Γράφει η Αρχαιολόγος Κωνσταντίνα Ζήδρου
Η πορεία των Τζουμέρκων μέσα στον χρόνο υπήρξε μακραίωνη και πολυτάραχη. Ήδη από την εποχή του Χαλκού και γύρω στο 2000 π.Χ., περίοδο άφιξης των πρώτων ελληνόφωνων φύλων στην Ήπειρο, εγκαθίσταται στη συγκεκριμένη περιοχή το φύλο των Αθαμάνων. Από αυτό πήρε και το όνομά της και έτσι έκτοτε έμεινε γνωστή ως Αθαμανία.
Οι φιλολογικές πηγές επιβεβαιώνουν την άφιξη του φύλου των Αθαμάνων, με τα υπόλοιπα ελληνόφωνα και την εγκατάστασή του στην περιοχή. Ο Στράβων, αντλώντας πληροφορίες από τον Θεόπομπο, τους συμπεριλαμβάνει στην απαρίθμηση των έντεκα από τα δεκατέσσερα κυριότερα Ηπειρωτικά φύλα. Στα βόρεια τους κατοικούσαν οι Αίθικες, στα δυτικά τους οι Μολοσσοί και στα νότια οι Αμφιλόχιοι.
Η έλλειψη όμως συστηματικής αρχαιολογικής έρευνας αποτελεί ανάσχεση στη μελέτη της πορείας και δράσης του τόσο κατά την προϊστορική εποχή όσο και κατά την κλασική αρχαιότητα και έως τις αρχές του 4ου π.Χ. αι. Δυστυχώς, οι ελάχιστες αναφορές στις γραπτές πηγές και τα σποραδικά αρχαιολογικά ευρήματα δεν προσφέρουν παρά αποσπασματικά στοιχεία, αποδεικνύοντας την κατοίκηση της περιοχής από ένα ελληνικό νομαδικό φύλο, το οποίο, λόγω της γεωγραφικής του απομόνωσης και των δυσχερειών διαβίωσης, παρέμεινε σε «πρωτόγονη κατάσταση», σε σύγκριση με τη νότια Ελλάδα. Οι Αθαμάνες, όπως και τα όμορα φύλα, διήγαν βίο ποιμενικό νομαδικό, μετακινούμενοι από τους χειμερινούς στους θερινούς βοσκοτόπους και αντίστροφα. Κατά συνέπεια, ο γεωγραφικός τους χώρος, για πολλούς αιώνες, δεν οριζόταν με σταθερά, συνεχή όρια, αλλά καθαρά ποιμενικές διαιρέσεις.
Εξαιτίας του τρόπου ζωής τους, οι Αθαμάνες φαίνονταν βάρβαροι στα μάτια των Ελλήνων των νοτιότερων περιοχών κατά τους ιστορικούς χρόνους. Ωστόσο, οι σχετικές αναφορές στις πηγές πρέπει να ερμηνευθούν ως αντιδιαστολή του πολιτισμού τους με τους Έλληνες του νότου και όχι να οδηγήσουν σε αμφισβήτηση της ελληνικότητάς τους, η οποία είναι άλλωστε καταφανής από τα οκτώ γνωστά τοπωνύμια (Αθήναιον, Αιθοπία, Άκανθος, Αργιθέα, Ηράκλεια, Θεοδωρία, Κραννών, Τετραφυλία), τα ανθρωπωνύμια και τις επιγραφές των νομισμάτων.
Η ελληνικότητα του φύλου των Αθαμάνων επιβεβαιώνεται και από τη θρησκευτική ζωή των κατοίκων. Σύμφωνα λοιπόν με τις φιλολογικές μαρτυρίες και τα αρχαιολογικά δεδομένα, ως κύρια θεότητα στην περιοχή θεωρείται η Αθηνά. Στο Πάνθεο της Αθαμανίας ανήκει και η λατρεία της Διώνης, της κυρίαρχης γυναικείας θεότητας στην Ήπειρο, του Απόλλωνα, θεότητας σημαντικής στη γειτονική Αμβρακία, των Νυμφών, όπως και του Ποσειδώνα, λατρείας γνωστής σε ολόκληρη την Ήπειρο. Ωστόσο, στην Αθαμανία δε λατρεύτηκε ο Δωδωναίος Ζευς αλλά ο Ζευς Ακραίος.
Με το πέρασμα στον 4ο π.Χ. αι., που αποτελεί αφετηρία της γενικότερης πολιτικής οργάνωσης της Ηπείρου κατά τα νοτιοελλαδικά πρότυπα, της πολιτιστικής ανάπτυξης και της ενεργής συμμετοχής των διαφόρων πόλεων – κρατών της στα ελληνικά πράγματα, εμφανίζονται στο προσκήνιο και οι Αθαμάνες. Πιο συγκεκριμένα, χωρίς να είναι γνωστή η πολιτική τους οργάνωση καθώς και ο χρόνος ίδρυσης του ομώνυμου βασιλείου, συμμετέχουν δυναμικά στα μεγάλα πολιτικά και πολεμικά γεγονότα της νοτίου Ελλάδος.
Η πρώτη ιστορική αναφορά στους Αθαμάνες ανάγεται στο 395 π.Χ., όταν αναφέρονται ως μέλη της Κορινθιακής και στη συνέχεια της Β΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας. Το 354 π.Χ., στον Ιερό πόλεμο, πολέμησαν εναντίον των Φωκέων και το 323 π.Χ. στον Λαμιακό πόλεμο εναντίον των Μακεδόνων. Το 295 π.Χ., ο Πύρρος προσάρτησε, στο βασίλειό του, τη χώρα τους, επειδή απέβλεπε στην επίκαιρη γεωγραφική της θέση, ενώ ο πληθυσμό της, έκτοτε, τον ακολουθούσε στις εκστρατείες του.
Με την πτώση της βασιλείας, το 232 π.Χ., οι Αθαμάνες ανέκτησαν την ανεξαρτησία τους. Κατά τα έτη 220-185 π.Χ., την περιοχή κυβέρνησαν οι βασιλείς Θεόδωρος και Αμύνανδρος. Ιδιαίτερα ο δεύτερος ανέπτυξε μεγάλη διπλωματική δραστηριότητα και άσκησε ευρύτερη πολιτική, έξω από τα στενά όρια της χώρας του. Ενδεικτικό της πολιτικής των βασιλέων των Αθαμάνων είναι η αναγραφή των ονομάτων τους στον κατάλογο των θεωροδόκων των Δελφών και οι σχέσεις τους με άλλα ιερά, όπως της Δήλου και της Κλάρου.
Μια ακόμη απόδειξη της σημασίας της Αθαμανίας αλλά και των επαφών της με τον τότε γνωστό κόσμο εμπεριέχεται στο έργο του ιστορικού Διόδωρου του Σικελιώτη, ο οποίος, στο 33ο βιβλίο της ιστορίας του, διηγείται για τον Γαλαίστη, γιο του βασιλιά Αμύναδρου της Αθαμανίας, ότι ξεχώριζε, ανάμεσα στους ομοεθνείς του, για την καταγωγή, τα πλούτη και τη φήμη του. Ο ίδιος δημιούργησε φιλία με τον Πτολεμαίο ΣΤ΄ Φιλομήτορα. Μάλιστα, ήταν τόση η εμπιστοσύνη που του έδειχνε ο Αιγύπτιος βασιλιάς και τόσες οι ικανότητές του, ώστε σε μια μάχη κατά του Δημητρίου Νικάτορα, στο πλαίσιο της προσπάθειας του Πτολεμαίου να κατακτήσει και τη Συρία, ο Γαλαίστης τέθηκε επικεφαλής των δυνάμεων της Αλεξάνδρειας. Μετά τον θάνατο του Πτολεμαίου, το 145 π.Χ., ο Γαλαίστης κατηγορήθηκε άδικα. Επιπλέον, γνωρίζοντας την αντιπάθεια του νέου βασιλιά της Αιγύπτου προς το πρόσωπό του και φοβούμενος για τη ζωή του, επέστρεψε στην Ελλάδα. Ωστόσο και μετά την επιστροφή του, δε διέκοψε τις σχέσεις του με την Αίγυπτο. Αντίθετα, ανέλαβε υπό την προστασία του όσους και ήταν πολλοί, είχαν κατηγορηθεί για ανταρσία και είχαν εξοριστεί από τη χώρα. Επιπλέον, προετοιμαζόταν, σε συνεργασία με τους εξόριστους Αιγυπτίους, να επαναφέρει στον θρόνο τον γιο του Πτολεμαίου Φιλομήτορα.
Η Αθαμανία δεν πρέπει να απέφυγε την κοινή μοίρα της Ηπείρου το 167 π.Χ., όταν οι λεγεώνες του Αιμιλίου Παύλου κατέστρεψαν 70 Ηπειρωτικές πόλεις και υποδούλωσαν 150.000 Ηπειρώτες. Βεβαίως, το βασίλειο δεν καταστράφηκε ολοκληρωτικά, καθώς από επιγραφικές μαρτυρίες πληροφορούμαστε ότι από την εποχή του Αμύνανδρου ή λίγο μετά το 167 π.Χ. στην περιοχή λειτούργησε το Κοινό των Αθαμάνων, τουλάχιστον έως το 88/87 π.Χ.
Στοιχεία και πληροφορίες για τον πολιτισμό και την ιστορική διαδρομή των Αθαμάνων αντλούνται κυρίως από τις γραπτές πηγές. Η σημασία της περιοχής έγινε αντιληπτή από τους αρχαίους συγγραφείς από πολύ νωρίς, όπως αποδεικνύεται από τις ποικίλες αναφορές στα έργα τους. Η σημασία αυτή επιτείνεται και μέσω της σύγκρισης των σχετικά περιορισμένων χωρίων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, αφιερωμένων στην Ήπειρο συνολικά, με εξαίρεση ίσως την Αμβρακία και το Ιερό και Μαντείο της Δωδώνης και των αντιστοίχων για την Αθαμανία, σχετικά πολυπληθών για ένα τοπικό φύλο.
Συνοπτικά, οι όροι Αθαμανία και Αθαμάνες απαντούν σε έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας από μία πολύ πρώιμη εποχή, ήδη από τον 6ο π.Χ. αι., οπότε κυρίως οι αποικίες και το ιερό και μαντείο της Δωδώνης ήταν γνωστά στον νοτιοελλαδικό κόσμο. Συνεχίζουν αδιάκοπα έως και την περίοδο της ρωμαιοκρατίας και πιο συγκεκριμένα έως και τον 2ο αι. μ. Χ. Αντίστοιχα, υπάρχουν και στη βυζαντινή γραμματεία, από τον 5ο μ. Χ. αι. έως και τον 12ο μ.Χ. αι., με μια διακοπή κατά τον 4ο, 7ο, 8ο και 11ο αιώνα. Εκτός από το μεγάλο χρονολογικό εύρος, αξιοσημείωτη θεωρείται η ποικιλία των έργων που περιλαμβάνουν σχετικές αναφορές και πληροφορίες. Πρόκειται για έργα: ιστορικά, γεωγραφικά, περιηγητικά, φιλοσοφικά, φιλολογικά, καθώς και για τα σπουδαιότερα βυζαντινά λεξικά. Επιπλέον, ως υψίστης σημασίας μπορούν να χαρακτηριστούν τα αντλούμενα στοιχεία τόσο για τη θέση της περιοχής, τη γειτνίαση της με άλλα φύλα και τις σχέσεις της με τις όμορες επικράτειες όσο και για την ιστορία και τη σημασία της.
Ωστόσο και τα οικιστικά κατάλοιπα αλλά και τα κινητά ευρήματα αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες της ανθρώπινης παρουσίας και δράσης στην περιοχή. Πιο συγκεκριμένα, αρχαιότητες έχουν εντοπιστεί σε διάφορες θέσεις (Γουριανά, Ανεμοράχη, Κυψέλη, Βουργαρέλι, Καλαρρύτες, Πράμαντα, Ραφταναίοι και αλλού), περιλαμβάνοντας από τειχισμένους οικισμούς, ακροπόλεις, πύργους των ελληνιστικών χρόνων και γενικά μικρότερης ή μεγαλύτερης έκτασης ποικίλα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, καθώς και κινητά ευρήματα, τα οποία αποκαλύφθηκαν κυρίως από τους δύο μεγάλους ερευνητές της Ηπείρου: τον N.G.L. Hammond και τον Σ. Δάκαρη και πιο πρόσφατα από την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Αντίστοιχες θέσεις και ευρήματα έχουν εντοπιστεί και στην περιοχή της Θεσσαλίας. Ωστόσο, εκεί έχουν διενεργηθεί και αρχαιολογικές έρευνες, προσφέροντας περισσότερα στοιχεία για την ιστορία και τον πολιτισμό των αρχαίων Αθαμάνων. Βέβαια, το σύνολο σχεδόν των γνωστών αρχαίων μνημείων και οπωσδήποτε και άλλα άγνωστα βρίσκονται κρυμμένα μέσα στην πυκνή βλάστηση και το δυσπρόσιτο ανάγλυφο της περιοχής, αναμένοντας να εντοπιστούν, να μελετηθούν, να συντηρηθούν, με σεβασμό στην ιδιαίτερη φυσιογνωμία τους και το περιβάλλον και εν τέλει να αναδειχτούν.
Κωνσταντίνα Ζήδρου
Αρχαιολόγος
Εικ. 1 Άποψη της επικράτειας των αρχαίων Αθαμάνων
Εικ. 2 Άποψη του θεοπόταμου Αράχθου, ο οποίος διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στην ανάπτυξη του πολιτισμού τους.
Εικ. 3 Χάλκινο αγαλματίδιο της θεάς Άρτεμης από τα Πιστιανά (η εικόνα προέρχεται από το διαδίκτυο http://www. grecorama.com/)
Εικ. 4 Χάρτης αρχαίων ακροπόλεων ( η εικόνα προέρχεται από το διαδίκτυο https://www.archaiologia.gr/ )