Ως το πέρασμα στη ρωμαϊκή περίοδοορίζεται το έτος 167 π.Χ., καθώς θεωρείται σταθμός για την ιστορία ολόκληρης της Ηπείρου. Πιο συγκεκριμένα, μετά την ήττα του Περσέα στην Πύδνα, στις 22 Ιουνίου του 168 π.Χ., οι Ηπειρώτες αντιλαμβάνονται τη δυσχερή θέση στην οποία είχαν περιέλθει και τη ματαιότητα της περαιτέρω αντίστασης στην ασυγκρίτως ανώτερη ρωμαϊκή δύναμη. Έτσι, όταν ο νικητής της μάχης της Πύδνας Αιμίλιος Παύλος εισβάλλει στην Ήπειρο, η πλειονότητα των οχυρών πόλεων συνθηκολογεί και του ανοίγει τις πύλες. Μόνο τέσσερις πόλεις εξακολουθούν να αντιστέκονται, η πρωτεύουσα των Μολοσσών Πασσαρώνα, η Τέκμων, η Φυλάκη και το Όρραον για να κατακτηθούν λίγο αργότερα. Έκτοτε, ολόκληρη η περιοχή πέρασε σε καθεστώς στρατιωτικής κατοχής, με ρωμαϊκές φρουρές να εγκαθίστανται στις μεγαλύτερες πόλεις. Ωστόσο, η σχεδόν αναίμακτη κατάκτηση αποτέλεσε την αφετηρία μιας σειράς φόνων, καταστροφών, υποδουλώσεων, πυρπολήσεων και γενικά κάθε είδους βιαιοπραγιών, κατευθυνόμενων από τη ρωμαϊκή και φιλορωμαική μερίδα προς τους λοιπούς Ηπειρώτες και ιδίως τους γνωστούς φιλομακεδόνες. Το κλίμα βίας και τρομοκρατίας έφτασε στο αποκορύφωμά του το έτος 167 π.Χ., όταν ο Αιμίλιος Παύλος, πιθανότατα με εντολή της Συγκλήτου, πραγματοποίησε τη λεηλασία και καταστροφή των πόλεων που είχαν συμμαχήσει με τους Μακεδόνες κατά των Ρωμαίων. Λεηλάτησε τις πόλεις, τους οικισμούς, τα οχυρά και κάθε οικιστικό σχηματισμό, πυρπόλησε και κατέστρεψε τους 70 μεγαλύτερους, οχυρότερους και πιο σημαντικούς, ενώ ταυτόχρονα απήγαγε και πούλησε ως δούλους 150.000 πολίτες.
Η πρωτοφανής καταστροφική του μανία δεν περιορίστηκε στην επικράτεια των Μολοσσών, όπου συνάντησαν τη μεγαλύτερη αντίσταση, η οποία και θεωρήθηκε ως αφορμή για την απάνθρωπη μεταχείριση της κατακτημένης Ηπείρου, αλλά επεκτάθηκε και στη Θεσπρωτία και την Κασσωπαία, όπως απέδειξε η αρχαιολογική έρευνα, αποκαλύπτοντας ορισμένες από τις κατεστραμμένες πόλεις και οικισμούς. Επομένως και η Αθαμανία, έχοντας μάλιστα διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις και τις πολεμικές επιχειρήσεις πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτηση και έχοντας προβάλλει σημαντική αντίσταση, θα ακολούθησε την τραγική μοίρα της υπόλοιπης Ηπείρου. Επιπλέον, τόσο η στρατηγική της θέση όσο και ο ορεινός και απομονωμένος χαρακτήρας της συγκλίνουν προς την παραπάνω άποψη, καθώς οι κατακτητές θα επιθυμούσαν να διατηρούν, υπό τον απόλυτο έλεγχό τους, τα ορεινά περάσματα της περιοχής αλλά και το ίδιο το βασίλειο της Αθαμανίας εξαιτίας του φόβου υπόθαλψης επαναστατών και αντιστοίχως επαναστατικών κινημάτων. Αρχικά, στις μεγαλύτερες πόλεις του θα τοποθετήθηκαν ρωμαϊκές φρουρές, ενώ στη συνέχεια, οι πόλεις θα λεηλατήθηκαν και θα πυρπολήθηκαν και οι κάτοικοι θα αιχμαλωτίστηκαν και θα πουλήθηκαν ως δούλοι.
Αλλά και όσοι διέφυγαν την αιχμαλωσία, θα αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις κατεστραμμένες, ολοσχερώς, πόλεις τους και τον άγονο τόπο τους και να αναζητήσουν καταφύγιο και ασφάλεια στις μεγάλες παράκτιες ή πεδινές πόλεις, προϋπάρχουσες ή νεοιδρυμένες, στις οποίες εγκαταστάθηκαν ως επί το πλείστον οι Ρωμαίοι κατακτητές. Σε γενικές γραμμές, η Ηπειρωτική ενδοχώρα, συμπεριλαμβανομένης και της Αθαμανίας, ερημώνεται. Κάποιοι εναπομείναντες κάτοικοί της προτίμησαν να παραμείνουν στην πατρίδα τους, αψηφώντας κάθε κίνδυνο. Ωστόσο, δεν ήταν ικανοί να ανασυστήσουν, ούτε στο ελάχιστο, την εικόνα της ακμαίας και ισχυρής Αθαμανίας των τελευταίων ελληνιστικών χρόνων. Αντίστοιχα, ο αστικός ιστός, όπως και η ζωή και η δράση, μεταφέρονται στις παραθαλάσσιες περιοχές. Η εικόνα της ερήμωσης και της εγκατάλειψης επιτείνεται επιπλέον μετά το 31 π.Χ. και την ίδρυση της Νικόπολής, λόγω των υποχρεωτικών μετακινήσεων πληθυσμών από ολόκληρη την Ήπειρο, προκειμένου για την επάνδρωση της νέας πόλης.
Συνολικά, η περιοχή της Αθαμανίας, μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, θα υπαχθεί, διοικητικά, στο ρωμαϊκό σύστημα και στη μεγάλη Επαρχία Μακεδονίας, μαζί με την υπόλοιπη Ήπειρο. Ιστορικά, θα ακολουθήσει την τραγική μοίρα της Ηπείρου, γνωρίζοντας τη λεηλασία, την καταστροφή, την εγκατάλειψη, την ερήμωση, την παρακμή. Βεβαίως, η περιοχή δεν καταστράφηκε ολοκληρωτικά, καθώς από επιγραφικές μαρτυρίες, πληροφορούμαστε ότι από την εποχή του Αμυνάνδρου ή λίγο μετά το 167 π.Χ. λειτούργησε το Κοινό των Αθαμάνων, τουλάχιστον μέχρι το 88/87 π.Χ.. Ωστόσο, στην αυτοκρατορική εποχή γίνεται απλή μνεία των Αθαμάνων, χωρίς ιδιαίτερη αναφορά στην πολιτική και οικονομική κατάσταση της χώρας τους.
Όμως, παρά την εγκατάλειψη και την παρακμή της, δε λησμονήθηκε από τους διάφορους συγγραφείς της περιόδου. Αντίθετα, συχνά αναφέρεται στα έργα τους, όπως στον 1ο π.Χ. αι., στο ογκώδες έργο «Γεωγραφικά» του γεωγράφου και ιστορικού Στράβωνα από την Αμάσεια του Πόντου, στον συμπιλητή Διονύσιο Αλικαρνασσέα, στον ιστορικό Διόδωρο Σικελιώτη και στην «Περιήγησις» του Σκύμνου από τη Χίο. Στον επόμενο 1ο μ. Χ. αι., στο έργο του Πλουτάρχου και του Αππιανού από την Αλεξάνδρεια. Στον 2ο μ.Χ. αι., στους «Δειπνοσοφιστές» του Αθήναιου από τη Ναύκρατη, στο έργο του φιλολόγου Αίλιου Ηρωδιανού, στο γεωγραφικό έργο του Κλαύδιου Πτολεμαίου και στη «Ρωμαϊκή Ιστορία» του Δίωνα Κάσσιου από τη Νίκαια της Βιθυνίας.
Συμπερασματικά, οι όροι Αθαμανία και Αθαμάνες απαντούν σε έργα της περιόδου της Ρωμαιοκρατίας αδιάκοπα από τον 1ο π.Χ. αι. έως και τον 2ο μ. Χ. αι. Εκτός από το χρονολογικό εύρος, αξιοσημείωτη είναι και η ποικιλία των έργων που περιλαμβάνουν σχετικά στοιχεία και πληροφορίες, όπως ιστορικά, γεωγραφικά, περιηγητικά, φιλολογικά. Επιπλέον, ως υψίστης σημασίας θεωρούνται και τα αντλούμενα στοιχεία τόσο για τη θέση της περιοχής και τη γειτνίασή της με άλλα φύλα όσο και για την ιστορία και τη σημασία της. Συνολικά, η μελέτη των πηγών επιβεβαιώνει τη θέση της Αθαμανίας στην περιοχή των σημερινών Τζουμέρκων και τη γειτνίασή της με άλλα Ηπειρωτικά και Θεσσαλικά φύλα. Συντελεί στη σκιαγράφηση της ιστορικής της πορείας κατά την κλασική αρχαιότητα. Προσφέρει πολύτιμα στοιχεία για τον πολιτισμό και την τοπογραφία της. Και επιβεβαιώνει τη σημασία της και τη στρατηγική της θέση, η οποία διατηρήθηκε και κατά την περίοδο της Ρωμαιοκρατίας.
Κωνσταντίνα Ζήδρου
Αρχαιολόγος