Της ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑΣ
ΖΗΔΡΟΥ
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΥ
Ο πρώτος, ουσιαστικά, Δεσπότης του κράτους της Ηπείρου είναι ο Μιχαήλ Β΄ Δούκας, γιος του Μιχαήλ Α΄ και ανεψιός του Θεοδώρου. Μετά την αρχή διάλυσης του κράτους του θείου του, το 1230, επέστρεψε στην Άρτα από την εξορία και διεκδίκησε, σθεναρά, τα κληρονομικά του δικαιώματα στον θρόνο για να παγιωθεί σε αυτόν από το 1246. Ο Μιχαήλ Β΄ υπήρξε αναμορφωτής του Δεσποτάτου. Εξίσου φιλόδοξος και θεωρώντας τον εαυτό του κληρονόμο του αυτοκρατορικού τίτλου, αφού φρόντισε να συνάψει συμμαχία με τον βασιλιά της Σικελίας Μαμφρέδο, εγκαθιστώντας έτσι τους Ιταλούς στην Ήπειρο, αλλά και με τον πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο, στράφηκε κατά της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας.
Μετά τη μάχη της Πελαγονίας το καλοκαίρι του 1259 και τη συντριπτική ήττα που υπέστη μαζί με τους συμμάχους του, ο αυτοκρατορικός στρατός προέλασε στα εδάφη του Δεσποτάτου, έχοντας επικεφαλής τον Αλέξιο Στρατηγόπουλο, καταλαμβάνοντας τα Ιωάννινα, την Άρτα και άλλες μεγάλες πόλεις ως το Δυρράχιο. Ο ίδιος ο Μιχαήλ Β΄ κατέφυγε στην Κεφαλονιά, στην οικογένεια των Ορσίνι με τους οποίους συγγένευε.
Γρήγορα όμως, το ίδιο έτος, ανασύνταξε τις δυνάμεις του, ξαναγύρισε στην Άρτα και έδιωξε την ολιγάριθμη αυτοκρατορική φρουρά από τα Γιάννενα και τις άλλες πόλεις του Δεσποτάτου. Στην Άρτα και τα Γιάννενα έγινε δεκτός με ενθουσιασμό ως Δεσπότης. Το γεγονός αυτό φανερώνει το ανεξάρτητο πνεύμα των κατοίκων, καθώς προτιμούσαν να κυβερνώνται από έναν τοπικό ηγεμόνα και όχι από την απομακρυσμένη κεντρική διοίκηση της αχανούς αυτοκρατορίας. Στη συνέχεια, ο στρατός του Δεσποτάτου συγκρούεται και πάλι με τον αυτοκρατορικό στρατό. Μετά το 1272, παρακολουθεί τις πολεμικές επιχειρήσεις των βυζαντινών ενάντια στον στρατό του Καρόλου Ανδεγαυού, ο οποίος είχε στο μεταξύ διαδεχτεί τον Μαμφρέδο, για τον έλεγχο της Νέας Ηπείρου.
Πεθαίνοντας ο Μιχαήλ, το 1268, αφήνει, σύμφωνα με τη διαθήκη του, την Παλαιά Ήπειρο, την Αιτωλία και την Ακαρνανία στον γιο του Νικηφόρο, ενώ τη Θεσσαλία, η οποία πλέον διαφοροποιείται οριστικά από το Δεσποτάτο, στον νόθο γιο του Ιωάννη. Για λίγα χρόνια, το κράτος της Ηπείρου θα γνωρίσει μία ειρηνική περίοδο. Οι σχέσεις μάλιστα με την Κωνσταντινούπολη βελτιώθηκαν ύστερα από τον γάμο του Νικηφόρου με την ανεψιά του αυτοκράτορα Άννα Παλαιολογίνα Καντακουζηνή. Αλλά γρήγορα, η κατάσταση θα ανατραπεί εξαιτίας της συνεχιζόμενης παρουσίας του Καρόλου Ανδεγαυού στην περιοχή της Νέας Ηπείρου που οδήγησε τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄, το 1274, στην διακήρυξη της ένωσης των δυο εκκλησιών προκειμένου να προσεταιριστεί τον Πάπα και να αντιμετωπίσει, επιτυχώς, τον δυτικό κίνδυνο.
Η Θεοδώρα Πετραλείφα γεννήθηκε περίπου το έτος 1210, στη Θεσσαλονίκη. Πατέρας της ήταν ο Σεβαστοκράτορας Μακεδονίας και Θεσσαλίας Ιωάννης Πετραλείφας και μητέρα της η πριγκίπισσα Ελένη, καταγόμενη από τη μετέπειτα αυτοκρατορική οικογένεια των Παλαιολόγων. Επρόκειτο για ένα ενάρετο και ευσεβές ζευγάρι, οι οποίοι απέκτησαν πέντε παιδιά: τον Θεόδωρο, τον Νικηφόρο, τον Ανδρόνικο, τη Μαρία και τελευταία τη Θεοδώρα. Μεγάλωσαν τα παιδιά τους με αρετές, εξασφαλίζοντας τους και σημαντική μόρφωση. Γρήγορα όμως, έφυγαν από τη ζωή, σύμφωνα με κάποιους ερευνητές και οι δύο γονείς και κατ’ άλλους μόνο ο πατέρας, ενώ τα παιδιά, κάποια ανήλικα ακόμη, τα ανέλαβε η αδελφή του πατέρα τους Μαρία, με τον σύζυγό της Θεόδωρο Κομνηνό Δούκα Ηγεμόνα του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου, όταν ο τελευταίος κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη, το 1224, στο πλαίσιο της επέκτασης του κράτους του. Αμέσως, ο Θεόδωρος στέλνει τον συνονόματό του αδελφό της Θεοδώρας στα Σέρβια της Κοζάνης ως διοικητή και έτσι η Αγία και τα υπόλοιπα αδέλφια της εγκαθίστανται εκεί για ένα χρονικό διάστημα.
Κατά την επιστροφή του Μιχαήλ Β΄ Αγγέλου Κομνηνού Δούκα στο Ανεξάρτητο Κράτος της Ηπείρου και ύστερα από υπόδειξη του θείου του Μανουήλ Κομνηνού, πέρασε από τα Σέρβια για να ζητήσει σε γάμο τη νεαρή Θεοδώρα Πετραλείφα. Ο Δεσπότης εντυπωσιάστηκε από την ομορφιά αλλά και τον χαρακτήρα της και έτσι ο γάμος δεν άργησε να πραγματοποιηθεί. Όταν η Αγία έφτασε στην Άρτα, έγινε δεκτή, με ενθουσιασμό, από τους υπηκόους της αλλά και η ίδια γρήγορα ξεχώρισε για την ευγένεια, την καλοσύνη και το ενδιαφέρον με τα οποία περιέβαλλε τον λαό της. Ακόμη και όταν ο σύζυγός της έλειπε, για σημαντικά χρονικά διαστήματα, λόγω των πολιτικών και στρατιωτικών του υποχρεώσεων, εκείνη δεν παραμελούσε τα καθήκοντά της. Έκανε συνεχώς φιλανθρωπίες και βρισκόταν κοντά σε όσους είχαν ανάγκη. Επιπλέον, παρά το νεαρό της ηλικίας της και τη θέση της, ζούσε ταπεινά, ενάρετα, με αγάπη για τον συνάνθρωπο και πίστη στον Θεό και ποτέ δεν παρασύρθηκε από την εξουσία ή τις απολαύσεις του παλατιού.
Δυστυχώς, η ηρεμία στη ζωή της δεν κράτησε για πολύ. Κυοφορώντας το πρώτο της παιδί, τον μετέπειτα Δεσπότη Νικηφόρο, αυτοεξορίζεται ή κατ’ άλλους εκδιώκεται από το παλάτι, καθώς ο Μιχαήλ Β΄ είχε βάλει στη θέση της μία άλλη αρχόντισσα και ερωμένη του τη Γαγγρινή. Η Θεοδώρα κατέφυγε για ένα μικρό χρονικό διάστημα στο χωριό Βλαχέρνα, από όπου και μετακινήθηκε σύντομα ή σύμφωνα με άλλες πηγές απομακρύνθηκε, με τη βία, κατ’ απαίτηση της Γαγγρινής. Η επόμενη στάση της εντοπίζεται στο χωριό Πρένιστα, σύγχρονο Κορφοβούνι, στην Ι.Μ. Αγίου Νικολάου. Εκεί, πιθανότατα, γέννησε και βάπτισε και τον γιο της. Επειδή όμως οι άνθρωποι του Μιχαήλ Β΄ εξακολουθούν να την εκφοβίζουν και να την απειλούν, η Θεοδώρα αναγκάζεται να εγκαταλείψει το μοναστήρι και να αναζητήσει καταφύγιο σε μία σπηλιά κοντά σε αυτό. Σύντομα, την εντόπισε ο ιερέας του χωριού, διαβιώντας μέσα στις στερήσεις, τη λυπήθηκε και της έδωσε καταφύγιο στο σπίτι του, αφού η Αγία του είχε αποκαλύψει την αληθινή της ταυτότητα και του είχε διηγηθεί την ιστορία της. Για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα της εξορίας της, διέμεινε στο σπίτι του ιερέα, έχοντας ως μοναδικό μέλημά της τον γιο της, αντιμετωπίζοντας, αγόγγυστα, τα προβλήματά της.
Στο μεταξύ, ο Μιχαήλ Β΄, πιεζόμενος από τους άρχοντες και τον λαό, απομάκρυνε από το παλάτι τη Γαγγρινή, με την οποία είχε αποκτήσει ήδη δύο παιδιά. Παράλληλα, άρχισε να μετανιώνει για τη συμπεριφορά του απέναντι στη σύζυγό του. Αφού λοιπόν την αναζήτησε, τη βρήκε και την πήρε πάλι πίσω στο παλάτι, αποκαθιστώντας την με όλες τις τιμές. Η Θεοδώρα τον συγχώρησε και έτσι μία νέα ευτυχισμένη περίοδος ξεκίνησε για το ζευγάρι των Δεσποτών, διαρκώντας έως το τέλος της ζωής τους, ενώ επισφραγίστηκε με τον ερχομό πέντε ακόμη παιδιών.
Μετανοώντας για τις πράξεις του και με τη συμβολή της Θεοδώρας, ο Μιχαήλ Β΄ επιδίδεται σε φιλανθρωπίες, βοηθώντας όσους είχαν ανάγκη. Παράλληλα, ανοικοδόμησε ή ανακαίνισε και αρκετά από τα σωζόμενα βυζαντινά μνημεία του Δεσποτάτου π.χ. Παναγία του Μπρυώνη, Ι.Μ. Κάτω Παναγιάς, Ι.Μ. Παντανάσσης, Κάστρο Άρτας κ.α. Η Θεοδώρα, καθ’ όλη την υπόλοιπη διάρκεια του βίου και τη διακυβέρνησης του, στάθηκε στο πλευρό του, συμβουλεύοντάς τον και στηρίζοντάς τον.
Μετά τον θάνατό του, αποσύρθηκε από τα εγκόσμια, περιεβλήθη το μοναχικό σχήμα στον Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου, τον οποίο είχε ανακαινίσει και είχε προσθέσει τον νάρθηκα. Εκεί, παρέμεινε έως το τέλος του βίου της, ζώντας με προσευχή, εγκράτεια, πνευματική άσκηση, συνδράμοντας και διακονώντας τους πάντες, κυρίως όμως υπηρετώντας τον αγαπημένο της Χριστό. Διατηρούσε επαφή με τα παιδιά της και υπέφερε από τους θανάτους ορισμένων εξ’ αυτών. Η ίδια ολοκλήρωσε τον κύκλο της ζωής της κατά το έτος 1280 και ετάφη στον νάρθηκα του Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου, ο οποίος μετονομάστηκε, αργότερα, σε Ι.Ν. Αγίας Θεοδώρας. Λόγω της φήμης και των θαυμάτων που τελέστηκαν επάνω στη λάρνακά της, καταφτάνει στην πρωτεύουσα του Δεσποτάτου ο μοναχός Ιώβ Μέλης έως το τέλος του 13ου αι. και γράφει τον βίο της. Σήμερα, τιμάται ως πολιούχος της Άρτας στις 11 Μαρτίου, με κάθε μεγαλοπρέπεια.