Είχε ο καημένος ο Ιάσων καημό και καψούρα με τη χωριανή μας Ανδρόνικα. Την ξεχώρισε κι ήθελε να τα φτιάξουν ο έρμος. Της έριχνε καμιά πεντάδα χρόνια, είχε ήδη βγάλει το γυμνάσιο και μπήκε στη χωροφυλακή. Κι η Ανδρόνικα ήταν ακόμα μαθήτρια της πέμπτης γυμνασίου. Τσαχπίνα και πεταχτούλα, καλή μαθήτρια, ωστόσο, τραβούσε το βλέμμα και την προσοχή των αγοριών της περιοχής και το ’παιζε για τον λόγο αυτόν ακριβώς δύσκολη. Ίσως και να διάλεγε το κορίτσι.
Προσπάθησε να την πλησιάσει και να της ανοίξει την καρδιά του, να της μιλήσει για τις άγρυπνες νύχτες του, να της κλαφτεί για τον αγιάτρευτο έρωτά του, να της γυρέψει με τον πλέον σοβαρό τρόπο να γίνουν ζευγάρι. Μα στάθηκε αδύνατο. Αγρίμι εκείνη τον απέφευγε, μάλλον δεν του έδινε σημασία και τον έκανε να παραμιλά απ’ τον αβάσταχτο κι απελπισμένο σεβντά του. Κι έλαβε, σαν είδε κι απόειδε, τη μεγάλη του απόφαση. Ο έρωτας υπερπηδά όλα τα εμπόδια!
«Φίλε», άκουσα μια φωνή πίσω μου, καθώς το λεωφορείο των αστικών συγκοινωνιών είχε διανύσει τα πρώτα του χιλιόμετρα και πλησίαζε στο χωριό του. Γυρίζω πίσω και πέφτω πάνω στο βλέμμα του. Γνωριζόμασταν, παρά τη διαφορά ηλικίας. Γιατί τότε, λόγω που μπαίναμε όλοι στο ίδιο λεωφορείο και πηγαίναμε και στα ίδια γυμνάσια, είχαμε γνωριμίες μεταξύ μας. Κι είχαμε και το θάρρος να συζητάμε και να ζητάμε κυρίως χάρες.
«Θα μου κάνεις μια χάρη;» συνέχισε ο Ιάσων απτόητος με το πρόσωπο γελαστό, προφανώς για να κρύψει την αμηχανία του.
«Αμέ, γιατί όχι;» του απάντησα χωρίς καν να λογαριάσω τι σόι χάρη θα μου γύρευε να του κάνω.
«Πιάσε αυτό το γράμμα και δώσ’ το στην Ανδρόνικα τη χωριανή σου και συμμαθήτριά σου», μίλησε σιγανά και μου εγχείρισε έναν σφραγισμένο φάκελο.
Είπε ο Ιάσων και κατέβηκε απ’ το λεωφορείο ανάλαφρος. Και βάραινε τώρα στα δικά μου χέρια το γράμμα του προς την Ανδρόνικα. Και συλλογιζόμουν αμήχανος πώς διάβολο θα πλησίαζα την Ανδρόνικα και θα της έδινα το γράμμα του Ιάσονος. Αλλά το πράγμα μπερδεύτηκε όταν συναντήθηκα με τους φίλους μου.
«Τι είναι αυτό που κρατάς;» με κεραυνοβόλησαν ευθύς μόλις με είδαν μπροστά τους με τον φάκελο ανά χείρας.
Έτσι κι έτσι, τους είπα. Γράμμα του Ιάσονος προς την Ανδρόνικα.
«Και τι γράφ’;» επιμένανε όλοι τους, μα περισσότερο ο Μάνος, που ήταν ο πιο μεγάλος και δεν άφηνε τίποτε να του ξεφύγει.
«Πού να ξέρω;» ψιθύρισα με αφέλεια σηκώνοντας πάνω τις πλάτες.
«Φέρ’ το εδώ, θα τ’ ανοίξω και θα το διαβάσουμ’», αποφάνθηκε διερμηνεύοντας και την περιέργεια των άλλων να μάθουν τι ήταν αυτό που ανάγκασε τον καψερό τον Ιάσονα να της γράψει και να εμπιστευτεί το γραπτό του σε μένα!
Αμύνθηκα πως δεν είναι πρέπον αυτό, πως παραβιάζουμε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, πως είναι αγένεια, πως ντρέπομαι, πως, πως, πως…
Δεν καταλάβαιναν τίποτε. Αλλά ήταν μάστορας ο Μάνος σ’ αυτά και του είχα μια στάλα εμπιστοσύνη. Μας άφησε να περιμένουμε και γύρισε με μια καρφίτσα στο χέρι.
«Μην κουνιέστε», μας κάνει. «Μ’ αυτή εδώ θα το ανοίξω σιγά σιγά και μετά θα το κλείσω, δε θα φαίνεται τίποτα», μας καθησύχασε και ξεκίνησε το… θεάρεστο έργο του. Μέσα σε ένα λεπτό τραβούσε απ’ το φάκελο ένα λεπτό χαρτάκι με χαραγμένες επάνω του πεντέξι αράδες και κολλημένα από πίσω δυο τρία μικρά φύλλα γαρίφαλου.
Στριμωχτήκαμε όλοι πάνω απ’ αυτό. Και κόντευαν τα μάτια μας να βγουν απ’ τις κόγχες μας. Μα το κρατούσε ο Μάνος σφιχτά, λες κι ήταν δικό του.
«Άνοιξέ το, μωρέ, να διαβάσουμε», φωνάζαμε όλοι με την περιέργεια να μας τρώει σαν φαγούρα.
«Να, πάρ’ το και διάβασε», μου κάνει εκείνος βάζοντάς με σε μεγαλύτερη τώρα δοκιμασία.
«Αυτό το πράγμα δεν πρόκειται να το κάνω», τον μάλωσα. «Εσύ το άνοιξες, εσύ διάβασέ το», του θύμωσα.
Τέτοιο πρόβλημα δεν είχε ο Μάνος. Το διάβασε αργά αργά δυο τρεις φορές, για να το εμπεδώσουμε, αλλά μείναμε με τη χαρά μας εντέλει. Τίποτε το φοβερό. Να τη συναντήσει της ζητούσε ο άνθρωπος, να τα πουν, να τα φτιάξουν, δίνοντάς της και την υπόσχεση πως θα ζήσει ευτυχισμένη μαζί του. Κι έκλεισε το γράμμα του και μ’ ένα φιλί: «Σε φιλώ, αν και ποτέ ως τώρα».
Τα τακτοποίησε όλα ο Μάνος. Κόλλησε το φάκελο και τον έκανε όπως πριν, κανένα σημάδι βαναυσότητας πάνω του, τον έβαλε στα χέρια μου πάλι, έριξε τα σχόλια και τα χαμόγελά του, λυπήθηκε τον κακόμοιρο τον Ιάσονα, που τη φιλούσε στο χαρτί αλλά όχι στο στόμα όπως ήταν σωστό, και ξανακάρφωσε την καρφίτσα στη θέση της.
Συνεπής εγώ την άλλη μέρα βρήκα έναν τρόπο κι έδωσα στην Ανδρόνικα το γράμμα με την καρδιά μου να χτυπά δυνατά από ντροπή. Κι όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα στη συνέχεια, τζάμπα της έστειλε το γράμμα ο Ιάσων. Δεν ενέδωσε η Ανδρόνικα και δεν έγιναν ζευγάρι ποτέ τα παιδιά. Κι έμεινε το παράπονο μόνο του Ιάσονος για το φιλί που ποτέ του δεν έδωσε στην Ανδρόνικα!