Αποχαιρετισμός του Αντώνη Κολιάτσου στον αρτινό πολιτικό
Με τον αείμνηστο Δ. Τσοβόλα με συνέδεε μια ειλικρινής σχέση φιλίας, αλληλοσεβασμού και αμοιβαίας εκτίμησης. Ήταν μία σχέση που γεννήθηκε στα παιδικά μας χρόνια, η οποία παρά τις ύστερες διαφορετικές ιδεολογικές πεποιθήσεις και πολιτικό-κομματικές τοποθετήσεις μας, διατηρήθηκε αναλλοίωτη στο χρόνο. Την περίοδο 1981-1989 , επί εποχής παντοδυναμίας του ΠΑΣΟΚ που ήταν πανίσχυρος υφυπουργός και υπουργός οικονομικών, του άσκησα σκληρή κριτική από τις στήλες της εφημερίδας «ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΒΗΜΑ», της οποίας υπήρξα εκδότης , διευθυντής και πολιτικός αρθρογράφος. Μάλιστα πολύ αργότερα, όπως μου εξομολογήθηκε ο ίδιος και μετ’ ολίγον σε παρέα κοινών φίλων στο καφέ «ΜΑΞΙΜ», δεν δίστασε να ξανά πει : «… παρά το γεγονός ότι (με τον Αντώνη) είμαστε πολιτικά και κομματικά απέναντι, εντούτοις τον ξεχωρίζω για την αντικειμενικότητα, την ευγένεια και την ισχυρή επιχειρηματολογία της αρθρογραφίας του[…]. Πάντως, δεν κρύβω ότι περισσότερο μου είχαν κάνει εντύπωση τα δύο ιδιαίτερα επικριτικά άρθρα του στην εφημερίδα που εξέδιδε σ. σ, αναφέρονταν στα άρθρα: «Ο ΝΕΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ «ΚΑΜΙΚΑΖΙ» ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ»(Δεκέμβριος 1985)» και «Ο Δ.ΤΣΟΒΟΛΑΣ και οι «ΑΡΛΕΚΙΝΟΙ» ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ»(Ιανουάριος 1992) , τα οποία, ωστόσο, τα μετέπειτα γεγονότα μάλλον τον δικαίωσαν. Τον Αντώνη, τον εκτιμώ ιδιαίτερα… Είναι και παραμένει φίλος μου…». Ο Δ. Τσοβόλας, όμως, πάντα ευγενής και ανθρώπινος, αξιοζήλευτα μαχητικός και ακραία εργασιομανής, υπήρξε ασυμβίβαστος υπερασπιστής των ιδεών του και των πολιτικό-κομματικών του θέσεων. Με την απλότητα, καταδεκτικότητα και την αξιοπρεπή γενικότερη παρουσία του, την εντιμότητα, την ανιδιοτέλεια και την αποφασιστικότητα που τον διέκριναν κατά την μακρά πορεία του στην πολιτική και στη μαχόμενη δικηγορία, ο Δ. Τσοβόλας πέτυχε δύο σημαντικά πράγματα, που θα ζήλευαν πολλοί σύγχρονοι συνάδελφοί του πολιτικοί. Το πρώτο είναι ότι κατάφερε να σπάσει την παράδοση, που συνήθως θέλει τον Έλληνα Υπουργό Οικονομικών εν πολλοίς αντί-δημοφιλή μέχρι αντιπαθή κυρίως στα φτωχότερα λαϊκά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Αντιθέτως, τον Υπουργό Δ. Τσοβόλα, τον είδαμε ιδιαίτερα δημοφιλή σε ευρύτερα του πολιτικό-κομματικού του χώρου τμήματα πολιτών, αλλά και να απολαύει του σεβασμού, της μεγαλύτερης εκτίμησης και αποδοχής από όλο σχεδόν το φάσμα του πολιτικού κόσμου. Μάλιστα μετά την γενναία απόφασή του να σηκώσει μόνος, τον βαρύ σταυρό του μαρτυρίου της υπεράσπισης του ΠΑΣΟΚ ενώπιον του ειδικού δικαστηρίου για το σκάνδαλο Κοσκωτά (σ. σ, το αλήστου μνήμης 1989) με συγκατηγορούμενο τον τ. πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου και την καταδίκη του(με αναστολή), παρά το εν τοις πράγμασι ασθενές, ασθενέστατο, κατηγορητήριο, ο Δ. Τσοβόλας ευτύχησε να δει την δημοφιλία του να εκτινάσσεται σε πρωτοφανή ύψη.
Το δεύτερο πράγμα της επιτυχίας του, αναμφίβολα ήταν ότι, με το συνολικό παράδειγμά του κατά την πολυετή πορεία του στα κοινά, αποτέλεσε την εξαίρεση στον κανόνα, που κατά μία έννοια καθόρισε η ρήση του μεγάλου Ιρλανδού Τζόρτζ Μπέρναρντ Σω, που θέλει: «την πολιτική και την ηθική να μην κατοικούν στο ίδιο δωμάτιο».
Όμως ο αείμνηστος Δ. Τσοβόλας που την Παρασκευή(25/2/2022) «έφυγε» από το Αττικό Νοσοκομείο με δεμένες για πάντα τις εγκόσμιες αποσκευές του, δεν χρειάστηκε το κρύο χέρι του θανάτου για να περιχαράξει το αληθινό του πρόσωπο. Γιατί πολλά χρόνια νωρίτερα απέδειξε πως είχε γνήσια συνείδηση στρατιώτη και ακραιφνή ψυχολογία δημόσιου άνδρα. Πίστευε στο χρέος του προς την πατρίδα και στον εαυτό του. Λίγο προτού εκδηλωθεί η αρρώστια που τον τραγάνισε τόσο γοργά και τον πήρε μακριά από την αγαπημένη του οικογένεια, τους πολλούς Αρτινούς συμπατριώτες, τους αγαπημένους Μελισσουργιώτες χωριανούς του και τους αμέτρητους ανά την επικράτεια φίλους του, ήταν η θαυμαστή ενσάρκωση της βιολογικής λεβεντιάς της ελληνικής, και ειδικότερα της Αρτινής πατρίδας. Ήταν ένας αρχαίος Έλληνας των νεώτερων χρόνων, που ήταν (ηλικιακά) μεν παλαιός, αλλά έμενε πάντα νέος, που μοχθούσε αλλά δεν κουραζόταν, που χαιρόταν τη μάχη γιατί εκτιμούσε τη νίκη, που δεν φοβόταν τον θάνατο γιατί αγαπούσε τη ζωή…. Έσβησε αφού επί έτη ορθώθηκε εν μέσω της καθημερινότητας, ως εκπληκτικό παράδειγμα: ζωτικότητας, διαύγειας, εργασιομανίας, αγωνιστικού οίστρου, πατριωτικής ανησυχίας και πρωτόγνωρης εντιμότητας.
Με την απώλειά του μπορεί από σήμερα ο κόσμος της μαχόμενης δικηγορίας να έγινε φτωχότερος και η πολιτική να στερήθηκε ένα κορυφαίο σύμβολο εντιμότητας, συνέπειας και μαχητικότητας, όμως, τον Δ. Τσοβόλα τον έχασε οριστικά η Αρτινή πατρίδα. Που κλήρος της στάθηκε η οικονομική στασιμότητα, η κοινωνική υποβάθμιση, η πολιτισμική πενία, η διαχρονική αδιαφορία μέχρι περιφρόνηση του χοντρόπετσου κράτους των Αθηνών και η, εξ’ αυτών των δεινών εκπορευόμενη, εν πολλοίς δυστυχία των ανθρώπων της.
Με αυτό το ύστατο «καλό κατευόδιο» στον φίλο Δ. Τσοβόλα, και τα ειλικρινή του συλλυπητήρια στη σύζυγο και τα παιδιά του, ο γράφων, μαζί με όλους όσοι τον γνώρισαν και εκτίμησαν τις αρετές του, εύχεται το χώμα που από την παρελθούσα Τρίτη(1/3/2022) τον σκεπάζει να είναι τόσο ελαφρύ ώστε να μην τραυματίζει την προσωπικότητά του και τόσο βαρύ ώστε να μην συνθλίβει τη μνήμη του.
Αιωνία η μνήμη του