ΑΠΟΨΗ – press

Το βυζαντινό κάστρο της Άρτας Σύντομη ιστορική αναδρομή

Της Κωνσταντίνας Ζήδρου

Στη μακραίωνη βυζαντινή περίοδο, τα οχυρωματικά έργα διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο και βοηθούν στην ανασυγκρότηση μίας πιο πλήρους εικόνας. Πιο συγκεκριμένα, η Ήπειρος, ευρισκόμενη στα δυτικά σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας  και κατέχοντας μία στρατηγικής σημασίας θέση, έγινε μήλο της έριδος από πολύ νωρίς και αντιμετώπισε πολλούς κινδύνους και εισβολείς, οι οποίοι προσπαθούσαν είτε να την κατακτήσουν και να εδραιώσουν τα συμφέροντά τους στην περιοχή, είτε να αποκτήσουν εδάφη, επεκτείνοντας τις επικράτειές τους, είτε ακόμη να βλάψουν την ίδια την Αυτοκρατορία και έχοντας την Ήπειρο ως ορμητήριο, αυτό αφορά τους δυτικούς εχθρούς, να την περιορίσουν εδαφικά ή και να την καταλύσουν.

            Γενικά, τα στοιχεία της οχύρωσης, κατά τη βυζαντινή περίοδο, διακρίνονται: στις οχυρωμένες μητροπόλεις, στις πόλεις – κάστρα, στα φρούρια αποκλειστικά αμυντικού χαρακτήρα και σε αντίστοιχους πύργους, στα διατειχίσματα, τείχη δηλαδή σε στρατηγικής σημασίας σημεία και στις μοναστηριακές οχυρώσεις. Όλα τα παραπάνω δεν αποτελούσαν μεμονωμένα οικοδομήματα, τυχαία τοποθετημένα αλλά βρισκόταν σε άμεση σχέση, συνάφεια και επικοινωνία, διαμορφώνοντας ένα αμυντικό πλέγμα προστασίας σε κάθε περιοχή. Έτσι, έκαστο οχυρωματικό στοιχείο είχε έναν διττό και ξεκάθαρο ρόλο να υπερασπίζεται τον εαυτό του και το αμέσως επόμενό του. Παράλληλα, για τους πολίτες τα τείχη θεωρούνταν ιερά, με ξεχωριστή σημασία, καθώς λειτουργούσαν ως το μεταβατικό σημείο ανάμεσα στο οικείο και το εχθρικό, τη ζωή και τον θάνατο. Τα τείχη θα προστάτευαν τον Βυζαντινό από κάθε κίνδυνο, όπως αποδεικνύεται από την ύπαρξη πληθώρας αποτροπαϊκών συμβόλων, σταυρών και εικονοστασίων στις επιφάνειές τους αλλά και από τις διηγήσεις στις πηγές για θαύματα και μεταφυσικές ιστορίες διάσωσης πόλεων.

Ανάμεσα στα πολυάριθμα και μοναδικά βυζαντινά μνημεία της πόλης της Άρτας ιδιαίτερη θέση κατέχει το κάστρο της. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κοσμικής αρχιτεκτονικής, στα τείχη του οποίου έχει χαραχθεί η ιστορική πορεία της περιοχής.

            Ιδρυμένο επάνω στα θεμέλια των οχυρώσεων της αρχαίας Αμβρακίας, το κάστρο της Άρτας συνέβαλε στην ισχυροποίηση, σταθερότητα και ασφάλεια της βυζαντινής πόλης, με άμεση συνέπεια την ανάπτυξή της έως και την ανέλιξή της στο πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου.

            Η πρώτη αναφορά στις πηγές εντοπίζεται στο έργο του ραβίνου Βενιαμίν από την Τουδέλα της Ισπανίας, ο οποίος επισκέφτηκε την πόλη το έτος 1165 και υποστηρίζει ότι στο εσωτερικό του κάστρου διέμεναν 100 περίπου Εβραίου. Μια εκ διαμέτρου αντίθετη πληροφορία που ανάγεται στα μέσα του 13ου αι. και αντλείται από το βίο της Αγίας Θεοδώρας περιπλέκει το ζήτημα της ύπαρξης οχυρωματικού περιβόλου, καθώς χαρακτηρίζει την πόλη ως ατείχιστη. Το τρίτο σχετικό χωρίο βρίσκεται στο Χρονικό του Μορέως του 14ου αι., όπου περιγράφεται η πολιορκία της Άρτας και κατά συνέπεια και του κάστρου από τον Κάρολο ντ Ανζού της Νεάπολης, δύο φορές μάλιστα, χωρίς όμως επιτυχία.

            Τα προαναφερθέντα στοιχεία των πηγών οδήγησαν τον Α. Ορλάνδο στη διατύπωση της άποψης ότι η πόλη τειχίστηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 13ου αι., την περίοδο του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου, υπό την απειλή των δυτικών κατακτητών, με πρωτοβουλία του Μιχαήλ Β΄ Κομνηνού Δούκα. Ωστόσο, η ενδελεχέστερη μελέτη των πηγών, τα ποικίλα αρχαιολογικά δεδομένα αλλά και η σύγκριση της ιστορικής πορείας της πόλης της Άρτας και κατ’ επέκταση και του κάστρου της με αντίστοιχα βυζαντινά κάστρα της Ηπείρου, όπως των Ιωαννίνων και των Ρωγών, κατεύθυναν τη διευθύντρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Άρτας και ακαταπόνητη μελετήτρια της περιοχής κ. Βαρβάρα Παπαδοπούλου προς την υπόθεση ότι η πόλη οχυρώθηκε ήδη από τη μεσοβυζαντινή εποχή. Πραγματικά, τα σημαντικά μεσοβυζαντινά εκκλησιαστικά μνημεία της  υποδηλώνουν μια φάση ακμής. Παράλληλα, η ύπαρξη κάστρων τόσο στην όμορη πόλη των Ρωγών όσο και στα Ιωάννινα, το δεύτερο πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου, αλλά και τα γενικότερα ιστορικά δεδομένα, όπως η προσπάθεια της κεντρικής εξουσίας της Αυτοκρατορίας για παλινόρθωση, επανέλεγχο πολιτικό, στρατιωτικό και εκκλησιαστικό των περιοχών, η ολοκληρωτική αφομοίωση των ξένων πληθυσμών, η καταστροφή πολλών αστικών κέντρων από τις βαρβαρικές επιδρομές, οι πολιτικές και διοικητικές ανακατατάξεις που προκλήθηκαν κυρίως με την οργάνωση του θεσμού των θεμάτων και ευνόησαν την ίδρυση μικρότερων πόλεων σε φυσικά οχυρές θέσεις, σύμφωνα με τους νέους εμπορικούς δρόμους αλλά και τις νέες συνθήκες στηρίζουν την άποψη της κ. Παπαδοπούλου.

            Πιθανώς, στη μεσοβυζαντινή εποχή ανηγέρθη ένα κάστρο μικρό, το οποίο επεκτάθηκε και ανανεώθηκε ριζικά το 13ο αι. από το Μιχαήλ Β΄ Κομνηνό Δούκα, περίπτωση αντίστοιχη με των Ιωαννίνων

            Το υστεροβυζαντινό πλέον κάστρο ακολούθησε την ιστορική πορεία της πόλεως. Αρχικά, προστάτευσε την πρωτεύουσα του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου και τα παλάτια των ηγεμόνων του. Το 1331 κατελήφθη από τον Gautié II de Briènne. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1338, πέρασε στη δικαιοδοσία του βυζαντινού Αυτοκράτορα Ανδρονίκου Γ΄ Παλαιολόγου, όπως και η υπόλοιπη Ήπειρος. Λίγους όμως μήνες αργότερα, μετά την αναχώρηση του Αυτοκράτορα, κηρύχθηκε στην Ηπειρωτική επικράτεια επανάσταση. Οι ηγέτες της ήταν ο Νικηφόρος Βασιλίτζης και ο Αλέξιος Καβάσιλας, τον οποίο συνέδεαν οικογενειακοί δεσμοί με το Φίλιππο του Τάραντα και τους διαδόχους του και έτσι θεωρούνταν ως πράκτορας της Αικατερίνης Βαλουά. Πολύ γρήγορα, ο Βασιλίτζης έθεσε υπό τον έλεγχό του και τη διοίκησή του την πρωτεύουσα του Δεσποτάτου Άρτα και αφού συνέλαβε το νεοδιορισμένο απεσταλμένο του Αυτοκράτορα, Θεόδωρο Συναδηνό, τον φυλάκισε. Ταυτόχρονα, ο Καβάσιλας κατέλαβε το κραταιό κάστρο των Ρωγών, ενώ σαράντα άλλα μέλη της αντιβυζαντινής παράταξης το Θωμόκαστρο. Γύρω από τα τρία αυτά κάστρα, σε μια σαφώς οριοθετημένη έκταση ανάμεσα στην Άρτα και το Ιόνιο Πέλαγος, περιορίστηκε η επανάσταση και δε γενικεύτηκε. Ωστόσο, οι επαναστάτες παρέδωσαν την πόλη έπειτα από έξι μήνες πολιορκίας, με την ελπίδα ότι θα λάμβαναν προνόμια από τον Αυτοκράτορα.

 Με την είσοδο στον επόμενο 14ο αι., το κάστρο της Άρτας θα γνωρίσει την ξένη κατοχή, όπως και άλλα εδάφη του Δεσποτάτου. Πιο συγκεκριμένα, στα μέσα του 14ου αι. κυριεύεται από τους Σέρβους και κατά το έτος 1359 από τους Αλβανούς, έχοντας επικεφαλής αρχικά τον Πέτρο Λιόσα και αργότερα τον Γκίνη Μπούα Σπάτα. Ο 15ος αι. που ακολουθεί, ο τελευταίος αιώνας της ύπαρξης του Δεσποτάτου της Ηπείρου, βρίσκει το κάστρο της Άρτας να πολιορκείται σθεναρά από τον Κάρολο Ι Τόκκο. Ο λατίνος αυτός ηγεμόνας, φιλοδοξώντας να ανασυγκροτήσει, υπό την ηγεσία του, το Δεσποτάτο της Ηπείρου, μάχεται σκληρά για το στρατηγικής σημασίας, ιστορικής αξίας αλλά και εξαιρετικά ισχυρό κάστρο, σε μια χρονική περίοδο μάλιστα που οι Αλβανοί ηγεμόνες διαφωνούν και διχάζονται μεταξύ τους. Η σκληρή πολιορκία και οι μάχες που την πλαισιώνουν περιγράφονται, με γλαφυρό τρόπο, στο Χρονικό των Τόκκων. Επίσης, είναι χαρακτηριστική της αξίας και της σημασίας που απέδωσε ο Κάρολος Τόκκος στο συγκεκριμένο κάστρο η αναφορά, σε έγγραφο του 1441, ότι αυτό γράφτηκε στο κάστρο της Άρτας.

            Το έτος 1449 αποτελεί την αφετηρία έναρξης της μακραίωνης οθωμανικής περιόδου, καθώς τόσο το κάστρο όσο και η πόλη της Άρτας κατακτήθηκαν από τους Οθωμανούς.

                                                       Κωνσταντίνα Ζήδρου

                                                               Αρχαιολόγος