ΑΠΟΨΗ – press

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ…θέσεις για το ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ, την ΦΥΣΗ, το ΚΥΝΗΓΙ: Φτου να μη σε ΒΑΣΚΑΝΩ !

Γράφει ο ΚΩΣΤΑΣ ΛΥΤΡΑΣ

Όταν ασχολείσαι με κάτι το οποίο δημιουργεί πάθη και συνάμα απαιτεί τύχη, απομένουν απλά οι συμπτώσεις για να γεννήσουν προλήψεις, που θα σε βασανίζουν και θα σε επηρεάζουν για μια ζωή. Διότι και ο πιο ορθολογιστής άνθρωπος του κόσμου να είσαι, ως κυνηγός «κινδυνεύεις» ανά πάσα στιγμή να πιστέψεις…σε θεούς και δαίμονες!

Και μια και πιάσαμε τα της θρησκείας, απορίας άξιο είναι ότι σε μια κοινωνία σαν την ελληνική, όπου η Εκκλησία βρίσκεται ψηλά στο μυαλό και τις καρδιές του κόσμου, ο παπάς να θεωρείται από τους κυνηγούς ο νούμερο ένα…γκαντέμης. Σε όποια μεριά τούτης της χώρας και να ρωτήσεις τι φοβούνται οι κυνηγοί περισσότερο, θα ακούσεις για την καταλυτική και φυσικά απευκταία συνάντηση με παπά στο δρόμο για τον κυνηγότοπο.

Πολλοί μάλιστα είναι εκείνοι, οι οποίοι αν «πέσουν» πάνω σε ιερωμένο πρωί-πρωί με την αυγή, προτιμούν να γυρίσουν σπίτι…

Από την άλλη, όμως, αυτοί οι ίδιοι που αλλάζουν δρόμο στη θέα κάποιου παπά, σε περίπτωση παρατεταμένης ατυχίας και αστοχίας «τρέχουν» τα όπλα τους για αγιασμό ή κάνουν ευχέλαιο στο κουμάσι τους. Φυσικά, εξαίρεση από την συγκεκριμένη πρόληψη αποτελούν εκείνοι οι ιερείς, οι οποίοι είναι και οι ίδιοι κυνηγοί.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και μία πρόληψη, η οποία με τον καιρό έχει ξεθωριάσει. Γρουσουζιά θεωρείτο για τον κυνηγό να συναντήσει στο δρόμο του οποιονδήποτε…δεν ήταν κυνηγός! Έτσι, οι κυνηγοί προτιμούσαν να φεύγουν από το χωριό μέσα στη μαύρη νύχτα ή να ακολουθούν στενά δρομάκια που δεν ήταν πολυσύχναστα.

Αξίζει να αναφερθεί το γεγονός ότι αυτό ήταν αποδεκτό από όλους τους χωρικούς, οι οποίοι φρόντιζαν να κρύβονται, όταν έβλεπαν κυνηγό να πλησιάζει από μακριά. Η συμπεριφορά αυτή των μη κυνηγών αποτελεί δείγμα αποδοχής του κυνηγίου από όλη την κοινωνία της υπαίθρου. Μια κοινωνία όπου η σχέση ανθρώπου-φύσης ήταν στενή και πιο…φυσική. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η σύγχρονη «ψευτο-οικολογία» έχει τις ρίζες της στην λανθασμένη εικόνα που έχουν οι άνθρωποι των πόλεων για τη θέση τους μέσα στο φυσικό περιβάλλον.

Από ‘ κει και πέρα, ο κυνηγός πρέπει να αποφεύγει συναντήσεις με ανθρώπους που τους «έχει βγει το όνομα». Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η μάνα ενός ταβερνιάρη, ο οποίος πριν χρόνια κάθε πρωί ετοίμαζε πατσά και περίμενε τους κυνηγούς να ζεσταθούν και να πάρουν δυνάμεις, πριν βγουν στο βουνό. Αν τύχαινε να κατέβει στο μαγαζί η γριά, οι κυνηγοί έμεναν στον πατσά, αφού το κυνήγι θεωρείτο…τελειωμένο για εκείνη την ημέρα.

Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι η συγκεκριμένη γυναίκα, όποτε έβλεπε κυνηγούς μουρμούραγε τη λέξη «πέτρες».

Δηλαδή τους καταριόταν να βρούνε μόνο πέτρες.

Άλλη αξιοσημείωτη πρόληψη παλαιότερων εποχών, ήταν το λεγόμενο «λάβωμα». Ως «λάβωμα» χαρακτηριζόταν το ζώο που εάν το τουφέκιζες, εκτός από γρουσουζιά, θεωρείτο ότι μπορούσε να σου προκαλέσει ακόμα ζημιά. Σε αυτό είναι πιθανό να είχαν βοηθήσει κάποιες συμπτώσεις με σκασίματα όπλων ή εξοστρακισμούς σκαγιών σε τουφεκιές προς συγκεκριμένα θηράματα. Μια άλλη άποψη, ίσως και πιο πειστική, εξηγεί το «λάβωμα» ως ένα πρωτόγονο μέσο προστασίας κάποιων ζώων, που οι άνθρωποι της υπαίθρου παρατηρούσαν ότι είχαν μειωθεί. Η διάσταση αυτή είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, αφού αποδεικνύει ότι ο κυνηγός διακρινόταν ανέκαθεν από μία ενστικτώδη διάθεση προστασίας της πανίδας.

Μια δοξασία «απαγόρευε» παλαιότερα το κυνήγι άμα φυσούσε πολύς αέρας, διότι έβγαιναν οι νεράιδες και έπαιρναν τη μιλιά του κυνηγού. Πιθανή λογική εξήγηση, το γεγονός ότι σε κάποια θηράματα το κυνήγι με δυνατό αέρα είναι ανώφελο.

Γρουσουζιά θεωρείται για πολλούς λαγάδες και οι ανταλλαγή φυσιγγίων στον κυνηγότοπο, ενώ δεν είναι λίγοι και οι κυνηγοί που δεν θέλουν να ακούσουν την ευχή «καλό κυνήγι» κατά την αναχώρησή τους. Γρουσουζιά φέρνει και η δωρεάν παραχώρηση σκύλου, γι΄ αυτό πρέπει πάντα να υπάρχει ένα – έστω συμβολικό – τίμημα. Αυτό ξεκινά ίσως από μία δοξασία, σύμφωνα με την οποία τα ζώα που χαρίζονται δεν είναι παραγωγικά, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για κουνέλια, περιστέρια ή…σκύλους.

Ας αφήσουμε, όμως τις γρουσουζιές και ας πάμε στα γούρια, ξεκινώντας μ’ ένα μακάβριο. Λαγοπόδαρο στο φέρετρο του λαγοκυνηγού όφειλαν να τοποθετούν οι λαγοκυνηγοί που…έμεναν πίσω, ώστε να έχει καλό ταξίδι ο νεκρός και τύχη στα μελλοντικά λαγοκυνήγια τους οι ζωντανοί. Γούρι έφερνε το τάισμα του σκύλου με λάδι πριν το κυνήγι. Εδώ είναι προφανές ότι έχουμε να κάνουμε με πρόληψη…επιστημονικώς τεκμηριωμένη. Διότι σε μία εποχή όπου η διατροφή ακόμα και των ανθρώπων ήταν φτωχή, των σκυλιών ήταν λογικό να είναι ακόμα φτωχότερη. Έτσι, τηρώντας το συγκεκριμένο γούρι, οι κυνηγοί δεν έκαναν τίποτα άλλο, από το να παρέχουν στο σκύλο τους μία τροφή υψηλής ενέργειας, όταν ακόμα δεν υπήρχαν ξηρές τροφές «για σκύλους δραστήριους»…

Βγαίνοντας από την πόρτα κάποιοι κάνουν δεξιά, ώστε όλα να πάνε δεξιά και στη συνέχεια. Επίσης, γούρι φέρνει το τάξιμο των θηραμάτων σε φίλο πριν το κυνήγι. Τέλος, υπάρχει το «μάτωμα» του καινούριου όπλου. Με το αίμα του πρώτου θηράματος που θα πέσει από ένα όπλο, σταυρώνεται το κοντάκι του. Από αυτό το τελετουργικό φαίνεται να προέρχεται και η παραποιημένη πλέον χρήση της φράσης «το μάτωσα», που εννοεί την πρώτη επιτυχημένη τουφεκιά της χρονιάς. Ακόμα, το πρώτο θήραμα του καινούργιου όπλου δεν χαρίζεται ποτέ και τρώγεται παρέα με καλούς φίλους.

Υ.Γ Όλα αυτά και άλλα πολλά μου τα έχει διηγηθεί ο παππούς μου ο οποίος ήταν και αυτός κυνηγός, όταν καθόμασταν γύρω από το τζάκι και ετοιμαζόμασταν για την κυνηγετική μας εξόρμηση.