13.2 C
Arta
24 Νοεμβρίου 2024

Ο σπάγκος

Διαβάστε επίσης

Ήμασταν κι εμείς καλά παιδάκια… Διάβολοι και τρίβολοι. Το κορμί μας στην αίθουσα διδασκαλίας, μα όλα τα υπόλοιπα έξω στην αυλή: το μυαλό μας, η ακοή μας, η όρασή μας… Κι η φαντασία μας στις αλάνες, στα γήπεδα, στις σφεντόνες και στις αταξίες παντός είδους. Κι όταν μύριζε η άνοιξη κι ευωδίαζε ο τόπος με τ’ άνθη στα δέντρα του σχολικού κήπου και στις πορτοκαλιές των περιβολιών μας, ο κώλος μας έβγαζε μπουρμπούλια και δε βολευόταν με τίποτε στα θρανία.
Είχε μια συνήθεια ο δάσκαλός μας, ίσως να ’ταν και το πρόγραμμα περί κηπουρικής τέτοιο, και μια με δύο φορές τη βδομάδα το σχολείο, δηλαδή οι τρεις μεγάλες τάξεις, περιποιόταν τον κήπο. Αλλά για το λεπτό αυτό έργο δε θεωρούσε, φαίνεται, κατάλληλα τα χέρια των αγοριών, βέβαιος ων πως θα τα έκαναν όλα μαντάρα. Και καλούσε γι’ αυτό τα κορίτσια, σπάνια κάποιο αγόρι, μόνο και μόνο για να κουβαλάει κοπριά χωνεμένη, χώμα, καλάμια και τέτοια βαριά πράγματα που δεν μπορούσαν οι κοπέλες να κάνουν.
Σκυμμένες εκείνες πάνω στα λουλούδια και τους θάμνους τού κήπου και αφοσιωμένες στο βοτάνισμα, στο δέσιμο των ισχνών κορμών πάνω στα καλάμια, στο τρίψιμο του χώματος για να γίνεται αφράτο, στην κατασκευή βραγιών για να φεύγει το νερό της βροχής, έμοιαζαν να βρίσκονται σ’ άλλον κόσμο. Γιατί ο κήπος μας δε φιλοξενούσε λουλούδια μονάχα. Φύτευαν οι δάσκαλοι εκεί και ζαρζαβατικά κάθε είδους: κολοκύθια, μελιτζάνες, αγγούρια, μπάμιες, πιπεριές, φασολάκια, πού και πού καμιά καρπουζιά, μια πεπονιά δίπλα, ένας μικρός παράδεισος ο κήπος μας με τα ωραία και τα ωφέλιμά του.
Κι όσο καταγίνονταν τα κορίτσια με τα όμορφα αυτά έργα, εμείς τη βγάζαμε μες στην αίθουσα, κατόπιν αυστηρής εντολής του δασκάλου μας να μην το κουνήσουμε ρούπι από εκεί, γιατί ήμασταν ικανοί για ζημιές μόνο. Κι ό,τι φτιάχνανε τα κορίτσια μπορεί να το χαλάγαμε τα αγόρια. Και μέναμε κλεισμένοι εν είδει τιμωρίας εκεί, ώσπου να τελειώσει η κηπουρική και να επιστρέψουν στην αίθουσα κι οι κοπέλες, για να συνεχίσουμε τα μαθήματά μας. Και μας έβαζε ο δάσκαλος να κάνουμε και ασκήσεις αριθμητικής για να μην πηγαίνει χαμένος ο χρόνος μας!
Μα ήταν οι ώρες αυτές ο απόλυτος ορισμός της ασυδοσίας και της αρσενικής κατρακύλας. Αλλά ήμασταν και διακριτικοί και αποφεύγαμε τις φωνές και τη φασαρία, για να μη μας παίρνει χαμπάρι ο δάσκαλος κι είχαμε άλλες περιπέτειες τότε. Βάζαμε καλού κακού και κανένα αχαμνούλικο να φυλάει τσίλιες στην πόρτα και να μας ειδοποιεί άμα έβλεπε το δάσκαλο να ’ρχεται προς την αίθουσα. Και γινόταν στην αίθουσα της μουρλής.
Οι πιο θεριακλήδες παίζανε μπιζ. Στήνανε κάποιο παιδί με πρόσωπο προς τον τοίχο και τον βάζανε να φέρνει ανοιχτή τη μία παλάμη του πίσω στη δεξιά πλάτη του και την άλλη, ανοιχτή επίσης, δίπλα στο δεξί μάτι του, κάτι σαν παρωπίδα, και απ’ τους άλλους, τέσσερις με πέντε της παρέας, ένας τον χτυπούσε στην παλάμη της πλάτης με δύναμη, ενώ φωνάζανε όλοι μαζί μπιζ! Γυρνούσε ύστερα αμέσως εκείνος για να μαντέψει ποιος ήταν αυτός που τον χτύπησε. Κι αν τον έβρισκε, τότε έμπαινε στη θέση του εκείνος.
Οι άλλοι καταγίνονταν με άλλα διάφορα και ευχάριστα. Κάποιοι πονηροί το πιάνανε στα παράθυρα και περιμένανε πότε θα σκύψουν πέραν του δέοντος τα κορίτσια, για να δουν τι κρύβεται κάτω απ’ το φτωχό φόρεμά τους. Άλλοι φτιάχνανε σαΐτες και τις πετούσανε ο ένας στον άλλον. Άλλοι κάνανε ανάποδες και περπατούσανε με τα χέρια κάτω και τα πόδια πάνω από τοίχο σε τοίχο. Κι ήταν κι ένας δυο που ασχολούνταν με τα γεννητικά τους όργανα, λες κι ήθελαν να τα μακρύνουν.
Είχε αφοσιωθεί ο Μανθάκος σ’ αυτά εκείνο το πρωινό με τα χεράκια του να ζεσταίνονται και να καίνε μέσα στο σώβρακό του. Και πήρε ο αθεόφοβος ένα κομμάτι σπάγκο που μονίμως κουβαλούσαμε μέσα στις τσάντες μας κι έδεσε μ’ αυτόν σφιχτά την προκομμένη του. Με το μεγαλύτερο κομμάτι του σπάγκου να φτάνει ως στο θρανίο του πάνω. Οπότε μπαίνει φουριόζα στην αίθουσα η Βανθούλα φωνάζοντας δυνατά «ένα σπάγκο, ένα σπάγκο θέλω». Φαίνεται πως την έστειλε ο δάσκαλος να βρει ένα κομμάτι σπάγκο για να δέσουν πάνω στο καλάμι κάποιο λουλούδι ή ζαρζαβατικό.
Δεν πρόλαβε κιχ να κάνει ο Μανθάκος. Βλέπει η Βανθούλα πάνω στο θρανίο το σπάγκο και τον αρπάζει αυτομάτως. Αντιστάθηκε κάπως εκείνος λόγω της προκομμένης. Ωι, φώναξε ο Μανθάκος, που ένιωσε ένα δυνατό πόνο να κυριεύει ολόκληρο το κορμί του και να διατρέχει τη ραχοκοκαλιά του. Ωι, μωρή μαλακιασμένη, τσίριξε πάλι, με το φόβο μην μαζί με τον σπάγκο έφυγε κι η προκομμένη απ’ τη θέση της!
Το ήπιε με το ζουμί του ο Μανθάκος! Μα μίσησε τη Βανθούλα από τότε. Κι οσάκις την έβλεπε μπροστά του αργότερα, έφερε πάντα στο νου του την εξαίσια εκείνη στιγμή! Και του ερχόταν να της φωνάξει ξανά εκείνο το «μαλακιασμένη».

Διαβάστε επίσης

spot_img

Τελευταία Νέα