ιδιαίτερα συγκινημένη, 24 χρόνια μετά τις πρώτες εκδηλώσεις γαι το Σέλτσο και ομιλητή τον Γιώργο Κοίλια, πατέρα του άντρα μου, φιλόλογο, παιδί αυτού του τόπου… στο ιστορικό έργο του βασίζεται άλλωστε και μεγάλο κομμάτι των γεγονότων που θα αναφερθούν.
Και μεσολάβησαν όλα αυτά τα χρόνια, που μαζί καταθέσαμε για την μνήμη αυτής της μεγάλης θυσίας. Ευχαριστώ για την μεγάλη τιμή, να παραμένουμε ακόμη μαζί, στην ανάδειξη αυτού του τόπου και των μεγάλων ιστορικών του γεγονότων.
κυρίες και κύριοι,
αυτό που υπήρξε το Σέλτσο, το Ζάλογγο, η Ελληνική επανάσταση κι αυτό που σήμανε η απελευθέρωση, δεν ήταν παρά ηρωικές στιγμές, αποσπάσματα της μεγάλης ιστορίας των αγώνων του λαού μας, κάτω από τα λάβαρα της πραγματικής, της εθνικής και κοινωνικής του απελευθέρωσης. Ιστορία αγώνων αυτά τα 220 χρόνια που πέρασαν από τότε, ιστορία εθνικών αλλά ταυτόχρονα και κοινωνικών αγώνων. Σ’αυτό τον τόπο ο λαός μας ευτύχησε σε κρίσιμες στιγμές, να πάρει τις τύχες τις δικές του, τις τύχες του έθνους στα χέρια του. Μετέτρεψε ο λαός μας, συνθέτοντας τις μικρότερες, σε μεγάλες, σε επικές στιγμές, στιγμές που τίμησαν την ιστορία της Ελλάδας, και που θα στέκουν παντοτινά παραδείγματα. Μας οδήγησαν στους επόμενους αγώνες, θα μας οδηγούν σ’όλα αυτά που περιμένουν, και για σήμερα και μπροστά μας.
Στην αυγή του 19ου αιώνα, ο κόσμος ήταν πνιγερός, αιματηρός, δύσκολος για τους λαούς… η αύρα της Γαλλικής επανάστασης, πνίγονταν απ’αυτά που την ακολούθησαν, και παρά την νίκη του Αμερικάνικου απελευθερωτικού αγώνα, οι αυτοκρατορίες του παλιού κόσμου πάσχιζαν να μαζέψουν τον κίνδυνο πίσω… και σ’όλα αυτά, μια μεγάλη ανησυχία θέριωνε σαν απειλή στον παλιό κόσμο, σ’αυτόν που είχαν σκηνοθετήσει για την κυριαρχία τους στην Ευρώπη… ήταν ο κοινωνικός και εθνικοαπελευθερωτικός οίστρος των λαών της Βαλκανικής, απέναντι στην Οθωμανική αυτοκρατορία, στο πλευρό της οποίας στέκονταν συνασπισμένη όλη η εξουσία της μέχρι χθές, μην τυχόν και ανοίξουν καινούργια μέτωπα και για ‘κείνους… το μήνυμα του Ρήγα μέσα απ’την δική του θυσία, συγκινούσε την Βαλκανική, και οι στίχοι του Θούριου είχαν γίνει πρόσταγμα Ελευθερίας.
Σ’ αυτή την εποχή, στα χρόνια του Αλή, και στο πασαλίκι του, που όριζε για λογαριασμό των Οθωμανών το μεγαλύτερο κομμάτι της σημερινής Δυτικής Ελλάδας, έζησε το αδούλωτο αυτό κομμάτι της γενιάς μας, αυτών που οργανωμένοι στην κοινοπολιτεία των Σουλιωτών αρνήθηκαν να προσκυνήσουν και που η μοίρα τους επιφύλαξε με μπαμπεσιά να βρούν κυνηγημένοι καταφύγιο σ’ αυτόν τον τόπο, που αρνιόνταν να προσκυνήσει 2000 χρόνια π.χ. μέχρι και τα χρόνια της αντίστασης!
Είναι Δεκέμβρης 1803. Οι Σουλιώτες αναγκάζονται να πάρουν το δρόμο της εξορίας. Το τραγικό αυτό ξερίζωμα δεν ικανοποιούσε τον Αλή. Ήθελε ν’αφανίσει τις απροσκύνητες εκείνες φάρες, κυρίως των Τζαβελαίων και των Μποτσαραίων. Ήθελε
να κάψει τη φλούδα της Σουλιώτικης γης, για να μην ξαναβλαστήσει σπόρος αντίστασης και λευτεριάς.
15 Δεκέμβρη, οι Σουλιώτες έκαμαν την έξοδό τους σε τρία σώματα διαιρεμένοι. Το πρώτο μπόρεσε να φτάσει στην Πάργα και να περάσει στην Κέρκυρα. Το δεύτερο, 800 περίπου ψυχές, κυκλώθηκε στα βράχια του Ζαλόγγου κι είχε το τέλος που ξέρουμε. Το τρίτο σώμα δεινοπαθώντας έφτασε στο Βουργαρέλι. Από ‘δω, παραμονές Χριστούγεννα 1803, σέρνοντας το Σταυρό του μαρτυρίου τους, θέλουν να φτάσουν στη Βρεστενίτσα, σε τούτο το χωριό. Τους λόγους τούς ήξεραν εκείνοι. 1148 ψυχές εξαντλημένες αποτελούσαν τη θλιβερή, μα αποφασισμένη εκείνη φάλαγγα των αθώων προσφύγων. Βαριά σέρναν τα βήματα και πήγαιναν για ‘κει που ‘ταν γραφτό οι Τουρκομάχοι του Σουλιού, οι Σταυραετοί της Κιάφας, να δώσουν την τελευταία μάχη και να γίνουν σύμβολο τιμής κι αντρειοσύνης. Μπροστά
πηγαίνουν οι αδελφοί Κίτσος και Νότης Μπότσαρης, πίσω οι οικογένειές τους, όλες οι οικογένειες των Μποτσαραίων και οι Κουτσονικαίοι. Βαρύ το φορτίο που ‘σέρναν: η πείνα, η αρρώστια, τα βάσανα και ο πόνος του μελλοθάνατου. Γριές σκελετωμένες κι ανήμποροι γερόντοι. Όλοι σφιγμένοι από τον πόνο και το πείσμα του αδικημένου.
Έκαμαν σύναξη κάτω στο χωριό κι αποφάσισαν να φύγουν για το Σέλτσο, εδώ στο Μοναστήρι. Η θέση ήταν φυσικό οχυρό, αλλά δεν είχε διέξοδο. Μόνο η γενναιοψυχία και η πίστη στον εαυτό τους δικαιολογούσαν την απόφαση.
Στην κορυφογραμμή του Φράξου, που κατεβαίνει από το ορεινό συγκρότημα Νεγκόζι προς τον Ασπροπόταμο, έφκιασαν τρία βασικά οχυρά, στο Σταυρό, στο Φράξο, και στον Αη-Λιά ψηλά. Την άμυνα του πρώτου οχυρού την ανέλαβε ο ίδιος ο Κίτσος Μπότσαρης, γιατί θα δεχόταν την πρώτη και τη μεγαλύτερη επίθεση. Την αντίσταση στη δεύτερη γραμμή γύρω από το μοναστήρι, των αντρών διηύθυνε ο γιος του Κίτσου Μπότσαρη, των γυναικών η Λένω Κίτσου Μπότσαρη, δεκαεννιάχρονη ηρωίδα. 8000 φανατισμένους Τουρκαλβανούς σύναξε ο
Αλή-Πασάς. Όλοι τούτοι είχαν κι από ένα στενό συγγενή σκοτωμένο από το βόλι Σουλιώτη. Πολλά τα τάματα σαν θα εξόντωναν τους Σουλιώτες στο Σέλτσο. Τα διπλά και τα τριπλά όποιοι θα του ‘φέρναν ζωντανούς τους Μποτσαραίους, ακόμα και το κεφάλι τους.
Εδώ συγκρούονται δύο κόσμοι. Από τη μια η υλική δύναμη – 8000 χορτάτοι και πάνοπλοι, διψασμένοι για εκδίκηση, απέναντι οι λίγοι – από τους 1148 κάπου 360 ήταν οι μάχιμοι, μαζί με τις γυναίκες που μπορούσαν να πολεμήσουν. Όλοι όμως είχαν μέσα τους μια σπάνια πανοπλία, την αλύγιστη ψυχή, το δίκιο και τον έρωτα της ελευθερίας. Οι Σουλιώτες θα αγωνίζονταν για τη λευτεριά και οι Τουρκαλβανοί για γρόσια και εκδίκηση για το αίμα των συγγενών τους.
14 Γενάρη 1804, χύθηκε το τούρκικο ασκέρι σαν μυρμηγκιά στη Βρεστενίτσα κάτω. Τους είδαν οι Σελτσιώτες από πάνω από το Φράξο. Σαν νύχτωσε οι γερόντισσες μπήκαν στο μοναστήρι, άναψαν τα κεριά και τα καντήλια. Παρακάλεσαν την Παναγιά τη Σελτσιώτισσα να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων κι ατιμαστούν. Με την αυγή, 15 Γενάρη, κάνουν την πρώτη λυσσασμένη
επίθεση. Η επίθεση συντρίφτηκε πάνω στον ηρωισμό των Σουλιωτών. Οι Τούρκοι για μια ακόμα φορά κατάλαβαν πως δεν πρόκειται να κάμψουν τους Σουλιώτες με βία και κατά μέτωπο επίθεση. Σκέφτηκαν με τους συνεχείς ακροβολισμούς και την στενή πολιορκία να τους αναγκάσουν μια μέρα, με την πείνα και την στέρηση, να παραδοθούν. Τέσσερις σχεδόν μήνες αμύνονταν οι Σουλιώτες κι άντεχαν στις στερήσεις, με πείρα και τρόπους που δεν φτάνει η ανθρώπινη φαντασία. Ό,τι δεν μπόρεσαν οι Τούρκοι με την ύλη και τη μαύρη ψυχή τους να πετύχουν, το πέτυχαν με την προδοσία και τους
προσκυνημένους Έλληνες. Το Σέλτσο προδόθηκε. Μην ψάχνετε να βρείτε τους προδότες. Είναι οι ίδιοι πάντοτε.
Χαράματα, 21 Απρίλη, γίνεται επίθεση στο προδομένο οχυρό του Αη-Λιά, που το υπεράσπιζαν 36 μόνο Σουλιώτες. Οι ηρωικοί υπερασπιστές παλεύουν σώμα με το σώμα με τους 1200 Τουρκαλβανούς, που αποτελούν δύναμη θανάτου και επιτίθενται κατά μάζες. Το μεσημέρι η άνιση πάλη είχε λήξει. Οι 36 γίγαντες έπεσαν σχεδόν όλοι. Το φρούριο εσίγησε. Νέες ξεκούραστες και χορτασμένες δυνάμεις χιλιάδων Τουρκαλβανών επιτίθενται στα άλλα δύο φρούρια, του Φράξου και
του Σταυρού. Οι λίγοι Σουλιώτες πλευροκοπήθηκαν και κυκλώθηκαν. Ακολουθεί σύγχυση και κόλαση, ανείπωτο μακελειό. Εδώ πια ο ηρωισμός ξεπέρασε τ’ ανθρώπινα μέτρα. Μάχονται απεγνωσμένα όλοι πια, άντρες και γυναίκες, και γερόντισσες ακόμα, με όπλα και μαχαίρια, με ξύλα και λιθάρια. Η Χριστίνα Μπότσαρη, η 19χρονη Λένω Κίτσου Μπότσαρη, η άλλη Λένω Νότη Μπότσαρη, 21 χρονών ετούτη, παλεύουν στήθος με στήθος σ’ αυτή την πρωτοφανή για την ιστορία σύγκρουση. Τραυματίζεται βαριά ο Νότης Μπότσαρης. Βάφτηκε ετούτος ο άγιος τόπος από το αίμα των μαρτύρων της ελευθερίας.
Το δράμα κορυφώνεται. Οι Τούρκοι προσπαθούν να πιάσουν τις γυναίκες ζωντανές. Μέσα στους σπαραγμούς της σφαγής, μια γυναικεία φωνή ακούγεται, που την ακολουθούν, ως επιθανάτιος τελευταίος ψαλμός και άλλες: “θάνατος κι όχι σκλαβιά”. Πολλές γυναίκες, αφού στα χέρια τους δεν τους έμεινε άλλο μέσο άμυνας, έτρεξαν στο μοναστήρι και στα κελιά και πήραν τα μικρά παιδιά τους, ορφανεμένα κόλας τα πιο πολλά από το μακελειό, τα πήραν για να πεθάνουν αντάμα το δραματικότερο θάνατο που έχει γράψει ποτέ η ιστορία του ανθρώπου! Και βιάζονταν για τούτο το θάνατο, γιατί οι Τούρκοι κόντευαν να τις φτάσουν και να τες σύρουν ατιμασμένες σκλάβες στα χαρέμια του Πασά. Πολλές, κυνηγημένες, πήραν τον κατήφορο να πέσουν στον Ασπροπόταμο. Όσες είχαν μικρά στην αγκαλιά, πολλές σακατεμένες, καρτερούσαν τι θα τους πρόσταζε η Καπετάνισσα.
Δυνατή ακούστηκε η φωνή απ’ το μακελεμένο κι αδύνατο κορμί της. “Τι καρτεράμε, δύστυχες; Να γκρεμιστούμε ογλήγορα, σκλάβες Τούρκων μη γίνουμε”. Η Καπετάνισσα πήρε στην αγκαλιά το παιδί της κι απ’ το άλλο χέρι ένα ορφανό. Προχώρησε στην άκρη στον γκρεμό. Έσφιξε την ψυχή της, έπνιξε τον πόνο της μάνας κι έριξε το παιδί της στον πέτακα που χάσκει κάπου 300 μέτρα κάτω. Μ’ αγκαλιασμένο το ορφανό παιδί, “καλή αντάμωση”, είπε στις τραγικές συντρόφισσες και ρίχτηκε στο χάος. Οι άλλες
αγκαλιάζουν και φιλούνε με πόνο τα παιδιά τους κι έρχονται κοντά στο βάραθρο, που έχασκε απαίσια. Η μια κοντά στην άλλη, κυνηγημένες καθώς τρέχουν προς το ποτάμι, πέφτουν και χάνονται στον γκρεμό. Ήταν, βλέπετε, γεννημένες για να κάνουν ήρωες κι όχι σκλάβους.
Δύστυχες μάνες, παράξενες και τραγικές φόνισσες, πού βρήκατε τη δύναμη να σκοτώσετε τα παιδιά σας, σκλάβοι Τουρκών μη γίνουνε! Εδώ, κυρίες και κύριοι, είναι το ολόπικρο και τραγικό μεγαλείο του Ανθρώπου: όταν ξεπερνάει τον εαυτό του για να σταθεί ελεύθερος και να γίνει θρύλος.
Πάνω από 220 γκρεμίστηκαν και χάθηκαν στου Σέλτσου τους γκρεμνούς. Σε δύο ως τρεις ώρες εκείνη η θλιβερή φάλαγγα των μελλοθανάτων ηρωίδων έφτασαν κυνηγημένες στο κορακογιοφύρι. Η γερόντισσα Δέσπω, χήρα του Γιώργη Μπότσαρη, του Κίτσου η μάνα, σαν είδε πως δεν μπόρεσε να περάσει το γιοφύρι, ρίχτηκε από το γκρεμό στο ποτάμι και πνίγηκε. Εδώ ήταν και η Λένω, η 19χρονη ηρωίδα. Επικεφαλής ομάδας γυναικών αλλά και αντρών, συνεχίζει να μάχεται στη δεξιά μεριά του ποταμού. Σαν έμεινε μόνη, πήδησε στο ποτάμι. Κάποιος Αρβανίτης, σαν την είδε όμορφη, ορμάει να την πιάσει. Τον αρπάζει, τον τραβάει στο ποτάμι και πνίγονται μαζί. Δεν πιάστηκε ζωντανή, μήτε και σκοτωμένη. Η ευαίσθητη λαϊκή ψυχή την τραγούδησε περήφανα και πονεμένα. Κι ο τραγικός επίλογος μιας συλλογικής ζωής που γίνεται θρύλος. Οι αδικοσκοτωμοί κάνουν τους ήρωες, οι ήρωες τους θρύλους, οι θρύλοι υφαίνουν κρουστά την παράδοση στο στημόνι της ζωής κι αυγαταίνουν τον πόθο της ελευθερίας. Νικήσαν τους ανίκητους πειρασμούς–πολιορκητές: τις στερήσεις και την πείνα, που ποτές αντρειωμένος δεν την νίκησε, πάλεψαν σαν άνθρωποι τη λαχτάρα της ζωής, που την αντάλλαξαν με την απόφαση του τίμιου θανάτου.
Φοβερός πειρασμός ο Απρίλης. Η φύση με τις ομορφιές “με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει: όποιος πεθαίνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει”.
Κι έρχεται για τη Σουλιώτισσα μάνα -όπως λίγο αργότερα για τη Μεσολογγίτισσα- ο συγκλονιστικότερος πειρασμός, η μητρότητα, η έγνοια της μάνας μη χάσει το παιδί της. Είναι η πιο συγκλονιστική υπέρβαση της ζωής, σαρκάζοντας τον θάνατο. Εδώ είναι το μεγαλείο των μαρτύρων του Σέλτσου. Τούτες οι αντιστάσεις συνθέτουν την τραγικότερη ομορφιά του ανθρώπου. Αυτοστρατευμένοι συνειδητά οι αγράμματοι, μα θυμόσοφοι εκείνοι μάρτυρες, υψώθηκαν στα έσχατα όρια της ηθικής ελευθερίας κι έδωσαν το πιο ανθρώπινο ορισμό του θανάτου, που είναι μαζί κι ο ωραιότερος ύμνος της ζωής. Αυτό είναι ο ήρωας: ο νοσταλγός της ελεύθερης ζωής από την όχθη του θανάτου, όταν κινδυνεύει η ανθρωπιά.
Στέκεται ολόρθος αντάρτης, σαν ψυχή και φρόνημα, ο Σουλιώτης, ο κλέφτης, ανυψώνεται κατακόρυφα, σαν τις σπαθοκορφές των βουνών που αλαφροπάτησε ο ίσκιος της ζωής του. Γαλουχημένος με αυτή την παράδοση και την έγνοια για τον άνθρωπο ο Ρίτσος, ενάμισυ αιώνα αργότερα, μας όρισε όμορφα κι απλά αυτή τη σχέση της ελεύθερης ζωής με τον τίμιο θάνατο: μια και μάθαμε,
σύντροφοι, να πεθαίνουμε, μάθαμε και να ζούμε, σύντροφοι. Η λευτεριά είναι κοντά.
Ετούτα τα παραδείγματα τα δίνουμε με συνέπεια σήμερα στα παιδιά μας, τα Ελληνόπουλα, που λέμε πως θέλουμε να τα κάμουμε καλούς πατριώτες αλλά και διεθνιστές πολίτες της Ευρώπης και του κόσμου;;; Βλέπετε καθημερινά, κυρίες και κύριοι, τα παραδείγματα στα κανάλια μας και τη ζωή!
Ανήμερα του χαλασμού, 24 τ’ Απρίλη, ο τόπος ήταν βαμμένος με αίμα, σπαρμένος με κορμιά. Από τις 1400 ψυχές Σουλιώτες και μερικούς άλλους, που είχαν συγκεντρωθεί στο Σέλτσο, 80 φαίνεται πως σώθηκαν από το θάνατο και την αιχμαλωσία. Ο Κίτσο Μπότσαρης, λαβωμένος, με το γιο του το Μάρκο και λίγους συντρόφους, δρασκέλισε τις χιονισμένες κορφές του Νιγκόζι και συνεχίζει τη δραματική του πορεία, ώσπου το 1813 δολοφονείται στην Άρτα από το Γώγο Μπακόλα και τους ανθρώπους του! Τι να πει κανείς για τούτη την πατρίδα…! Ο Νότης Μπότσαρης βαριά λαβωμένος οδηγήθηκε αιχμάλωτος στα Γιάννενα. Του λιγόστευε την πίκρα μόνο η σκέψη πως θα έφευγε κάποτε απ’ τα χέρια του Αλή, να συνάξει τους Σουλιώτες, που απόμειναν, για να πάρει εκδίκηση για τον άδικο χαμό του Σέλτσου. Δικαιώθηκε, τον βλέπουμε πολέμαρχο στο Μεσολόγγι. Μια μικρή ομάδα, σακατεμένη, μπόρεσε να περάσει τον Ασπροπόταμο και να συνεχίσει τον αγώνα στα Άγραφα με τον Κατσαντώνη και τους κλέφτες.
κυρίες και κύριοι,
η ιερή μνήμη αυτών που άφησαν την ζωή τους σ’αυτό τον κακοτράχαλο τόπο, μας καλούν να μελετήσουμε εκείνους τους καιρούς, να τους μελετήσουμε με σεβασμό, έχοντας πάντα σαν στόχο την καλλιέργεια εκείνης της γνώσης, της επιστημονικής παιδείας, πάνω στην οποία θα μπορέσουμε να στηρίξουμε έναν άλλο κόσμο, χωρίς κατακτητές και υποτελείς, χωρίς βηλαέτια, ραγιάδες και κοτσαμπάσηδες, χωρίς τσοχανταρέους και κυνηγημένους. Αυτοί που επιζητούν το αντίθετο, όσοι ψάχνουν στα σκουπίδια της ιστορίας να βρούν ό,τι μπορεί να αμαυρώσει, σε όλες τις εποχές, τους απλούς ανθρώπους, που τελικά η ζωή τους ανάγκασε να γίνουν μεγάλοι, κι έτσι τελικά να γίνουν σύμβολα στο μέλλον, όσοι, ακόμη πιό πονηροί ετούτοι, μην μπορώντας να νικήσουν την ιστορική αλήθεια, υποβαθμίζοντας και αποσιωπώντας τις μεγάλες στιγμές του λαού μας, απλά την αλλαγή του κόσμου πολεμούν… θέλουν η αντανάκλαση όλων “των χθες” να είναι εικόνα και ομοίωση του δικού τους σήμερα, γιατί πάντα αυτό τους ήταν βολικό για να διαφεντεύουν… ένα σήμερα υποταγής, υποτέλειας, αέναου προσκυνήματος, συνδιαλλαγής, προσαρμογής και εξαπάτησης της αλήθειας… πολλές φορές ντυμένης με εύπεπτες λέξεις, όπως “συναίνεση”, “λήθη”, “συνεκμετάλευση” πολύ πρόσφατα, πάντα για τα δικά τους συμφέροντα όμως… ένα σήμερα τόσο άθλιο, όσο και ο κόσμος της αδικίας, της εκμετάλλευσης και των πολέμων που υπηρετούν… τυφλώνουν τους λαούς ανάγοντας το “επουσιώδες” σε “ουσιώδες”, παραποιώντας την σημασία λέξεων και αξιών… αφήστε τους να μοχθούν… οι αγωνιστές του Σέλτσου, η Επανάσταση που ακολούθησε, το Αλβανικό έπος, η ηρωική εθνική αντίσταση, η πίστη των απλών ανθρώπων του λαού μας, που
αρνούνται να αποδεχθούν όσα οι “χαρτογιακάδες” του κόσμου σχεδιάζουν… όλα αυτά, είναι απλά ο λαός μας, ο δικός μας λαός, κι όλοι οι λαοί του κόσμου που δεν προσκύνησαν στην Ιστορία… κι ανήκουν στην αγωνιστική τους παρακαταθήκη… οι άλλοι, που αλήθεια ανήκουν;;;