ΑΠΟΨΗ – press

Οι κατασχεμένοι

Δεν ένιωσε κάποια ιδιαίτερη έκπληξη όταν είδε τους δυο χωροφύλακες να στέκονται στην είσοδο του μαγαζιού του κρατώντας στα χέρια τους ένα μάτσο χαρτιά. Παλιά καραβάνα ο Λάμπρος ο βιβλιοπώλης σ’ αυτά, σεσημασμένος αριστερός με αδερφό στο «σιδηρούν παραπέτασμα», μπήκε αμέσως στο θέμα.
«Καλώς τα παιδιά», τους υποδέχτηκε και πρότεινε να τους παραγγείλει καφέ, γνωρίζοντας τη βέβαιη άρνησή τους, καθώς ήταν ανεπίτρεπτο τα όργανα τάξης να δέχονται κεράσματα από κομουνιστές, και μάλιστα εν στολή και εν ώρα υπηρεσίας!
«Πρώτα το καθήκον», τον αναμέρισε ο αρχαιότερος και μπούκαρε μέσα με ύφος κατακτητή.
Δεν πτοήθηκε ο Λάμπρος, ήξερε πολύ καλά το λόγο της πρωινής τους επίσκεψης. Δεν είχαν περάσει παρά μόνο δύο μήνες αφότου οι συνταγματάρχες κατέβασαν την 21η Απριλίου τα τανκς και επέβαλαν τη δικτατορία, για να σώσουν τη χώρα απ’ τον κομουνισμό! Και δεν παρέλειψαν τις αμέσως επόμενες μέρες να κουβαλήσουν τους αριστερούς και τους συνοδοιπόρους τους στις τοπικές αστυνομικές αρχές, προκειμένου άλλοι να υπογράψουν δήλωση συμμόρφωσης κι άλλοι, τα σκληρά καρύδια και οι αρνητές της συμμόρφωσης, να προωθηθούν στα νησιά για τα περαιτέρω. Κι ο Λάμπρος, που είχε οικογένεια και δεν έχει διάθεση για… διακοπές στα νησιά, υπέγραψε και γύρισε σπίτι του, συνεχίζοντας τη δουλειά του βιβλιοπώλη.
Ανοίξανε τα χαρτιά τους εκείνοι πάνω στο γραφείο τού καταστήματος και τον φώναξαν δίπλα τους. Και με ύφος επίσημο και βλοσυρό τού υπέδειξαν τους τίτλους των βιβλίων που όφειλε, σύμφωνα με τις διαταγές, να αποσύρει εν τω άμα απ’ τα ράφια του μαγαζιού του. Βιβλία του Μαρξ και του Ένγκελς, του Γιάννη Κορδάτου, του Τάσου Βουρνά, βιβλία κομουνιστικά και αναρχικά, τέτοια. Μα γάτα ο Λάμπρος. Είχε ήδη φροντίσει και απέσυρε απ’ το κατάστημα μερικές εκατοντάδες απ’ αυτά τα βιβλία, καθώς είχε από νωρίς μυριστεί πως έπιασε η λογοκρισία δουλειά και κινδύνευε να πάει στην πυρά το μισό μαγαζί του.
«Πόστιασέ τα εδώ να βλέπουμε να τσεκάρουμε, διαταγές εκτελούμε», του έδωσαν εντολή και τον στείλανε στα ενδότερα.
Κουβάλησε εκείνος, τσεκάρανε εκείνοι, ρωτήσανε πού είναι το τάδε βιβλίο, πού είναι το δείνα, γιατί λείπουν εκείνα, τι γίνανε τ’ άλλα, έκανε ο Λάμπρος τον ψόφιο κοριό, αυτά που βλέπετε είναι, δεν υπάρχουν άλλα, μπέστε μέσα και κοιτάξτε και μόνοι σας, απαντούσε στα επίμονα ερωτήματά τους, βέβαιος ων πως θα φύγουν με κατεβασμένα τ’ αφτιά και το καλάθι σχεδόν αδειανό από τα απαγορευμένα βιβλία του κομουνισμού!
Δεν καθυστερήσανε εκείνοι. Παράτησαν τα χαρτιά τους στον πάγκο και χώθηκαν στα ενδότερα ψάχνοντας με το μάτι γαρίδα στα ράφια.
«Αυτά γιατί δεν τα κατέβασες;» τον πυροβόλησε αγριεμένος ο νεότερος, που φαινόταν πιο ζόρικος με μεγαλύτερη αφοσίωση στην εθνοσωτήριο.
«Αυτά; Μα αυτά δεν είναι κομουνιστικά, είναι έργα του Καζαντζάκη», πήγε να τον αποφύγει ο Λάμπρος και να τον βάλει στη θέση του.
«Καζαντζάκη; Αυτός κι αν είναι κομουνιστής!» τσίριξε εκείνος κι έσκασε μαζί κι ένα ξερό γέλιο. «Και μόνο που έχουν κόκκινο εξώφυλλο, αυτό τα λέει όλα, κατέβασέ τα και βάλ’ τα μαζί με τ’ άλλα», ύψωσε τη φωνή του γυρεύοντας έτσι και την επιδοκιμασία του αρχαιότερου.
Κατέβασε ο Λάμπρος ολόκληρη τη σειρά και την τοποθέτησε δίπλα στ’ άλλα βιβλία, ελπίζοντας τώρα πως κάπου εδώ έκλεινε ο έλεγχος.
«Αυτός εδώ ο… για κάτσε να το διαβάσω καλύτερα, ο Ντο…, Φι…ο…ντόρ Ντο..στο…γιέ…φσκι», διάβαζε αργά μην και του φύγει κανένα γράμμα.
«Αυτός έζησε έναν αιώνα πριν τον κομουνισμό, καμιά σχέση», διαμαρτυρήθηκε ο Λάμπρος.
«Βρε χριστιανέ μου, Ρώσος δεν είναι;» τον επέπληξε ο αρχαιότερος. «Τι έναν αιώνα, μου τσαμπουνάς; Κι αυτός εδώ ο… περίμενε, τι σκατά ονόματα έχουν αυτοί οι κομουνισταί… Τσέ… χοφ, Ά…ντο…νι Τσέχοφ… Κι αυτόν. Κατέβασέ τον. Κι ο άλλος εδώ… Πού…σκιν, Ρώσος. Κι αυτόν… Τολ… Τολστόι… Κι αυτόν εδώ, Σί… γκμουντ Φρόιντ… Έλα, κουνήσου, αργήσαμε», επειγόταν εκείνος, δείχνοντας, ωστόσο, πως κάπου έχαναν τον έλεγχο και κάνανε του κεφαλιού τους.
«Για σταθείτε, βρε παιδιά, αυτός ο Φρόιντ είναι Γερμανός, δεν είναι…» αντέδρασε ο Λάμπρος, αλλά με τη φόρα που πήραν εκείνοι έπεφταν στα κενό οι συνετές του κουβέντες.
«Άστα αυτά, Ρώσος, Γερμανός, δε μας νοιάζει, κομουνιστής μια φορά είναι, τι πας να μας το παίξεις;» θύμωναν και συνέχιζαν να τραβούν ακάθεκτοι απ’ τα ράφια όποιο βιβλίο τούς φαινόταν πως ο συγγραφέας του ήταν κομουνιστής και συνοδοιπόρος ή όποιο είχε κόκκινο εξώφυλλο.
Κι έμεινε ο Λάμπρος να τους κοιτάζει απλανής και να μην μπορεί να πιστέψει. Σώριασαν εκείνοι εκατοντάδες βιβλία στον πάγκο, με συγγραφείς που υποψιάζονταν, λόγω κατάληξης του ονόματός τους σε -φσκι, σε -ωφ, σε -σκιν και τέτοια, πως είναι Ρώσοι κομουνιστές και του υπέδειξαν να βρει κούτες και να τα τοποθετήσει προσεκτικά μέσα σ’ αυτές. Τον είδαν να τις σφραγίζει με ταινία και λίγη ώρα μετά πέρασε η κλούβα της χωροφυλακής και τα φόρτωσε για να τα μεταφέρει στα υπόγεια με αβέβαιο το μέλλον τους.
Έφερε ο Λάμπρος το βλέμμα του γύρω και τον έπιασε θλίψη. Το μισό μαγαζί άδειο. Έσωσε τους ύποπτους συγγραφείς και την πλήρωσαν οι… αθώοι. Εφτά χρόνια μετά, όταν έπεσε η χούντα και τον κάλεσαν οι αρχές να πάρει απ’ τα υπόγεια, όπου τα είχαν πετάξει, τα κατασχεμένα βιβλία, η θλίψη του έγινε απερίγραπτη: όλα σχεδόν είχαν πλέον καταστραφεί. Εξορισμένα για εφτά χρόνια στα υπόγεια, τα έφαγε η υγρασία και τα ζουζούνια και τα έπνιξε το μαύρο σκοτάδι! Το ήπιε με το ζουμί του κι έκατσε πάλι στ’ αβγά του. Η ζωή συνεχίζεται, μουρμούρισε. Τι άλλο να ’κανε;