14.8 C
Arta
1 Νοεμβρίου 2024

Τα υλικά δομής και ο τρόπος κατασκευής των βυζαντινών οχυρώσεων (μέρος Β’)

Διαβάστε επίσης

Της ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑΣ
ΖΗΔΡΟΥ
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΥ

Για να ολοκληρωθεί η εικόνα των υλικών δομής θα πρέπει να γίνει αναφορά και στο συνδετικό υλικό, το οποίο πλαισίωνε τους λίθους, δηλαδή το κονίαμα. Πιο συγκεκριμένα, στις τέσσερις πλευρές κάθε λίθου, αρκετού πάχους κονίαμα τον συνδέει με τους όμορους λίθους, ενώ σε αυτό «σφηνώνονταν» και τα πλινθία. Ως σύσταση και υλικό ήταν γνωστό και χρησιμοποιήθηκε, ευρύτατα, στην αρχιτεκτονική από την κλασική αρχαιότητα, τόσο για ιδιωτικά όσο και για δημόσια οικοδομήματα, ακόμη και για τα πιο περίτεχνα και πολυτελή. Μόνο που δεν απαντά πουθενά ως συνδετικό υλικό παρά μόνο ως επίχρισμα οριζόντιων και κάθετων επιφανειών, δηλαδή τοίχων, προσόψεων, πατωμάτων κ.α., με ιδιαίτερα προσεγμένη και προσαρμοσμένη, σε κάθε περίπτωση, παρασκευή. Επομένως, το κονίαμα της κλασικής Ελλάδας είχε αναχθεί σε τέχνη και έχαιρε εξαιρετικής επιμέλειας και ευρύτατης χρήσης.
Φτάνοντας στον 1ο μ.Χ. αι., αρχίζει μία μαζική ανέγερση τειχών, σε ολόκληρη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και εμφανίζεται, στην επικράτειά της, η χρήση ασβεστοκονιάματος ως συνδετικό υλικό, του οποίου οι μηχανικοί έχουν κατανοήσει, πλήρως, τις ιδιότητες και τη σημασία. Αρχικά, χρησιμοποιήθηκε ως βοηθητικό ή δευτερεύον υλικό, επειδή, με τις κολλητικές του ιδιότητες, συντελούσε στη σταθερότερη συναρμογή των λίθων και των πλίνθων. Ωστόσο, η γενική εικόνα, η σταθερότητα και η ανθεκτικότητα του οικοδομήματος βασιζόταν, κατά κύριο λόγο, στην ποιότητα του λίθου και των πλίνθων. Η αντιστροφή της παραπάνω θέσης και η απόδοση στο κονίαμα της αναλογούσας σημασίας πραγματοποιήθηκε σταδιακά, μέσα από μία αργή πορεία πειραματισμών και αμφισβήτησης. Όμως, τα αποτελέσματα χρήσης του ως συνδετικού υλικού στην αρχιτεκτονική υπήρξαν εντυπωσιακά. Μάλιστα, κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι η μεγάλη ποικιλία των οικοδομημάτων της Ρώμης, του 2ου μ.Χ. αι., οφείλεται, ακριβώς, στη χρήση και την ποιότητα του κονιάματος. Άποψη βέβαια υπερβολική, καθώς οι συγκεκριμένοι ερευνητές αποδίδουν σχεδόν «υπερφυσικές» ιδιότητες στο κονίαμα της περιοχής της Ρώμης, υποβαθμίζοντας το απλό κονίαμα της υπόλοιπης αυτοκρατορίας. Παράλληλα, για την ποικιλία των αρχιτεκτονικών μορφών δε λαμβάνουν υπόψη τους διάφορους παράγοντες που οδήγησαν στην ανάπτυξή τους. Γενικά, οι Ρωμαίοι κληρονόμησαν από τους Έλληνες τη γνώση και την παραγωγή του κονιάματος, βελτιώνοντας και εξελίσσοντας την περαιτέρω.
Από τη ρωμαϊκή, πέρασε και διαδόθηκε και στη βυζαντινή οχυρωματική, όπως και στην αρχιτεκτονική γενικότερα. Μέχρι τον 6ο αι., τα τείχη κατασκευάζονταν από λίθους με σειρές πλίνθων ανάμεσά τους και πιο επιμελημένη την εξωτερική ορατή επιφάνεια. Στην ταραγμένη περίοδο που ακολούθησε, δημιουργήθηκε η ανάγκη για μαζική, γρήγορη και οικονομική ανέγερση. Η λύση δόθηκε με την ευρεία διάδοση του κονιάματος, ανάμικτο με χαλίκι, το οποίο τοποθετούσαν μεταξύ των λίθων, σε συνδυασμό με τα ξύλινα δοκάρια και έτσι μειωνόταν ο χρόνος εργασίας στο ήμισυ, σε σχέση με τη χρήση πλίνθων. Η τεχνική αυτή είχε ήδη χαρακτηριστεί από τον Βιτρούβιο ως ελληνική εφεύρεση και ονομαζόταν opus incertum. Επομένως, οι βυζαντινοί επανέφεραν μία ξεχασμένη και ελάχιστα διαδεδομένη προγενέστερη τεχνική. Τώρα πια, η εσωτερική και εξωτερική επιφάνεια παρουσιάζονται πανομοιότυπες. Επιπλέον, συχνά, η πρόσοψη επιχρίεται και πάλι με κονίαμα, προκειμένου να γίνει πιο λεία και ανθεκτική. Η χρήση κονιάματος έκτοτε θα κυριαρχήσει, ενώ από τον 10ο αι. και έπειτα θα συνδυαστεί, στην οχυρωματική, αρμονικότατα, με τις πλίνθους. Από την οχυρωματική θα εξαπλωθεί και στην υπόλοιπη αρχιτεκτονική. Πρόκειται για μια γρήγορη, εύκολη και οικονομική λύση, καταργώντας τη συστηματική και λεπτομερειακή λάξευση των λίθων και απαντά σε πληθώρα κάστρων.
Τέλος, εκτός από το απλό κονίαμα υπήρχε και το υδραυλικό, το οποίο δεν επέτρεπε στην υγρασία να το διαπεράσει και χρησιμοποιούνταν κυρίως σε δεξαμενές, κατασκευές που σχετίζονταν με την αποθήκευση ή διατήρηση νερού, ως επίχρισμα των οικιών και σπανιότερα των τειχών και γενικά όπου θεωρούνταν απαραίτητη η στεγανοποίηση του χώρου. Το υδραυλικό κονίαμα παραγόταν με την πρόσμιξη ειδικών χωμάτων, κυρίως ηφαιστειακών π.χ. της Σαντορίνης, ηφαιστειακή σκόνη στα περίχωρα της Ρώμης, ειδικού χώματος στην κοιλάδα του Ρήνου κ.α., αλλά και με τις σωστές προσμίξεις στον κατάλληλο ασβεστόλιθο, χωρίς τα παραπάνω. Και το υδραυλικό κονίαμα πρωτοεμφανίστηκε στον ελλαδικό χώρο ήδη από την προϊστορική εποχή π.χ. δεξαμενές Θήρας, εξελίχθηκε περαιτέρω από τους Ρωμαίους και έκτοτε επικράτησε σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο.
Μετά τα υλικά δομής, σειρά έχουν τα συστήματα δόμησης, καθώς ο τρόπος τοποθέτησης των λίθων απηχεί τη λειτουργία τους συνολικά αλλά και μεμονωμένα, τις ιδιαίτερες στατικές σχέσεις και διαμορφώνει την ταυτότητα του διαφορετικού ύφους και φυσιογνωμίας του εκάστοτε τείχους. Συστήματα δόμησης έχουν καταγραφεί ποικίλα και εξαρτώνται από το βασικό υλικό, τη χρονική περίοδο, την περιοχή, όπως και το είδος των οικοδομημάτων. Πιο συγκεκριμένα, στην οχυρωματική και στα προϊστορικά τείχη, απαντά η αργολιθοδομή, συχνά με εξαιρετικά ογκώδεις λίθους, τα γνωστά κυκλώπεια τείχη. Στην κλασική Ελλάδα, εμφανίζεται πληθώρα συστημάτων όπως: το λέσβιο, το πολυγωνικό, το τραπεζιόσχημο, το ορθογώνιο όπου εντάσσεται το ισόδομο και το ψευδοισόδομο, φυσικά η αργολιθοδομή κ.α. και μάλιστα έκαστο με διάφορες παραλλαγές. Στη ρωμαϊκή περίοδο, αλλάζει σημαντικά η κατασκευή των τειχών με τη χρήση πλίνθων σε ορισμένες περιοχές αλλά και την καθιέρωση του κονιάματος. Κάποια από τα προηγούμενα συστήματα συνεχίζουν, ενώ παράλληλα επινοούνται και νέα. Συνέχεια της ρωμαϊκής αποτελεί και η βυζαντινή οχυρωματική. Τώρα όμως οι πλίνθοι αντικαθίστανται, εξ’ ολοκλήρου, από τους λίθους ως βασικό υλικό. Ωστόσο, εξακολουθούν ως δευτερεύον, αρχικά σε ζώνες ανάμεσα στους λίθους και αργότερα διάσπαρτες στους αρμούς. Το κονίαμα διατηρεί την κυριαρχία του. Ορισμένα από τα καταγόμενα από την αρχαία Ελλάδα συστήματα τειχοδομίας της ρωμαϊκής περιόδου χρησιμοποιούνται και τώρα π.χ. το ορθογώνιο ισόδομο ή ψευδοισόδομο, το πολυγωνικό κ.α. Ταυτόχρονα, εμφανίζονται και νέα π.χ. η τεχνική της κρυμμένης πλίνθου, το πλινθοπερίκλειστο. Βέβαια, στα τείχη, τα παραπάνω προγενέστερα και νέα συστήματα απαντούν μόνο τμηματικά και σε οχυρά μεγάλων και σημαντικών πόλεων. Αυτό που κυριάρχησε κατά κανόνα στην οχυρωματική, καθ’ όλη τα βυζαντινή περίοδο, ήταν η αργολιθοδομή.
Πιο συγκεκριμένα, αργολιθοδομή, ως τρόπος δόμησης, χρησιμοποιείται ήδη από την κλασική αρχαιότητα. Η καταγωγή της ανάγεται στα προϊστορικά κυκλώπεια τείχη, όπου όμως οι λίθοι εμφανίζονται υπερμεγέθεις, εντελώς ακατέργαστοι, χωρίς συνδετικό υλικό. Γενικά, οι λίθοι στην αργολιθοδομή είναι ποικίλων σχημάτων και διαστάσεων, δεν έχουν υποστεί επιμελημένη λάξευση ούτε στην ορατή επιφάνεια, ούτε στους αρμούς, ενώ συνδέονται, μεταξύ τους, άλλοτε χαλαρά και άλλοτε σφιχτοδεμένοι ο ένας με τον άλλον, αρχικά με πηλό, χαλίκι και μικρότερους λίθους και από τη ρωμαϊκή εποχή και ύστερα με παχύ στρώμα ασβεστοκονιάματος. Οι αρμοί δε σχηματίζουν συνεχείς κατακόρυφες ή οριζόντιες γραμμές αλλά τεθλασμένες. Έτσι, δεν υπάρχει φόβος να διαρραγεί το τείχος σε περίπτωση χτυπημάτων. Γι’ αυτό και η αργολιθοδομή θεωρείται ως ένα από τα ασφαλέστερα συστήματα. Εκτός όμως από ασφαλές, είναι και ο λιγότερο χρονοβόρος και ο περισσότερο εύκολος και οικονομικός τρόπος δόμησης, κατάλληλος για μεγάλου μεγέθους χρηστικές κατασκευές, όπως τα τείχη. Βέβαια, από οχυρό σε οχυρό, η αργολιθοδομή δύναται να εμπλουτίζεται με πλίνθους, κεράμους, αρχαίο υλικό σε β΄ χρήση, ποικίλα συστήματα δόμησης, σταυρούς, επιγραφές, κεραμοπλαστικά διακοσμητικά θέματα και ό,τι άλλο μπορεί να φανταζόταν ο μηχανικός ή ο χορηγός ενός οχυρού, προκειμένου να κάνει την εικόνα του πιο ενδιαφέρουσα, πολυτελή, λιγότερο μονότονη, ίσως ξεχωριστή και ενδεικτική της εποχής του. Η εικόνα του στενά δεμένη με το φυσικό περιβάλλον της, από την πλευρά των υλικών, αντανακλούσε, από την πλευρά της τειχοδομίας, τις ιστορικές συγκυρίες και το γενικότερο πλαίσιο που επέβαλλε διεύρυνση ή επισκευές, φανερώνοντας αντίστοιχα περίοδο ακμής ή κάμψης.

Διαβάστε επίσης

spot_img

Τελευταία Νέα