ΑΠΟΨΗ – press

Τα κορίτσια

Μου φέρνανε πολλά συνοικέσια. Κι ήταν αυτό φυσικό και επόμενο: αφού παντρέψαμε τις τρεις αδερφές μου, απέμεινα στην οικογένεια ο μόνος πλέον εγώ κληρονόμος της μεγάλης μας περιουσίας. Αλλά ήμουν κι ωραίος, δεν ήταν μόνο η περιουσία, μην τρελαθούμε! Και με θέλανε για άντρα τους κορίτσια σαν τα κρύα νερά και γαμπρό τους ευκατάστατοι νοικοκυραίοι εντός κι εκτός των συνόρων.
Μου προξενεύανε κοπέλες του δικού μας χωριού και των πέριξ. Τις απέρριπτα ασυζητητί όλες. Είχα το σχέδιό μου. Κι είχα, περισσότερο ακόμη, τη σχέση μου. Αγαπήθηκα με τη Μάρω. Κρυφός έρωτας, ακριβά φυλαγμένος, δε ήθελα να δίνουμε δικαιώματα. Κι επειδή ήταν μικρό το κορίτσι, καθυστερούσα σκοπίμως το πράμα, περιμένοντας να ψωμώσει λιγάκι, να πάρει σχήμα γυναίκας και τότε να προχωρήσουμε στα καθέκαστα. Γιατί θα ’χα με τη μάνα μου πόλεμο, αν μάθαινε πως το παιδί της τα έμπλεξε μ’ αυτό το μαξούμι, όπως ήταν η Μάρω, που δεν είχαν ξεχωρίσει ούτε τα βυζιά της ακόμα.
Μα λίγο πριν πατήσει τα είκοσι η Μάρω και δείξει γυναίκα, εξαντλήθηκε πια η υπομονή μου, καθώς δεν κατεύναζαν την ορμή και τους πόθους μου τα πεταχτά φιλιά και τα χάδια. Ήθελα να τη βάλω στο κρεβάτι τη Μάρω μου. Κι ένα και δυο πιάνω τους γονείς μου ένα βράδυ και ζητώ απλά την ευχή τους. Κάτι πήγε η μάνα μου να μουρμουρίσει περί ηλικίας, προίκας και τέτοια, μα δεν τη χαμπάριασα, ήμουν πλέον ένας ώριμος άντρας που βάδιζα στα είκοσι οχτώ και μπορούσα να παίρνω μόνος μου αποφάσεις.
Τώρα να πω πως η Μάρω ήταν πανέμορφη, με γραμμένα μάτια και φρύδια, με κορμί ντελικάτο, με πρόσωπο αφράτο και χείλη ζωγραφιστά σαν κεράσι, δε θα πω δα και κάτι πρωτότυπο και καινούργιο. Όλοι οι βαρεμένοι απ’ τον έρωτα τα ίδια λένε για τις κοπέλες που καψουρεύονται. Ώσπου να τους περάσει ο σεβντάς και ν’ αποκαθηλώσουν το είδωλό τους βγάζοντάς το απ’ το κάδρο. Αλλά εδώ που τα λέμε, δε μου ’φταιξε σε τίποτε η Μάρω η Μαρούλα μου. Δικό μου το φταίξιμο. Γιατί έμοιασα της μάνας μου, ως φαίνεται, κι είχα κι εγώ καθώς είχε κι αυτή τα κωλύματά μου κι έριχνα τις ευθύνες εκεί που δεν έπρεπε.
Κίνησε νωρίς έγκυος ο Μάρω. Και την πιάνανε οι αναγούλες, οι εμετοί κι οι ζαλάδες και κόντευε να μου πάθει κακό το κορίτσι μου. Ήμουν ανάστατος. Μα ήταν κι η μάνα μου που μου άναβε τα λαμπάκια, καθώς δοθείσης ευκαιρίας ψιθύριζε για ν’ ακούει τάχα ο πατέρας μου, αλλά φυσικά περισσότερο εγώ: «τι περιμένεις να κάνει το νιάνιαρο που βάλαμε νύφη στο σπίτι μας; αυτή, καλέ, δεν έχει κρέας επάνω της, δεν τη βλέπεις; πετσί και κόκαλο είναι!» Αλλά σαν άρχισε να φουσκώνει η κοιλιά της και να κλοτσάει το έμβρυο, άλλαξε πια τα τροπάρια και την είχε στα όπα όπα τη νύφη της.
Ποθούσα διακαώς ν’ ακούσω το κλάμα αγοριού. Να μπει στο σπίτι παιδί και ν’ αλλάξει ο συσχετισμός των δυνάμεων μέσα σ’ αυτό. Είχα μπεζερίσει τόσα χρόνια να γυροφέρνω με τον πατέρα μου ανάμεσα στα τέσσερα θηλυκά: τη μάνα μου και τις τρεις αδερφές μου. Να βγει η νοσοκόμα και να μου φωνάξει αγόρι. Κι έκανα σκέψεις γύρω απ’ το όνομα του παιδιού: Αριστομένης! Και θα το προφέραμε ολόκληρο, να μη χάνεται ούτε ένα γράμμα. Γιατί τον πατέρα μου δεν άκουσα να τον φωνάζουν Αριστομένη ποτέ. Μένιο και Μένιο. Κι είναι κρίμα να σου δίνει ο νουνός σου ένα τέτοιο σπάνιο κι αρχοντικό όνομα και να σου το κουρελιάζουν οι βάρβαροι οι άλλοι. Το δικό μου παιδί ούτε Μένιος ούτε Μένης ούτε Άρης ούτε τέτοια ρεζιλίκια. Αριστομένης!
Και το ’χα σίγουρο. Κι όχι γιατί τα σημάδια της κοιλιάς της Μαρούλας δείχνανε αγόρι. Κι ούτε γιατί κλοτσούσε το έμβρυο δυνατά λες κι ήταν πριν καν γεννηθεί παίχτης. Μα γιατί στο σόι της κάνανε αγόρια. Η μάνα της και οι αδερφές της ήτανε σερκομάνες. Είχαν φήμη! Οπότε την είχα κι εγώ τη Μάρω για σερκομάνα. Γι’ αυτό και μου ’ρθε ταμπλάς όταν μου ανακοίνωσε η νοσοκόμα: κορίτσι! Κι ένιωσα έναν μικρό σεισμό να με ταρακουνάει και να με ισοπεδώνει. Οι άλλοι πέταξαν απ’ τη χαρά τους και ρωτούσαν αν είναι καλά το παιδί και η μάνα του. Μα εγώ κλείστηκα στη σιωπή μου απογοητευμένος και ξένος! Κι όταν μας φέρανε το κορίτσι να το κρατήσουμε για λίγο αγκαλιά, δεν έκανα ούτε μια κίνηση να το πάρω στα χέρια μου. Τόση βλακεία!
Με πιάσανε να με παρηγορήσουν οι άλλοι, ο περίγυρος. Και μου ’πανε τα γνωστά: «Παιδί του θεού είναι κι αυτό! Να λες να είναι γερό και να ’χει το παιδί την υγειά του! Μικρή είναι η Μαρούλα, όρεξη να ’χεις να της σπέρνεις παιδιά!» Λέγανε εκείνοι, μα στο μαύρο μου εγώ χάλι. Δε λέω, σαν άρχισε να το παίρνει πάνω του το μωρό και με τα νάζια του να κερδίζει το σπίτι ολόκληρο, το αγάπησα κι έπαιζα τα βράδια μαζί του, το νοιαζόμουν, το φρόντιζα κι έκανα όνειρα για το μέλλον του. Μα ο καημός μου για αγόρι γινόταν μέσα μου τρικυμία που δεν έλεγε να κοπάσει.
Κι έγινε η τρικυμία καταιγίδα όταν έφερε η Μάρω στον κόσμο το δεύτερό μας κορίτσι. Πάνιασα! Κι έφυγα γεμάτος θυμό και μ’ ένα μίσος να ξεσπά μέσα μου κατά της γυναίκας μου. Με διέψευσε και με ανέτρεψε. Στο τρίτο κορίτσι με πιάσαν τα κλάματα. Και πέταξε κι η παραμικρή πια ελπίδα πως θα κρατήσω στην αγκαλιά μου παιδί. Καμιά διάθεση να επιχειρήσω και τέταρτη φορά. Το ’χα σίγουρο πως θα ’κανε πάλι κορίτσι. Θηλυκομάνα η Μάρω! Εν αντιθέσει προς το σόι της ολόκληρο! Κι άρχισε τώρα να με ροκανίζει η ιδέα πως η μόνη λύση ήτανε να τη διώξω και να βρω άλλη γυναίκα. Δεν ήταν εύκολο, αλλά…
Έπεσα σε κατάθλιψη. Και το ’ριξα στο πιοτό. Και το σπίτι βυθίστηκε ολόκληρο στην απόγνωση. Όχι για τα τρία κορίτσια. Τα τρία βλαστάρια. Ούτε καν για τη Μάρω. Μα για μένα, που έπαιρνα τον κατήφορο και πήγαινα ντογρού για τρελάδικο. Ήρθε και με βρήκε ο γιατρός. Ο γυναικολόγος. Αυτός που ξεγέννησε και στα τρία κορίτσια τη Μάρω. Τον είχα μισήσει κι αυτόν, άλλο αν δεν το ’δειχνα. Κάποιος του σφύριξε τα καμώματά μου. Ήμουν ευτυχώς στα καλά μου, δε μ’ έπαιρνε να του κάνω τον ζόρικο. Πήγα να του εξηγήσω. Να του εκμυστηρευτώ τα σχετικά με τη Μάρω, τη θηλυκομάνα!
«Άκου να σου πω», με διέκοψε ήσυχα ο γιατρός. «Δε φταίει η Μάρω που κάνει κορίτσια, εσύ φταις», τον άκουσα σαν σε όνειρο και κάρφωσα τα μάτια στο στόμα του. «Το φύλο τού παιδιού, Γιωργούλα, το καθορίζει ο πατέρας που σπέρνει, όχι η μητέρα, είναι θέμα τύχης το φύλο, το σπερματοζωάριο του άντρα που θα γονιμοποιήσει το ωάριο της γυναίκας…»
Είπε κι άλλα ο γιατρός που δεν τα καταλάβαινα. Έκανε και κάποια σχεδιαγράμματα για να με πείσει περί της δικής μου ευθύνης. Και ανοησίας! Και μ’ έπεισε εντέλει. Και μου άνοιξε τα μάτια. Και μ’ έσωσε. Εμένα και τα παιδιά μου. Και τη Μάρω. Και την οικογένεια. Το βράδυ εκείνο λυτρώθηκα. Και αγάπησα πολύ τα παιδιά μου. Και κοιμήθηκα με τη Μάρω ευτυχής. Ήταν όμορφο την άλλη μέρα το σπίτι. Και τα τρία κορίτσια μου πλημμύρισαν τη ζωή μου με μοναδικές συγκινήσεις. Και με κάνανε έναν ευτυχισμένο πατέρα! Είναι ένα στολίδι τα κορίτσια στο σπίτι. Και στον άντρα τους πλάι ωσαύτως.