ΑΠΟΨΗ – press

Απαραίτητος ο προσεισμικός έλεγχος όλων των κτιρίων.

                              Γράφει ο Βασίλης Ιωάννου

Προτεραιότητα στα σχολεία και τα νοσοκομεία!! 

Μετά τους σεισμούς στην Τουρκία, θυμηθήκαμε όλοι  ότι η χώρα μας έχει την υψηλότερη σεισμική επικινδυνότητα στην Ευρώπη και καταλαμβάνει την έκτη θέση στη σχετική παγκόσμια κατάταξη.

Ξανακούσαμε επίσης από τους ειδικούς,  ότι ο αντισεισμικός κανονισμός που διαθέτουμε ως χώρα είναι από τους καλύτερους παγκοσμίως, για τον απλό λόγο ότι: «αφού δεν μπορούμε να προβλέψουμε τον σεισμό, επιλέξαμε στρατηγικά να θωρακίσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα κτίρια μας από τους σεισμούς».

Όμως και η Τουρκία, όπως μάθαμε, διαθέτει σύγχρονο οικοδομικό και αντισεισμικό κανονισμό και παρά ταύτα καταγράφονται δεκάδες χιλιάδες θύματα και πρωτόγνωρες καταστροφές, καθώς κτίρια που είχαν ανεγερθεί ακόμη και έναν χρόνο πριν, υποτίθεται με τον ισχύοντα αντισεισμικό κανονισμό, έπεσαν σαν τραπουλόχαρτα. 

Κάθε φορά λοιπόν που οι σεισμικές δονήσεις στη χώρα ή στη γειτονιά μας «ταρακουνούν», τότε εκ των πραγμάτων επανέρχεται στην επικαιρότητα η ανάγκη του προσεισμικού ελέγχου και της αντισεισμικής θωράκισης των κτιρίων μας. 

Ενθυμούμαι ότι το 2002-2003, αποφασίστηκε από την πολιτεία να ξεκινήσει ένα ευρύ πρόγραμμα ελέγχου των κτιρίων, αρχής γενομένης από τα δημόσια κτίρια και στη συνέχεια να επεκταθεί και στα ιδιωτικά.

 Ο ενδελεχής αυτός προσεισμικός έλεγχος ξεκίνησε από τα δημόσια κτίρια, που συγκεντρώνουν σε καθημερινή βάση πλήθος κόσμου (νοσοκομεία, σχολεία, δημόσιες υπηρεσίες, κλπ)

Υπολογίστηκε ότι πανελλαδικά ήταν πάνω από 80.000 κτίρια, πολλά από τα οποία ήταν μεγάλης ηλικίας.

Σήμερα, 20 περίπου χρόνια μετά, όπως επισημαίνεται από το ΤΕΕ, δεν έχει ελεγχθεί ούτε το ¼ εξ αυτών και αν συνεχίσουμε με αυτούς τους ρυθμούς θα χρειαστούν ακόμα… 60 χρόνια για να ολοκληρωθεί το συγκεκριμένο πρόγραμμα.. 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα σχολικά κτίρια, πολλά εκ των οποίων, είτε έχουν κατασκευαστεί πριν τη θέσπιση των νέων αυστηρών διατάξεων αντισεισμικής προστασίας, είτε αντιμετωπίζουν προβλήματα λόγω παλαιότερων σεισμών, είτε ακόμη και λόγω πρόσθετων επεμβάσεων (προσθήκες αιθουσών, χωρίσματα, κλπ).

Ο έλεγχος των εν λόγω κτιρίων ως γνωστόν ανήκει στην αρμοδιότητα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. 

Πως θα μπορούσαν όμως οι Δήμοι να ολοκληρώσουν τον προσεισμικό έλεγχο και την αντισεισμική θωράκιση των σχολικών συγκροτημάτων, όταν είναι γνωστή τεράστια έλλειψη προσωπικού και τα μεγάλα κενά σε μηχανικούς;

Βέβαια το τραγικό της υπόθεσης είναι ότι σε ορισμένες περιπτώσεις έχει γίνει ενεργειακή αναβάθμιση σχολικών κτιρίων, χωρίς όμως προηγουμένως να έχει ελεγχθεί η στατικότητα τους.

Υπάρχουν όμως και ιδιωτικά κτίρια συνάθροισης κοινού, όπως οι κινηματογράφοι, τα θέατρα, τα ξενοδοχεία με συνεδριακές αίθουσες κ.λπ., τα οποία επίσης και πρέπει να ελεγχθούν, αλλά και διάφορα μνημεία, γέφυρες, φράγματα και λοιπές δημόσιες υποδομές.

Παράλληλα θυμίζω ότι ο σεισμός στη Σάμο, που έγινε πριν από 2 περίπου χρόνια, είχε φέρει για μία ακόμη φορά στην επικαιρότητα – με τον πιο τραγικό τρόπο – το πρόβλημα των εγκαταλειμμένων και ετοιμόρροπων κτιρίων, διατηρητέων και μη, που υπάρχουν σε ολόκληρη τη χώρα.

Είχα τότε επισημάνει με σχετικό μου άρθρο, ότι αυτά κτίσματα, αποτελούν τεράστιο κίνδυνο για την ασφάλεια των πολιτών και για τα οποία η πολιτεία οφείλει εγκαίρως να μεριμνήσει.

Με όσα προανέφερα θεωρώ ότι έφτασε η ώρα η πολιτεία να δρομολογήσει εκ νέου ένα ευρύ πρόγραμμα προσεισμικού ελέγχου και αντισεισμικής θωράκισης όλων των δημόσιων κτιρίων, με προτεραιότητα σε , και νοσοκομεία, αλλά με σαφές χρονοδιάγραμμα και επαρκή χρηματοδότηση.

 Θεωρώ ότι το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, η Αυτοδιοίκηση 1ου και 2ου Βαθμού και η ΚΤΥΠ ΑΕ  σε συνεργασία οφείλουν να αναλάβουν τη σχετική πρωτοβουλία.

Κάτι ανάλογο θα πρέπει να ξεκινήσει και από τα παλαιότερα ιδιωτικά κτίρια, παρέχοντας οικονομικά κίνητρα  στους ιδιοκτήτες τους, προκειμένου να προβούν σε αντισεισμική ενίσχυση των κατοικιών τους, όπως γίνεται στη γειτονική Ιταλία, όπου το κέρδος είναι και η ασφάλεια των κατασκευών και η τόνωση της οικονομίας.

Σ’ αυτή την μεγάλη εθνική ανάγκη η χρηματοδότηση θα μπορούσε να προκύψει από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και άλλα Ευρωπαϊκά προγράμματα, αλλά και από Εθνικούς πόρους.

Το ζητούμενο είναι η πολιτική απόφαση και μάλιστα πριν να είναι πολύ αργά!!!