ΑΠΟΨΗ – press

Ο μπάρμπα Γιάννης

Είχα πολλές αδυναμίες. Χούγια που κολλούσαν σαν βδέλλες επάνω μου. Και τα πλήρωνα πολύ ακριβά. Κι όχι με τίποτε λεφτά και τέτοια. Δεν είχα, πού να τα ’βρισκα στην ηλικία των σπουδών μου; Τα πλήρωνα με ψυχική κούραση, ξενύχτια και μεταμέλειες που με τσάκιζαν. Αλλά σαν περνούσαν μερικές μέρες, ξανά τα ίδια εγώ. Μυαλό δεν έβαζα. Οι βδέλλες!

Μου άρεσε να κάνω παρέα με τους μεγαλύτερους. Ήθελα να μαθαίνω για τη ζωή τους και τις ιστορίες τους. Και καθόμουν τα βράδια μαζί τους στα καφενεία και τους τσίγκλαγα να μου πουν, να σχολιάσουν, να ξεδιπλώσουν παλιά επεισόδια, να ξεφυλλίσουν φθαρμένες σελίδες, να γυρίσουν τον καιρό πίσω και να με πάνε και μένα σ’ εκείνα που πέρασαν. Μόνο που από κάποιο σημείο και μετά ξεστράτιζε η κουβέντα και δεν έβγαζε νόημα. Γιατί αδειάζανε ξεροσφύρι τα ούζα άσπρο πάτο και γινότανε το μυαλό τους μπουρλότο. Και το στόμα τους τραύλιζε. Κι η γλώσσα τους σκόνταφτε σε κάποια σύμφωνα και φωνήεντα.

Κι έβαζα τα δυνατά μου ν’ ακούσω και να καταλάβω τι λένε, μόλο που ούτε κι αυτοί ξέρανε τι τσαμπουνάνε. Ήταν και οι άλλοι στα δίπλα τραπέζια που φωνάζανε δυνατά, συντονισμένοι κι αυτοί στο ίδιο μήκος κύματος, έτσι που εντέλει συμφωνούσαμε όλοι πως μιλάει το κρασί και το ούζο! Κι όταν τα μεσάνυχτα σηκώνονταν για τα σπίτια τους, κάνανε οχτάρια στους δρόμους και κάποιες φορές βουλώνανε και κανένα χαντάκι!

Δεν ξέρω πώς έγινε εκείνο το βράδυ και γράδωσα σε μια γωνιά με τον μπάρμπα Γιάννη. Ξέραμε όλοι πως απ’ τη στιγμή που έπιανε την καρέκλα του δεν κουνιόταν ούτε πόντο απ’ αυτή. Καθόταν πάντα μέσα στο ίδιο μαγαζί, ακόμα και το καλοκαίρι που όλοι κάθονταν έξω. Στην ίδια θέση,  στο ίδιο τραπέζι, στην ίδια καρέκλα. Κι έβγαινε για το σπίτι του μαζί με τον μπακάλη παρέα, λες και το είχανε το μαγαζί μισιακό. Κι έπινε ασταμάτητα.

Κι είχε συνηθίσει να κάθεται μόνος του με διπλωμένα τα πόδια, σκυφτός, σιωπηλός και συλλογισμένος, σαν να του πνίγηκαν τα καράβια. Είχε μαύρα ίσια μαλλιά με χωρίστρα στη μέση, που πέφτανε κάτω και του σκέπαζαν το πρόσωπο. Και τα σήκωνε πού και πού με τα δάχτυλα πάνω, κίνηση που άρεσε στα παιδιά, γιατί άφηνε να φανεί το πρόσωπό του που έμοιαζε μόνιμα πεισμωμένο και τα μάτια του που μένανε ακίνητα στο κενό καρφωμένα.

«Κάτσε εδώ, δε γουστάρεις την παρέα μου;» μου τσίριξε εκείνο το βράδυ.

Έκατσα. Δεν μπορούσα να του αρνηθώ, ήμουν συμμαθητής με τον μεγάλο του γιο, που κατατάχτηκε μόνιμος υπαξιωματικός στο στρατό. Ήταν στα πρόθυρα της μέθης ο μπάρμπα Γιάννης, αλλά είχε ακόμα κάπως σώας τας φρένας. Μα σαν πέρασαν τα πρώτα λεπτά και πήρε την κατηφόρα, δεν τον κράταγε τίποτα! Κι ήθελε φωνάζοντας κι επιμένοντας να του κάνω παρέα όχι στην κουβέντα μονάχα μα και στα ούζα, που είχαν ήδη πλημμυρίσει τη δική του κοιλιά και διαποτίσει τις φλέβες του. Κι από κάποιο σημείο και μετά δεν έπαιρνα χαμπάρι τι λέγανε οι μπουρδουκλωμένες του λέξεις, ένιωθα μόνο να με χτυπά πότε στο στήθος και πότε στις πλάτες, να μ’ αγκαλιάζει, να κλαίει, να βγάζει λόγο, να καρφώνει το ξεχυμένο του βλέμμα στα μάτια του, να με ρωτά χωρίς να περιμένει απαντήσεις, να βλαστημά, να επαίρεται, να βρίσκεται γενικώς στην αναμπουμπούλα που αποστάζει το αλκοόλ μέσα μας και μας κάνει να βρισκόμαστε μίλια μακριά απ’ τον εαυτό μας.

Δεν πρόλαβα να πω μια κουβέντα κι εγώ. Κι όταν είδα πως πέρασαν τα μεσάνυχτα, μου ερχόταν κακό να τον αφήσω μονάχο σ’ εκείνο το χάλι. Το πιο σίγουρο ήταν να τον ψάχνει η γυναίκα του σε κανένα χαντάκι. Κι έλαβα τη γενναία μου απόφαση να πιω κι αυτό το ποτήρι ως το τέλος και να τον κουβαλήσω στο σπίτι του, μ’ ένα φόβο μέσα μου μη θεωρήσει η γυναίκα του η Ρίνα υπαίτιο εμένα για την κατάντια του άντρα της! Αλλά έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, δεν είχα κι άλλη επιλογή. Παρότι κι εγώ δεν ήμουν καλά και δεν ένιωθα βέβαιος πως με κρατούν τα ποδάρια μου για να κουβαλήσω κι άλλον μαζί μου. Και τι άλλον!!!

Γιατί κάποια στιγμή τον βλέπω να πέφτει το κεφάλι του κάτω. Τον είχε πάρει στην καρέκλα ο ύπνος! Αναστέναξα απελπισμένος. Το μαγαζί είχε πλέον αδειάσει. Κι ο μπακάλης είχε σκουπίσει κι ετοιμαζόταν να κλείσει. Μόνο που εκείνος τα είχε εμπεδώσει καλά τα πράγματα αυτά. Και μου έκανε νοήματα να μην ανησυχώ. Και δε λέω, έβαλε ένα χέρι κι αυτός να τον ξυπνήσει, να τον σηκώσει και να τον παραδώσει σε μένα.

Κι ήταν η διαδρομή μου εκείνη πραγματικός Γολγοθάς. Χρειάστηκε μια ώρα για να διανύσουμε μόλις 500 μέτρα. Αν είχε στροφές κι ανηφόρες, σίγουρα θα μας μάζευαν γελαστούς το πρωί! Κι αν περνούσαν τότε αυτοκίνητα, σίγουρα θα μας έκαναν λιώμα οι ρόδες τους!

Δεν κρατιόταν με τίποτε το κορμί του, που έγερνε μια δεξιά και μια αριστερά, με τα πόδια να σέρνονται ανοιχτά και να πηγαίνουν με βήμα σημειωτόν. Στηριγμένος επάνω μου, σταματούσε κάθε πέντε βήματα, για να μου πει τάχα κάτι σπουδαίο, αλλά ούτε εκείνος καταλάβαινε τι έλεγε ούτε εγώ άκουγα τι μου τραύλιζε. Το μόνο που ένιωθα ήταν πως πού και πού με φιλούσε, μάλλον επιχειρούσε να με φιλήσει, ευγνώμων για την παρέα που του χάρισα.

Φτάσαμε μετά πολλών βασάνων και επίπονων στάσεων. Διέκρινα στην αυλόπορτα μια σκιά κουκουλωμένη να μας περιμένει. Χτύπησε ανήσυχα η καρδιά μου. Κι ήμουν έτοιμος ν’ ακούσω τα εξ αμάξης απ’ τη θεία Ρίνα. Δεν άκουσα τίποτε. Με συμπόνεσε μόνο και μ’ έσφιξε στην αγκαλιά της. Ήταν μια χρυσή γυναίκα η Ρίνα.

«Άσ’ τον», μου μίλησε τρυφερά και τον συμμάζεψε απ’ τα χέρια μου. «Σ’ ευχαριστώ πολύ που μου τον έφερες», μου ψιθύρισε και μ’ ελευθέρωσε. Και τον έσυρε όπως ήξερε αυτή μες στο σπίτι. Κι έσυρα τα βήματά μου κι εγώ επιστρέφοντας με βήμα ταχύ απ’ τον ίδιο δρόμο και βάζοντας τα δυνατά μου για να μην βρεθώ εγώ σε κανένα χαντάκι, αφού τα κατάφερα και δε βρέθηκε ο μπάρμπα Γιάννης. Το σπίτι μου σε βαθιά ησυχία. Το τι πέρασα κανείς δεν κατάλαβε. Έγειρα να κοιμηθώ, μα το κεφάλι μου βούιζε. Και το δωμάτιο χόρευε. Ήπια ένα παυσίπονο, αλλιώς θα είχα κακά ξεμπερδέματα.

Μα με άφησε σύξυλο αυτό που έζησα την επόμενη μέρα! Όταν συνάντησα τον μπάρμπα Γιάννη στο δρόμο και τον καλημέρισα, εκείνος με προσπέρασε σοβαρός και αμίλητος, λες και δε γνωριζόμασταν! Λες και δε συναντηθήκαμε ποτέ. Λες και δεν υπήρξε ποτέ στη ζωή του η προηγούμενη νύχτα. Τα είχε όλα διαγράψει στον ύπνο του ο μπάρμπα Γιάννης. Έπαθα πλάκα!

Μου εξήγησαν ύστερα πως ο άνθρωπος είναι άλλος στη μέθη του, βαριάς ιδίως μορφής, κι άλλος στην κανονικότητά του. Το αποδέχτηκα και ησύχασα. Μόνο που απέφευγα στο εξής να πλησιάζω τούς πότες τα βράδια και να πιάνω μαζί τους κουβέντα. Μα το χάλι που έπαθα!