Ο Γάλλος γιατρός F.C.H.L. Pouqueville συμμετείχε, κατά το έτος 1798, στην επιστημονική αποστολή που ακολούθησε τον στρατό του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο. Εκεί, έπεσε θύμα απαγωγής και κρατήθηκε όμηρος για τρία χρόνια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπου και εξοικειώθηκε με την ελληνική γλώσσα και πραγματικότητα. Καρπός της περιπέτειάς του υπήρξε ένα τρίτομο έργο. Σε αυτό, κατέγραψε τις εντυπώσεις του κατά την παραμονή του στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ωστόσο, για τη συγγραφή του βασίστηκε περισσότερο στις μελέτες προηγούμενων οδοιπορικών και σε όσα έμαθε από συγκρατούμενούς του, παρά στα όσα είδε ο ίδιος. Χάρη όμως στο έργο του, διορίστηκε πρόξενος της Γαλλίας στα Ιωάννινα, όπου και υπηρέτησε από το 1805 έως το 1815. Κατά τη διάρκεια της θητείας του, περιηγήθηκε ολόκληρη την Ήπειρο, όπως και μεγάλα τμήματα της υπόλοιπης Ελλάδας, συγκέντρωσε ποικίλο υλικό και κατέγραψε συστηματικά, περιγράφοντας με λεπτομέρειες, τόσο τη σύγχρονή του κατάσταση όσο και τις αρχαίες θέσεις. Το έργο του Pouqueville θεωρείται σταθμός και ξεχωρίζει ανάμεσα στα περιηγητικά κείμενα για τον αξεπέραστο όγκο και την ποικιλία του, όπως και για το γεγονός ότι ο δημιουργός του παρέμεινε τον περισσότερο χρόνο από όλους τους περιηγητές στην Ελλάδα. Παράλληλα, εκδόθηκε πριν από το αντίστοιχο του W.M.Leake και για αυτό κατέχει τον χαρακτηρισμό του πρώτου ολοκληρωμένου οδοιπορικού για την Ελλάδα.
Κατά τον Αύγουστο του 1814, ο Pouqueville επισκέφτηκε τα βλαχοχώρια της Πίνδου. Η περιήγησή του τον έφερε, ανάμεσα σε άλλα, και στους ιστορικούς Καλαρρύτες. Εντυπωσιασμένος από την τοποθεσία, την άγρια φύση, την οικονομική ευμάρεια, την εμπορική και καλλιτεχνική δραστηριότητα, τον τρόπο διαβίωσης, τα ήθη και τα έθιμα αλλά και την αδούλωτη ψυχή των κατοίκων, περιλαμβάνει αρκετά στοιχεία στο έργο του τόσο για το χωριό ειδικότερα όσο και για τους Βλάχους νομάδες της Πίνδου γενικότερα.
Αρχικά λοιπόν, ο περιηγητής αναφέρεται στην ακμάζουσα βιοτεχνία παραγωγής κάπας, η οποία υπήρξε η αφετηρία έναρξης των εμπορικών σχέσεων των Καλαρρυτών με τον ευρωπαϊκό κόσμο. Γρήγορα μάλιστα, οι ιδιαίτερα δραστήριοι και εύστροφοι Καλαρρυτινοί έμποροι ίδρυσαν εμπορικούς οίκους σε ορισμένες από τις μεγαλύτερες ιταλικές πόλεις, ενώ αρκετοί εγκαταστάθηκαν και οι ίδιοι σε διάφορα κέντρα της ιταλικής χερσονήσου, όπως στη Μάλτα, στο Λιβόρνο και στη Βενετία. Ταυτόχρονα, επέκτειναν τις συναλλαγές τους και τις δραστηριότητες τους και σε άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις. Είναι χαρακτηριστικό και εντυπωσιακό ότι στους απομονωμένους Καλαρρύτες των αρχών του 19ου αι., ο Γάλλος περιηγητής μπορούσε να πληροφορηθεί τις τιμές των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων, καθώς οι έμποροι παρακολουθούσαν τη διεθνή αγορά και ιδιαίτερα τις τιμές των προϊόντων που τους ενδιέφεραν. Επιπλέον, οι πολυταξιδεμένοι έμποροι μιλούσαν πολλές ξένες γλώσσες, ενώ διέθεταν και πλούσιες βιβλιοθήκες με γαλλικά, ιταλικά βιβλία αλλά και σημαντικές εκδόσεις Ελλήνων κλασσικών συγγραφέων.
Η επόμενη τάξη, μετά τους εμπόρους, ήταν οι ονομαστοί αργυροχόοι και χρυσοχόοι. Επρόκειτο για έναν εξαιρετικά επικερδή, για την περίοδο, επαγγελματικό κλάδο. Μάλιστα, οι Καλαρρυτινοί τεχνίτες θεωρούνταν άριστοι στην επεξεργασία του χρυσού και του ασημιού, καθώς και στην παραγωγή κοσμημάτων και ποικίλων σκευών. Εκτός από τα παραπάνω, φημίζονταν και για τα μοναδικά έμμετρα, χαραγμένα επάνω στους μαστραπάδες, επιγράμματα.
Ιδιαίτερη νύξη γίνεται και στην οικονομική άνθηση των Καλαρρυτών, η οποία γρήγορα προκάλεσε τον φθόνο του Αλή πασά, με συνέπεια να εγείρει υπέρογκες, σχεδόν ληστρικές, οικονομικές απαιτήσεις από τους κατοίκους. Ειδικότερα, οι Καλαρρυτινοί, προτού ενταχθούν στο πασαλίκι του Αλή, πλήρωναν έναν ετήσιο ποσό στη βασιλομήτορα Βαλιδέ σουλτάνα, διατηρώντας παράλληλα την αυτονομία τους αλλά και αρκετά προνόμια. Ωστόσο, μετά την αναγκαστική ένταξή τους στο πασαλίκι, ο νέος διοικητής της Ηπείρου επέτρεψε μεν τη διατήρηση της αυτονομίας του χωριού με αντάλλαγμα όμως υπέρογκα χρηματικά ποσά, τα οποία, εφόσον δεν πληρώνονταν στην ώρα τους, είχαν επιπλέον τόκο 10%. Έτσι γρήγορα, η κοινότητα βρέθηκε βυθισμένη σε βαριά χρέη. Βέβαια, οι Καλαρρυτινοί πίστευαν ότι με την εργατικότητά τους θα κατάφερναν να αποπληρώσουν τα χρέη και να διατηρήσουν την αυτονομία τους, καθώς στο χωριό δεν υπήρχαν κατακτητές παρά μόνο ένας σούμπασης χωρίς μεγάλες δικαιοδοσίες.
Ο φθόνος του Αλή πασά, ο φόβος των αντιποίνων αλλά και η πατριωτική ευαισθησία των κατοίκων είχαν ως συνέπεια την έλλειψη μεγάλης πολυτέλειας και επίδειξης πλούτου. Πιο συγκεκριμένα, οι Καλαρρυτινοί αγόραζαν ελάχιστα αντικείμενα από το εξωτερικό. Οι σοφάδες και τα χαλιά τους ήταν εγχώριας κατασκευής, ενώ και τα ενδύματά τους κατασκευάζονταν στον αργαλειό. Στις γυναίκες, απαγορευόταν να φορούν χρυσοκέντητα φορέματα, σάλια, γούνες ή κοσμήματα, όπως συνηθιζόταν στις γυναίκες της Ανατολής. Η παράβαση του κανόνα ισοδυναμούσε με ατίμωση του συζύγου. Αλλά και οι άντρες απέφευγαν την επίδειξη πλούτου και η πιθανή παράβαση του κανόνα ισοδυναμούσε με απώλεια της εκτίμησης της κοινότητας. Αντίστοιχοι περιορισμοί υπήρχαν και στις προίκες.
Η αναφορά στους Καλαρρύτες ολοκληρώνεται με την εντύπωση που προκάλεσε στον περιηγητή η τάξη και η ομόνοια που επικρατούσε αρχικά στις οικογένειες και εν συνεχεία σε ολόκληρο το χωριό αλλά και η προσπάθεια να καταστεί πιο ανεκτή η ζωή των υπόδουλων, χωρίς ωστόσο σημαντικούς συμβιβασμούς.
Στη συνέχεια, ο Pouqueville περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τη ζωή των Βλάχων νομάδων της Πίνδου συνολικά, την οποία και παρακολούθησε εκ του σύνεγγυς προκειμένου να συγκεντρώσει στοιχεία. Πιο συγκεκριμένα, τα βοσκοτόπια χωρίζονταν κάθε χρόνο ανάμεσα στις διάφορες φάρες των νομάδων. Αρχές Μαΐου, ξεκινούσε η άνοδος προς τα βουνά. Αντίστοιχα μετά τη φθινοπωρινή ισημερία, ξανάρχιζε η κάθοδος για να συγκεντρωθούν στα χειμαδιά της Θεσσαλίας γύρω στις 15 Νοεμβρίου. Πριν την έναρξη του ταξιδιού, πραγματοποιούνταν στα χωριά επίσημη τελετή αλλά και η σύναξη των γερόντων, όπου λαμβανόταν η απόφαση για το ποιες οικογένειες θα παρέμεναν το χειμώνα στο χωριό ως φύλακες. Ακολουθούσαν οι δεήσεις των ιερέων, που έδιναν και το σύνθημα για την αναχώρηση. Το ταξίδι είχε προγραμματιστεί από πριν με κάθε λεπτομέρεια, αναφορικά με τη διαδρομή που θα ακολουθούσαν, τις στάσεις και τα σημεία βοσκής των ζώων, τη διάρκεια των στάσεων αλλά και τα σημεία των διανυκτερεύσεων. Κατά μέσο όρο, βάδιζαν περίπου 8 ώρες ημερησίως. Σε ένα από τα ταξίδια τους, οπότε ο περιηγητής συνάντησε τους νομάδες, διέκρινε ανθρώπους κάθε ηλικίας, από μωρά στην κούνια ή στην αγκαλιά της μητέρας τους, μικρά παιδιά, εγκυμονούσες γυναίκες αλλά και ηλικιωμένους. Αυτοί μετέφεραν όλη την οικοσκευή τους, φορτωμένη επάνω σε μουλάρια, ενώ ακολουθούσαν τα κοπάδια των αιγοπροβάτων αλλά και οικόσιτα ζώα. Οι συγκεκριμένες μετακινήσεις και ο τρόπος που πραγματοποιούνταν βασιζόταν σε παραδόσεις αιώνων.
Έως και την περίοδο του Αλή πασά, οι Βλάχοι νομάδες μετακινούνταν ελεύθερα, πληρώνοντας μόνο τον ετήσιο φόρο στη βασιλομήτορα Βαλιδέ Σουλτάνα . Έκτοτε, ο νέος διοικητής της Ηπείρου, με την πρόφαση ότι θα τους προστάτευε από τους κλέφτες και τους κάθε είδους αρματολούς που λυμαίνονταν τα κοπάδια και τις περιουσίες τους, εξανάγκασε τους κτηνοτρόφους να πληρώνουν ενοίκιο για τα βοσκοτόπια τους. Μάλιστα λίγο αργότερα, ο ίδιος ο πασάς αυτοχρίστηκε αρχιτσέλιγκας της Ηπείρου, αρπάζοντας από διάφορους μπέηδες τα κοπάδια τους και αναθέτοντας τη φύλαξή τους αλλά και τη δήθεν προστασία και περισσότερο παρακολούθηση των Βλάχων σε μια φυλή Αρβανιτών.
Ωστόσο, οι Βλάχοι, φλογεροί πατριώτες, βοηθούσαν τους Κλέφτες και τους Αρματολούς, οι οποίοι πρόβαλλαν αντίσταση στον πασά, εφοδιάζοντας τους με τρόφιμα και φροντίζοντας τους πληγωμένους. Παράλληλα, απέφευγαν να του καταγγέλλουν τις τυχόν κλοπές των ζώων τους. Αντίστοιχα, οι Κλέφτες σε ανταπόδοση προστάτευαν τους κτηνοτρόφους από τις αιφνίδιες και επικίνδυνες επεμβάσεις του Αλή πασά. Δηλαδή, οι δυο πλευρές είχαν συνυπογράψει μια άγραφη συμφωνία μεταξύ τους.
Η αναφορά του Pouqueville στους Βλάχους της Πίνδου ολοκληρώνεται με την αρκετά λεπτομερειακή περιγραφή των ενδυμάτων τους αλλά και τα γενικά χαρακτηριστικά που τους αποδίδει. Πρόκειται για την εργατικότητα και την εξαιρετική αντοχή, με άμεσο επακόλουθο τη μεγάλη μυϊκή δύναμη και τα καλογυμνασμένα σώματα. Αντίστοιχα, οι γυναίκες συναγωνίζονται σε εργατικότητα τους άντρες. Μάλιστα μόλις έφταναν σε κάποια ηλικία, ασκούσαν ακόμη και τα πιο βαριά επαγγέλματα στο πλευρό των συζύγων ή των γονιών τους, με σκοπό να κερδίσουν και εκείνες χρήματα και να συνδράμουν με τον τρόπο τους στον οικογενειακό προϋπολογισμό. Έτσι, ξεχώριζαν για τις φαρδιές πλάτες τους και τα ρωμαλέα μέλη τους προορισμένα για εργασία. Ως συνέπεια, τα καλογυμνασμένα σώματά τους δε θεωρούνταν όμορφα και ελκυστικά από τους κατακτητές. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ποτέ οι πασάδες δεν επέλεγαν γυναίκες από τα βλαχοχώρια για τα χαρέμια τους.
Η Κωνσταντίνα Ζήδρου γεννήθηκε στα Ιωάννινα, όπου και κατοικεί μόνιμα. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, ακολουθώντας την αρχαιολογική κατεύθυνση. Απέκτησε το Μεταπτυχιακό Δίπλωμα ειδίκευσης στη Βυζαντινή Αρχαιολογία και Τέχνη από το Διατμηματικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Μεσαιωνικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστήμιου Ιωαννίνων. Σήμερα, εκπονεί τη διδακτορική της διατριβή στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Έχει συμμετάσχει σε πανεπιστημιακές ανασκαφές στον χώρο της Ηπείρου (Δωδώνη, Δουρούτη) αλλά και σε επιστημονικά προγράμματα του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, κυρίως με θέματα που αφορούσαν την Ήπειρο. Έχει δημοσιεύσει άρθρα για την ιστορία και αρχαιολογία, κυρίως της Ηπείρου, στον περιοδικό τύπο και σε επιστημονικά περιοδικά. Έλαβε μέρος σε διεθνή, πανελλήνια και τοπικά συνέδρια και ημερίδες. Έχει διοργανώσει αρκετές εκδηλώσεις με θέματα σχετικά με την ιστορία και αρχαιολογία. Έχει ασχοληθεί συστηματικά με το Κάστρο των Ιωαννίνων, όπως και με την ιστορία και αρχαιολογία της περιοχής των Τζουμέρκων.