ΑΠΟΨΗ – press

ΕΙΜΑΙ ΖΩΝΤΑΝΟΣ ή ΠΕΘΑΝΑ

Του Γιάννη Τζαμπούρα

(ΠΟΙΗΤΗΣ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ – ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ΔΙΑΠ.ΣΤΟ ΥΠΠΟ – ΕΠΙΣΤ.ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ – ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΙ ΒΡΑΒΕΥΜΕΝΟ ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΤΕΧΝΩΝ Β.&Μ. ΘΕΟΧΑΡΑΚΗ]

Οι αισθήσεις μου καταλαγιάζουν.

Οι άνθρωποι δεν είναι οι ίδιοι πια.

Κάποιους ελάχιστους γνωρίζω.

Οι ιδέες πεθαίνουν ή ξεθωριάζουν. Οι παλιοί φίλοι φύγανε και οι νέοι συχνάζουν στα καφέ συζητώντας σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνω. Η ζωή κυλάει ανυπόφορα ανάμεσα σε ψεύτικες αλήθειες ή αληθινά ψεύδη. Εγώ άρχισα να καταλαβαίνω πως δεν έχω θέση σε αυτόν τον κόσμο. Εν τέλει από την μιάς μεριά ο καθωσπρεπισμός ορισμένων αλλά και η μάταιοι οδυρμοί κάποιων με κουράζουν αφάνταστα. Ξαναγυρίζω στους παλιούς φιλοσόφους και καταλαβαίνω πόσο δίκιο είχαν, γιατί και εγώ παρασύρθηκα κάποτε από την ξεγνοιασιά της εφήμερης νιότης μου. Οι αξίες μας εξαργυρώθηκαν στον κυνηγητό του ανέφικτου πλούτου. Ξεμείναμε μερικοί και ανεβήκαμε στα κατάρτια των ελάχιστων ελπίδων μας , μήπως δούμε από μακριά έστω την Πάραλο με άσπρα πανιά. Ματαιοπονούμε όμως. Οι γειτονιές με τις γεμάτες παρέες γειτόνων σβήσανε και τα γιασεμιά που ευωδίαζαν κάποτε μαραθήκανε. Τεράστια κτίρια μας περικυκλώνουν και μας φράζουν τις τελευταίες ανάσες μας .

Βλέπεις με τα τυφλά μάτια της μνήμης,

των πεθαμένων αδελφών.

Ακούς και αφουγκράζεσαι στης σιγαλιάς το περπάτημα

το κρώξιμο των κοράκων, εθελοντών των δεινών.

Αγγίζεις, το ψεύτικο δέρμα

αυτής της φιλεύσπλαχνης κοινωνίας,

εκδικητικών αγγέλων της εξουσίας.

Γεύεσαι, την πίκρα του καθημερινού πόνου

που γεννιέται απ’ τα έγκατα της δυστυχίας.

Τούτη την ώρα, δεν είναι για γέλια, μηδέ για κλάματα.

Είναι η ώρα που θα δεχθείς το φιλί του Ιούδα στοργικά.

Που θα σου πει πως σ’ αγαπά!

Μπήγοντάς σου ένα μαχαίρι στην καρδιά.

Μένεις μόνος, ρασοφόρος ερημίτης,

που θα περπατάς αιώνια.

Ψάχνοντας για ένα σπάνιο λουλούδι.

Που αν το βρεις και το αγγίξεις,

θα γίνει των ζωντανών τραγούδι.

Μάλλον έχω πεθάνει.