρευτεί και να της φτιάξει ένα κουκλίστικο σπίτι για να την κάνει βασίλισσα εκεί μέσα. Πριν πάρει τα μάτια του για τη θάλασσα, δεκάρα δε σταύρωνε στο χωριό. Μεροδούλι, μεροφάι. Κι όπως ήταν φυσικό, δε σταύρωνε και κορίτσι να στεφανωθεί. Και το ’θελε ο έρμος πολύ. Αλλά ποια να τον έπαιρνε φτωχό παιδί εν μέσω πολλών αδερφών που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα; Κι έτσι άλλος δρόμος δεν του ’μενε παρά ο δρόμος της θάλασσας.
Και τράβηξε για τον Πειραιά να βγάλει ναυτικό φυλλάδιο ο Μάκης, που τον βάφτισε Σεραφείμ ο νουνός, αλλά κανείς ποτέ δεν τον φώναξε Σεραφείμ, τον είπαν απ’ την αρχή Μάκια, μα εκείνος το έκανε Μάκη όταν πήγε φαντάρος και του φαινόταν αβάσταχτο να τον φωνάζουν κι εκεί Μάκια, καθώς έφερνε πάντα στο νου του τις κοροϊδίες των κοριτσιών που του φωνάζανε στο σχολειό «Μάκια, μάκια, μάκια, μάκια στο λαιμό και στα χειλάκια». Και το καθιέρωσε Μάκης.
Είκοσι πέντε χρονών μπάρκαρε στα καράβια ο Μάκης. Δύσκολη υπόθεση η θάλασσα. Και τα ταξίδια μια περιπέτεια αβάσταχτη. Μα πολλά τα λεφτά. Ένα μηνιάτικο στο βαπόρι ήταν όσο έβγαζε μια χρονιά μεροκάματα στο χωριό. Μια δυο φορές το μήνα που έπιανε το καράβι λιμάνι, εκείνος απέφευγε τις γυναίκες και τις σπατάλες. Έκανε οικονομία. Κι όταν πέρασαν κάπου δυο χρόνια και γύρισε στο χωριό ματσωμένος με το δολάριο τίγκα στην τσέπη, μπορούσε τώρα πια, φορώντας αμερικάνικα τζιν και μπλουζάκια, να φέρνει στα μαγαζιά γύρω και να κερνάει τους μπατίρηδες χωριανούς του, παίζοντας ταυτοχρόνως και τον ζεν πρεμιέ κι επιδεικνύοντας στις κοπέλες τις γνώσεις του και τα πλούτη του!
Ένα χρόνο μετά παντρεύτηκε την Κατρίν. Κατερίνα τη φώναζε ο κύκλος των συγγενών της, αλλά το έκανε εκείνη Κατρίν και το καθιέρωσε μεταξύ των φιλενάδων της και των συμμαθητριών της, ευθύς μόλις έφυγε απ’ το χωριό και πάτησε το πόδι της στο γυμνάσιο. Μα ήταν έξυπνη και μπασμένη η Κατρίν. Μπορεί να μη σπούδασε και να μην έγινε κι εκείνη δασκάλα, καθώς πολλές συμμαθήτριές της, αλλά ουδόλως αυτό την πτοούσε, γιατί διάβαζε μοντέρνα περιοδικά κι άκουγε μουσική και παρακολουθούσε τη μόδα κι είχε όνειρο να γίνει φωτομοντέλο μια μέρα, μανεκέν και ηθοποιός. Και δεν καθυστέρησε να τα φτιάξει μαζί του, ελπίζοντας πως με τα ταξίδια που έκανε και τα χρήματα που έβγαζε θ’ άνοιγε τα πανιά της κι η δική της ζωή και σ’ άλλους γαλαξίες θα πετούσε.
Μπιμπελό η Κατρίν. Όμορφη και ναζιάρα. Και κολλημένη πάνω στον Μάκη, που την αγάπησε παθιασμένα και την είχε καμάρι του. Και την εμπιστεύτηκε απόλυτα, μόλο που διατηρούσε ακέραιες τις σχέσεις της με τις παλιές φιλενάδες της, ακόμη και με τους παλιούς φίλους της. Μα διψούσε τώρα για επίδειξη και την κυρίευε εξολοκλήρου η έπαρση. Και δεν της χαλούσε τα χατίρια ο Μάκης, που ήθελε κι εκείνος να ξεφύγει απ’ τη μοίρα του και ν’ ανοίξει έναν νέο κύκλο ζωής. Κι όταν φούσκωσαν στην τράπεζα οι λογαριασμοί, αποφάσισαν πως ήρθε η ώρα να φτιάξουν το σπίτι των ονείρων τους. Κι ανέλαβε η Κατρίν όλο το βάρος, ένεκα που το οικόπεδο δίπλα στη θάλασσα ήταν δικό της και θα ’βγαζε ως εκ τούτου και την άδεια στ’ όνομά της: μηχανικοί, σχέδια, συμβόλαια, ΙΚΑ, χαρτιά, υλικά, πληρωμές. Ο Μάκης έστελνε απ’ την άκρη του κόσμου τα εμβάσματα των κυμάτων. Κι ονειρευόταν την ώρα που θα ξεμπαρκάρει και θα δει ζωντανό το παλατάκι μπροστά του.
Και ξεμπάρκαρε κάποτε. Ύστερα από δύο χρόνια ταξίδια χωρίς να πάρει ανάσα. Για να μαζέψει περισσότερο χρήμα και να μη λείψει τίποτε της Κατρίν. Κι έφυγε βολίδα να πέσει στην αγκαλιά της και να περάσει την πρώτη του νύχτα σαν πρίγκιπας στο καινούργιο του σπίτι. Κρατώντας στην αγκαλιά του τη γλυκιά του γυναίκα που τη στερήθηκε δύο ολόκληρα χρόνια.
Μα το σπίτι κλειστό. Αμπαρωμένες οι πόρτες, κλειστά τα παράθυρα, μια σιωπή κάτω απ’ το σούρουπο κι η θάλασσα μπρος του κατάμαυρη. Του ’ρθε ναυτία. Και τον ζώσανε οι εφιάλτες.
«Η Κατερίνα έφυγε μ’ έναν πρώην της», τον ενημέρωσαν κάποιοι φίλοι του. «Και το σπίτι;» ρώτησε ξέπνοα εκείνος. «Ποιο σπίτι; δεν έχεις να κάνεις εσύ απ’ αυτό. Είναι γραμμένο στ’ όνομα της… γυναίκας σου», τον κατατόπισαν και τον ξανάστειλαν άρον άρον στη θάλασσα πάλι. Να φουντάρει ξεκίνησε, αλλά στο δρόμο το ξανασκέφτηκε και μπάρκαρε εκ νέου φεύγοντας γι’ άλλες μακρινότερες πολιτείες!