γράφει ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΟΛΙΑΤΣΟΣ
Ο ελληνικός λαός, ακόμη και σήμερα , 13 χρόνια μετά το «Καστελόριζο», προσέρχεται στις κάλπες της Κυριακής λιγότερο νηφάλιος, ελάχιστα ενημερωμένος αλλά και περισσότερο μπερδεμένος. Στην πλειονότητά του αισθάνεται απογοητευμένος, δείχνει οργισμένος, είναι καχύποπτος και αντιδρά μάλλον αδιάφορα σε αυτά που ακούει και βλέπει από τους προεκλογικούς κήνσορες του πολιτικού συστήματος. Γιατί ο πολιτικός λόγος που εκφέρεται από την πλειονότητα των μνηστήρων της μετεκλογικής εξουσίας, εν πολλοίς είναι ανακριβής και αντιφατικός, ενίοτε γίνεται ακραίος και εν τέλει εκπίπτει σε διχαστικό.
Συνήθως εξαντλείται σε μια ατέρμονα και ανούσια παρελθοντολογία που δεν ενημερώνει αλλά αποπροσανατολίζει τον πολίτη. Οι λογής κομματικοί ινστρούχτορες, με το καθημερινό τηλεοπτικό και ραδιοφωνικό ξύλινο λόγο τους περισσότερο σε σύγχυση τον βάζουν. Όταν τον καλούν, να συγκρίνει και ανάλογα να καταδικάσει ή να αθωώσει πρόσωπα και πολιτικές του απώτερου χθες που ήδη κρίθηκαν σε πρωτύτερες εκλογές. Και πραγματικά δεν καταλαβαίνουν πόσο λογικά ανεπίτρεπτο, αντιδημοκρατικό και πολιτικά ανήθικο είναι, το να κρίνεται το πολιτικό παρελθόν με κριτήρια του παρόντος ή και του μέλλοντος.
Όπως και πόσο απαράδεκτο είναι ο πολιτικός, να στρεβλώνει την αλήθεια και να επενδύει στο φόβο και στην εκλογική χειραγώγηση της βούλησής του ελάχιστα ενημερωμένου πολίτη, προβάλλοντας τον μπαμπούλα κάποιων βλαπτικών για τη χώρα κυβερνητικών πράξεων και παραλείψεων που ο λαός ήδη έκρινε και καταδίκασε με την ψήφο του σε πρωτύτερες εκλογές.,
Ωστόσο, κατά τον μεγάλο Γερμανό διανοητή και θεμελιωτή της ανοιχτής κοινωνίας Καρλ Πόπερ, την ημέρα των εκλογών δεν νομιμοποιείται μόνο η νέο-εκλεγείσα κυβέρνηση, αλλά κρίνεται και η απερχόμενη. Αναφερόμενος, ειδικότερα στον επιτάφιο του Περικλή και αναλύοντας την περικοπή: «δεν μπορούμε να κυβερνάμε και να διοικούμε όλοι, αλλά μπορούμε όλοι να κρίνουμε την κυβέρνηση, να είμαστε όλοι ένορκοι», καταλήγει στο πιο πάνω ενδιαφέρον συμπέρασμα..
Υπό αυτή την έννοια η 21 η Μαΐου είναι η μέρα που η κυβέρνηση της ΝΔ θα πρέπει να απολογηθεί για τα πεπραγμένα της και παράλληλα να κριθεί από το εκλογικό σώμα αν θα τερματίσει τον διακυβερνητικό βίο της ύστερα από μια «καταδίκη», ή θα τον συνεχίσει με την «αθώωσή» της. Από το άλλο μέρος η πλευρά της αντιπολίτευσης, ως άλλη πολιτική αγωγή, καλείται, κατά την ούτως ειπείν ακροαματική διαδικασία, αφ’ ενός μεν να τεκμηριώσει με ισχυρή επιχειρηματολογία τον «αντί-ΝΔ» προεκλογικό «καταγγελτικό» της λόγο και αφ’ ετέρου να θέσει στην κρίση των ενόρκων (το εκλογικό σώμα) τη δυνατότητα να αναλάβει, μόνη, ή συνεργατικά, την ευθύνη της διακυβερνήσεως της χώρας.
Σε επίρρωση των πιο πάνω, ίσως πρέπει να ανατρέξουμε στον Ιούλιο του 2019, όταν όντως ο Σύριζα προσήχθη σε αυτή στην ιδιότυπη «Ποπεριανή» δίκη, με τον ελληνικό λαό από τα έδρανα των ενόρκων να τον κατηγορεί: ότι μπήκε στην πολιτική ζωή της χώρας «με πλαστό αντιμνημονιακό διαβατήριο». Ότι στα 4,5 χρόνια που κυβέρνησε τη χώρα του είπε ψέματα, αφού άλλα του υποσχέθηκε και άλλα έκανε(σ. σ, υπέγραψε το 3ο μνημόνιο, κ.ά).. Και ότι μεταξύ των άλλων κακών, πρόσθεσε στον λαό αβάσταχτα φορολογικά βάρη , αφαίρεσε πόντους αξιοπιστίας της χώρας, πολλαπλασίασε τα προβλήματα στην οικονομία και διαίρεσε έτι περισσότερο τον λαό.
Αλλά όλα αυτά που έγιναν υπό τις τότε δραματικές μνημονιακές συνθήκες, δεν είναι λογικά ανεκτό ούτε πολιτικά έντιμο να συγκρίνονται με το διαφορετικό σήμερα …
Πάρα ταύτα όσο πλησιάζει η μέρα της… κρίσεως, ο ελληνικός λαός διαβλέπει την ελπίδα για ένα καλύτερο ελληνικό αύριο, να την υποκαθιστά ο φόβος για τα χειρότερα. Και αυτό πιστεύει ότι θα συμβεί. ανεξάρτητα από το ποια θα είναι η ετυμηγορία του την προσεχή Κυριακή.
Ο πολίτης αυτής της χώρας οικονομικά και ψυχικά εξουθενωμένος, είναι σφόδρα αγανακτισμένος για τα όσα κακά διαπράχτηκαν από τους τέως και νυν κυβερνώντες και παραμένει δύσπιστος σε όσα σήμερα ακούει να του υπόσχονται. Διαισθάνεται ότι τα έργα και οι ημέρες της κυβέρνησης που θα προκύψει από τις εκλογές της Κυριακής, και περισσότερο η οικονομική πολιτική της, θα τα καθορίζουν οι βαρύτατες ρήτρες της «αυξημένης μεταμνημονιακής εποπτείας» και όχι το κυβερνητικό πρόγραμμα του κόμματος που θα πλειοψηφήσει.
Ειδικότερα μεταξύ των πιο ψύχραιμων, λιγότερο «ιδεολογικό-πολιτικό-κομματικά» εξαρτημένων και βαθύτερα σκεπτόμενων ελλήνων πολιτών, έχει εδραιωθεί η αντίληψη ότι, πλέον, για πολλά χρόνια τις μετεκλογικές εξελίξεις στην Ελλάδα δεν θα τις καθορίζουν, οι δημοκρατικές επιλογές του ελληνικού λαού, αλλά ένεκα των μεταμνημονιακών δεσμεύσεων, θα εξαρτώνται από τις… ορέξεις των δανειστών και θα υλοποιούνται ανάλογα με τα οικονομικά τους συμφέροντα και τους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς της Δύσεως.
Έτσι σε ένα συγκριτικά μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, που εκτός των πιο πάνω προβληματισμένων πολιτών αθροίζονται και οι πολλοί περισσότεροι οργισμένοι Έλληνες που προεκλογικά άκουσαν γιατί δεν ήξεραν και όταν έμαθαν δεν θέλουν πια να ακούσουν, όλο και περισσότερο εντείνεται η άρνηση απέναντι στο πολιτικό σύστημα, με αποτέλεσμα να υπέρ-τρέφεται η αποχή και να εδραιώνεται η αντισυστημική ψήφος.
Για αυτό ο πολίτης που κάηκε . στην «μνημονιακή κουρκούτι», σήμερα φυσάει και το «προεκλογικό γιαούρτι», που αφειδώς του… προσφέρουν οι αντιμαχόμενοι πολιτικοί αρχηγοί.
Γιατί κακά τα ψέματα, αλλά στο μετεκλογικό αύριο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η χώρα θα βρίσκεται σε καθεστώς «αυξημένης εποπτείας». Ότι οι πλειστηριασμοί, για παράδειγμα, είναι μνημονιακή δέσμευση της χώρας και… πρέπει να συνεχίσουν προκειμένου να εξυγιανθούν έτι περαιτέρω οι Τράπεζες, ώστε η ελληνική οικονομία να ανέλθει σε υψηλότερη επενδυτική βαμίδα από τους οίκους αξιολόγησης.
Από την άλλη η πολυσυζητημένη ανάπτυξη δεν θα έρθει ως δια μαγείας. Καθότι εξαρτάται τόσο από τις συντελούμενες κοινωνικό-πολικό-οικονομικές μεταβολές στο εσωτερικό της χώρας, όσο και από τις εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία, των τυχόν γεωπολιτικών ανακατατάξεων στην περιοχή κυρίως της Α. Μεσογείου μηδέ εξαιρουμένων. Ως εκ τούτου η ανάπτυξη–στην οποία σημειωτέον, στηρίζεται η τωρινή προεκλογική παροχολογία- είναι μια σύνθετη υπόθεση, ιδιαίτερα ευαίσθητη, ευάλωτη και κυρίως χρονοβόρα. Επομένως οι απαιτούμενοι ρυθμοί ανάπτυξης προκειμένου οι ένθεν κακείθεν προεκλογικές εξαγγελίες να γίνουν πράξη, και μάλιστα χωρίς την επιβολή νέων μέτρων, είναι ένας υπέρ αισιόδοξος στόχος. Ενώ το 5% του ΑΕΠ πλεόνασμα σε ετήσια βάση και σε βάθος 10-ετιών (σ. σ, του οποίου το 3,5% σε συμφωνία με τους δανειστές θα καλύπτει το ετήσιο κόστος σε τόκους και χρεολύσια για την απομείωση του χρέους), που στην καθημαγμένη οικονομικά χώρα , εκ των πραγμάτων θα το απομειώνουν σημαντικά τόσο η απώλεια εσόδων (φοροδιαφυγή) όσο και η αύξηση των δημοσίων δαπανών (σ. σ, π.χ αναδρομικά συνταξιούχων, αποπληρωμές οφειλών του δημοσίου, έκτατες δαπάνες υπέρ της δημόσιας υγείας κ.ά), είναι ηλίου φαεινότερο ότι από υπέρ-αισιόδοξος στόχος θα αποδειχθεί ανέφικτος.
Από το άλλο μέρος, η συνθηκολόγηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με τους δανειστές (Ιούλιος 2015), άσχετα από τους λόγους που την επέβαλλαν, εν πολλοίς κατάργησε την διαχωριστική γραμμή «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», η οποία επί πέντε χρόνια(2010-2015) διαιρούσε το εκλογικό σώμα δημιουργώντας παράλληλα την «αντί-μνημονιακή» ελπίδα, που ο ελληνικός λαός τελικά έχασε στις 13 Ιουλίου 2015, όταν το 62% του «δημοψηφισματικού όχι », εν μια νυκτί έγινε «ναι».
Όμως απότοκος αυτής της εξέλιξης είναι οι Έλληνες πολίτες να αντιμετωπίζουν, πλέον, με μεγαλύτερη δυσπιστία το όλο πολιτικό σύστημα, με αποτέλεσμα ένα υπολογίσιμο τμήμα της κοινωνίας να το «βλέπει» διακομματικά, όχι μόνο ισοπεδωτικά (σ. σ, είναι όλοι τους ίδιοι) αλλά και να αδιαφορεί για τα προεκλογικά τεκταινόμενα. Για αυτόν το λόγο, κυρίως τα κόμματα εξουσίας(ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ- ΠΣ, ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ), θα πρέπει να ξοδέψουν μεγαλύτερα από τα αποθέματα αξιοπιστίας που διαθέτουν, ώστε να αποτρέψουν τους «διακομματικά ισοπεδωτές», είτε να απόσχουν των εκλογών της προσεχούς Κυριακής είτε να προσέλθουν στις κάλπες και να ψηφίσουν «τιμωρητικά» και να τα «μαυρίσουν» .
Ωστόσο, ένα από τα πιο δημοφιλή σενάρια, της επόμενης μέρας των εκλογών της Κυριακής ήταν μέχρι πρότινος η συγκρότηση κυβέρνησης ευρύτερης αποδοχής, κατά προτίμηση με τη σύμπραξη «Ν.Δ-ΣΥΡΙΖΑ» και ίσως λίγο από ΠΑΣΟΚ- ΚΙΝ.ΑΛ. Και εφόσον αυτό καθίστατο ανέφικτο θα έρχονταν παραλλαγή του: «κυβέρνηση της ΝΔ με τσόντα κάποιους πρόθυμους του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ».
Ο σκοπός δημιουργίας μιας από τις πιο πάνω αναφερόμενες κυβερνήσεις, που σημειωτέον προωθούσε και προωθεί με ιδιαίτερο ζήλο το ιερατείο των Βρυξελλών, είναι η συν-ευθύνη περισσότερων του ενός πολιτικών κομμάτων και ειδικότερα ο επιμερισμός του κομματικού πολιτικού κόστους, που αναπόφευκτα θα προκαλέσει η όχι και τόσο ευνοϊκή για τη χώρα επίλυση των προβλημάτων της, ώστε οι λαϊκές αντιδράσεις που θα προκύψουν να είναι κατά το δυνατόν ηπιότερες και λιγότερες. Ειδικότερα το πρόβλημα της τήρησης των ρητρών της «αυξημένης μετά-μνημονιακής εποπτείας της ελληνικής οικονομίας» και η λύση των διαφορών μας με την Τουρκία(σ. σ, η εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων στα οικόπεδα της. Α Μεσογείου, η υφαλοκρηπίδα των νήσων του Αιγαίου, το κυπριακό κ.ά), προοιωνίζονται λιτότητα και συμβιβασμούς, κάτι πολύ δύσκολο μια μονοκομματική κυβέρνηση, να αντέξει το πολιτικό κόστος και την πίεση που θα δεχθεί από τις αντιδράσεις που θα προκληθούν στο εσωτερικό της χώρας.
Αντιλαμβάνεται, λοιπόν κανείς, ότι μια τέτοια εξέλιξη εν τοις πράγμασι υποχρεώνει τους κ.κ. Μητσοτάκη – Τσίπρα και συνακόλουθα τον κ. Ν. Ανδρουλάκη να ξανασκεφτούν τις κοστοβόρες προεκλογικές εξαγγελίες τους. Ήδη η πρόεδρος της ΕΚΤ κ. Κριστίν Λαγκάρντ διεμήνυσε στις κυβερνήσεις των χωρών της Ευρωζώνης να πάρουν πίσω τις εξαγγελθείσες παροχές προς τους αδύναμους, ενώ την ακολούθησε ο πρόεδρος της Τράπεζας της Ελλάδας κ. Γιάννης Στουρνάρας, επισημαίνοντας τον κίνδυνο εκτροχιασμού της ελληνικής οικονομίας από την αλόγιστη προεκλογική παροχολογία…..
Παρόλα αυτά θα κλείσουμε το παρόν σημείωμα αναφερόμενοι στις ειδικότερες επιδιώξεις των δύο μεγάλων μονομάχων της Κυριακής: Κυριάκου Μητσοτάκη και Αλέξη Τσίπρα, στα πλαίσια των εξελίξεων της επόμενης μέρας
Όσον αφορά στον αρχηγό της ΝΔ εκτιμούμε ότι, όντας βέβαιος ότι η κάλπη της 31 ης Μαΐου, δεν θα «δώσει» κυβέρνηση «προοδευτικής κατεύθυνσης», προχώρησε πρόσφατα στον αποκλεισμό κάθε συνεργασίας της ΝΔ με το επίσημο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ , προσβλέποντας αποκλειστικά στις δεύτερες εκλογές. Έτσι, έχοντας υπό τον απόλυτο έλεγχο το κόμμα του(σ. σ, λόγω της λίστας), και την βεβαιότητα ότι η ΝΔ θα έρθει πρώτο κόμμα στις εκλογές της 2 ας Ιουλίου, ο σχηματισμός αυτοδύναμης κυβέρνησης με κορμό την «Μητσοτακική», πλέον, ΝΔ στην οποία θα ζητήσει να συμμετάσχουν προσωπικότητες πέραν του νέο-δημοκρατικού χώρου και, κυρίως από τις τάξεις εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, θα είναι εύκολη υπόθεση..
Κατά αυτόν τον τρόπο προσπερνά το ενδεχόμενο της συγκρότησης κυβέρνησης κοινής αποδοχής με πρωθυπουργό κάποιον τρίτο, και εν τοις πράγμασι ακυρώνει τις ενστάσεις του κ. Ν. Ανδρουλάκη(σ. σ, ούτε Μητσοτάκης ούτε Τσίπρας πρωθυπουργός σε κυβέρνηση συνεργασίας με το ΠΑΣΚ-ΚΙΝΑΛ) αλλά και επιτυγχάνει μια δεύτερη κυβερνητική 4-ετία για τη ΝΔ υπό την πρωθυπουργία του.
Όσον αφορά στις πιθανές επιδιώξεις του κ. Αλ. Τσίπρα, φαίνεται να πιστεύει ότι σε αυτή την συγκυρία ίσως ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ πρέπει να αφήσει τον Μητσοτάκη και τη ΝΔ να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά που έχουν ανάψει τα τεράστια εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα της χώρας. Και στις επόμενες εκλογές του 25, που αναμφισβήτητα θα προκύψουν εξ’ αιτίας της αδυναμίας συγκέντρωσης των 200 ψήφων που απαιτεί η εκλογή νέου Προέδρου Δημοκρατίας, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο ίδιος θα εμφανιστούν άφθαρτοι και ωραίοι να διεκδικήσουν την ψήφο του λαού.