13.7 C
Arta
22 Νοεμβρίου 2024

Αιρετικές προσεγγίσεις στην ιστορία της Άρτας

Διαβάστε επίσης

Μετείχαν βεβαίως του ελληνικού κόσμου αλλά  ήταν ξένοι και αλλογενείς ως προς τα ενυπάρχοντα ηπειρωτκά φύλλα οι οικονομικοί εκείνοι μετανάστες που ήρθαν από την Κόρινθο και αποίκησαν την Αμβρακία τον 7ο-6ο αιώνα π.Χ. Πόλις Ελληνίς, η σημαντικότερη πόλη-κράτος μετά την Κέρκυρα στη βορειοδυτική Ελλάδα εξελίχθηκε τα επόμενα χρόνια η Αμβρακία, αλλά φτιαγμένη από μετανάστες. Μετανάστες σαν εκείνους που το 2020, η σύγχρονη πόλη δια του δημάρχου της αρνήθηκε να παράσχει φιλοξενία, όταν τα νησιά στέναζαν κάτω από τους δυσθεώρητους αριθμούς τους. 

Λίγο αργότερα η Αμβρακία καταλαμβάνεται από τα στρατεύματα του Πύρρου, βασιλιά των Μολοσσών,  ο οποίος αφού την κατακτά, την χρήζει πρωτεύουσα του κράτους του,  μεταφέροντας την από την Πασσαρώνα, δίπλα από την ιερά Δωδώνη. Για να την διασφαλίσει από τους εχθρούς του-που συχνά-πυκνά συνήθιζε να εκστρατεύει εναντίον τους. Το 272 π.Χ. πεθαίνει ο Πύρρος -καταλείποντας στην Ιστορία δίπλα στην έννοια της ματαιότητας και την έννοια της Πύρρειου νίκης- και η Διηδάμεια, επίγονος του Πύρρου Β, δημιουργεί το Κοινό των Ηπειρωτών, μια ομοσπονδία ηπειρωτικών  φυλών (Μολοσσοί, Θεσπρωτοί, Χάονες, Αθαμάνιοι κλπ),  μεταφέροντας εκ νέου την πρωτεύουσα της από την Αμβρακία στην Φοινίκη (τους σημερινούς Αγιοι Σαράντα της Αλβανίας). Το 232 π.Χ. πάντως οι Αμβρακιώτες  ξεσηκώνονται εναντίον της Διηδάμειας,  την δολοφονούν και οδηγούν την πόλη τους στην αποχώρηση από το Κοινό των Ηπειρωτών και την είσοδο τους στην Αιτωλική Συμμαχία. 

Την ίδια εποχή εισβάλουν οι Ρωμαίοι και επιβάλλουν την δική τους εξουσία στην ευρύτερη περιοχή. Οδηγούν 150.000 Μολοσσούς στην αιχμαλωσία, λεηλατούν πόλεις ανάμεσα τους και την Αμβρακία  ενώ μετά το 31 π.Χ.,  που ο Οκταβιανός Αύγουστος έχτισε την Νικόπολη για να δοξάσει την νίκη του επί του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας στη ναυμαχία του Ακτίου, μεταφέρουν αναγκαστικά τους κατοίκους της Αμβρακίας, αλλά και πολλών άλλων ακόμα πόλεων, στη Νικόπολη. Ειδικά όσον αφορά την Αμβρακία όμως, αυτή η βίαιη μετανάστευση του συνολικού πληθυσμού της πόλης, την οδηγεί σε πλήρη εκατάλειψη της και εξαφάνιση της για τα επόμενα χίλια χρόνια. Κάτι ανάλογο δηλαδή με ότι έχει συμβεί εδώ και πενήντα χρόνια στην Αμμόχωστο της Κύπρου αλλά και σε πολλές άλλες πόλεις-φαντάσματα (π.χ. Pripyat στην Ουκρανία λόγω Τσερνομπίλ, Craco στην Ιταλία λόγω επιδημίας, Bodie στις ΗΠΑ λόγω οικονομικής κατάρρευσης, Oradour-Sur-Glane στη Γαλλία λόγω πολέμου). Υπενθυμίζω πως πόλεις-φαντάσματα λέγονται εκείνες οι πόλεις που έγκαταλειπονται αναγκαστικά από τους κατοίκους τους λόγω οικονομικής κατάρρευσης ή πολέμου ή φυσικής καταστροφής ή μόλυνσης ή πανδημίας ενώ τα κτήρια τους συνεχίζουν να στέκονται χωρίς όμως αυτά πλέον να κατοικούνται. Και αν η Αμβρακία υπήρξε για χίλια περίπου χρόνια πόλη-φάντασμα, η Νικόπολη -η πόλη των 150.000 κατοίκων που έλαμψε την αντίστοιχη περίοδο που έσβησε η Αμβρακία, έως ότου και αυτή με τη σειρά της ερειπωθεί- οφείλει να επαναδιεκδικηθεί ιστορικά από τη σύγχρονη δημοτική αρχή της Άρτας εν όψει της τουριστικής προβολής που της επιφυλάσσεται, μια που η λάμψη της Νικόπολης οφείλεται και στους Αμβρακιώτες και εξ αυτού δικαιούνται οι απόγονοι τους να νεμηθούν και αυτοί τα κέρδη της τουριστικής αξιοποίησης της. 

Μετά τον 10ο -11ο αιώνα μ.Χ, κάτοικοι της Νικόπολης μην αντέχοντας τις συνεχείς καταστροφικές επιδρομές Σλάβων και Σαρακήνων πειρατών στην πόλη, επανακάμπτουν στο χώρο της παλαιάς Αμβρακίας και από τα ερείπια της οικοδομούν νέα πόλη. Το 1204, την χρονιά που καταλαμβάνεται η Κωνσταντινούπολη από τους Λατίνους της Δ’ Σταυροφορίας, εμφανίζεται στην περιοχή και ο Μιχαήλ Α Κομνηνός Δούκας. Ο οποίος αντλώντας, αρχικά τουλάχιστον, τη νομιμότητα του από τους συγγενικούς δεσμούς του με το αυτοκρατορικό περιβάλλον του παρελθόντος και την εμπιστοσύνη που του έδειξαν οι ντόπιοι κάτοικοι της περιοχής που εκείνο τον καιρό είχαν εξεγερθεί εναντίον του προηγούμενου διοικητή του Θέματος Νικοπόλεως, του Σεναχιρίμ, ιδρύει εκεί ένα νέο κράτος, το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Εκείνο τον καιρό δούκες, κόμητες, πρίγκιπες, βασιλιάδες, δεσπότες και διάφοροι άλλοι τιτλούχοι, μέλη των ευγενών και δυνατών της βυζαντινής εποχής, συνήθιζαν να περιφέρονται από αυλή σε αυλή ως επαίτες ή ως επίδοξοι διεκδικητές τους, βυσοδομώντας ο ένας εναντίον του άλλου, αλλά και αναζητώντας εναγωνίως συμμάχους, στρατούς και προστάτες, για να εκτοπίσουν τους αντιπάλους τους, να προλάβουν τα σχέδιά τους και να γίνουν αυτοί οι ηγεμόνες και οι ιδιοκτήτες του πλούτου της γης. Παρομοίως πράττει και ο Μιχαήλ Α Κομνηνός Δούκας, που νυμφεύεται την σύζυγο ή την θυγατέρα του Σεναχιριμ, λαμβάνει τον τίτλο του διοικητή της περιοχής και ιδρύει εκεί το κράτος του,το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Πρωτεύουσα του Δεσποτάτου του  ορίζει την Άρτα, την μεσαιωνική πόλη που έχει πλέον κτιστεί πάνω στα ερείπια της παλαιάς Αμβρακίας. 

Το Δεσποτάτο της Ηπείρου υπό την ηγεσία του Μιχαήλ Α Κομνηνού ακμάζει αλλά πολύ γρήγορα, μετά τους απογόνους των ΚομνηνοΔουκάδων (Μιχαήλ Β’ Δούκα, Νικηφόρο Α’ και Ιωάννη), οδηγείται στην παρακμή. Στη συνέχεια, άλλοι ηγεμόνες, με την ίδια λυσσώδη δίψα υφαρπαγής για λογαριασμό τους των εδαφών και των πόλεων θα έρθουν: αρχικά ήταν οι γόνοι του ιταλικού οίκου Orsini που θα κυβερνήσουν το Δεσποτάτο εως τό 1350 περίπου, ακολούθως οι σέρβοι που θα τους διαδεχθούν, και από το 1385 οι αλβανοί μέχρι το 1405, χρονιά που τόν τίτλο τού Δεσπότη θα λάβει ο Λατίνος κόμητας της Επτανήσου Κάρολος Α’ Τόκκο που μεταφέρει και την έδρα του Δεσποτάτου απο την Άρτα στα Γιάννενα. 

Όλη αυτή την μεσαιωνική περίοδο (13ο-15ο αι.), και όχι μόνο την περίοδο των Κομνηνοδουκάδων, η Άρτα μεγαλώνει. Στην αγορά της μεσαιωνικής αυτής πόλης συρρέει κόσμος που αποτελείται όχι μόνο από ντόπιους κατοίκους αλλά και από επισκέπτες Βενετούς, Φλωρεντίνους και Ραγουζαίους (από το Ντουμπρόβνικ), κυρίως εμπόρους αλλά και μαστόρους και τεχνίτες. Πολλοί πρόσφυγες επίσης από την Κωνσταντινούπολη ή από τ’ άλλα λατινικά κρατίδια που είχαν τότε δημιουργηθεί στα εδάφη της παλαιότερης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έβρισκαν εδώ ένα φιλικό, βυζαντινό περιβάλλον. Αλβανοί, Βλάχοι, Βούλγαροι και Σέρβοι επίσης, συρρέουν στη πόλη εξ αιτίας των μεταναστευτικών ροών και πολέμων που λαμβάνουν χώρα αυτή την περίοδο και παραμένουν σε αυτήν για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Στους μόνιμους κατοίκους της πολυπολιτισμικής αυτής πόλης, ήδη από το 1165, οφείλει να συμπεριληφθεί και η εβραϊκή ρωμανιώτικη κοινότητα της πόλης. Στην πόλη αυτή, που η πλειοψηφία των κατοίκων της ήταν ελληνόφωνη και η συνείδηση τους βυζαντινή, ο λαός (οι ταπεινοί) συνέχιζε το μακραίωνο ζοφερό ταξίδι της επιβίωσης του, κουβαλώντας καρτερικά στην πλάτη του τους εκπροσώπους της κοσμικής και της εκκλησιαστικής εξουσίας, γνωρίζοντας μόνο πως οι ίδιοι  ανήκουν σε κάποιο από τα θρησκευτικά δόγματα (π.χ. χριστιανός, εβραίος κ.α.) ή τις φυλές (π.χ. Ρωμιοί, Βλάχοι, Σλάβοι) που υπήρχαν. Και πορευόταν μέσα στις κλειστές κοινωνικές ομάδες της εποχής, μεταφέροντας με ευλάβεια από τη μια γενιά στην άλλη, ως κληρονόμοι και μεταλαμπαδευτές, τη πολιτιστική τους παράδοση. Οι διαμάχες μεταξύ των διάφορων κρατιδίων που είχαν προκύψει από τον κατακερματισμό της αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα αυτές ανάμεσα σε κρατίδια που είχαν Λατίνους ηγεμόνες (κυρίως Γάλλους και Ιταλούς, που είχαν συμμετάσχει στην Δ Σταυροφορία και τα είχαν λάβει ως λάφυρο) και σε κρατίδια με ηγεμόνες με βυζαντινή αναφορά που επιδιώκουν την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης και την ανασύσταση της Ανατολικής Ρωμαικής Αυτοκρατορίας (Δεσποτάτο της Ηπείρου, Αυτοκρατορία της Νίκαιας, Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας), βοήθησαν στη δημιουργία των πρώτων σκιρτημάτων εθνικής ταυτότητας στον ντόπιο ελληνόφωνο πληθυσμό. Και οδήγησαν στη δημιουργία μιας ελληνικής εθνικής ταυτότητας που βασίστηκε στα αντιλατινικά αισθήματα που ακολούθησαν τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης, στη ελληνική γλώσσα τους και στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη τους. Με αυτό τον τρόπο, όπως παλαιότερα οι Έλληνες της Αμβρακίας και του Πύρρου είχαν μετασχηματιστεί σε Ρωμαίους πολίτες της Νικόπολης, έτσι και οι Ρωμιοί ή Γραικοί πλέον της μεσαιωνικής Άρτας θα αρχίσουν να νοιώθουν μέλη μιας ιδιαίτερης και ξεχωριστής εθνικής ομάδας. Κάτω μάλιστα από την επίδραση της Παιδείας και του Διαφωτισμού που θα εμφανιστεί αργότερα, οι Ρωμιοί ή Γραικοί τον 18ο αιώνα θα διεκδικήσουν από τους Οθωμανούς, που τους είχαν πλεόν κατακτήσει, την ελευθερία τους, την ανεξαρτησία τους και την γένεση του δικού τους ελληνικού κράτους. 

Το 1449 πάντως οι κάτοικοι της Άρτας, οικειοθελώς παραδίδονται στους Οθωμανούς, συναποτελώντας την Οθωμανική αυτοκρατορία. Αρχίζει ο «εξοθωμανισμός» της πόλης και στα πλαίσια αυτά αναγείρονται τζαμιά για να συμβολίσουν την νέα εξουσία. Η Άρτα πλέον αλλάζει όνομα και λέγεται Narda, συνεχίζοντας όμως να είναι μια πόλη που ορθόδοξοι χριστιανοί έλληνες μαζί με εβραίους, που πληθύνονται με την έλευση και άλλων Σεφαραδιτών τον 16ο αιώνα, καθολικούς -κυρίως Βενετοί, Γάλλοι ή Μαλτέζοι έμποροι και αξιωματούχοι- και ελάχιστους οθωμανούς, τουλάχιστον αρχικά, συνεχίζουν να συνυπάρχουν. Επειδή ο αριθμός των χριστιανών υπερτερεί  κατά πολύ των άλλων ομάδων, η γλώσσα των χριστιανών-τα ελληνικά- γίνεται η γλώσσα συνενόησης τόσο με την μουσουλμανική κοινότητα όσο και την εβραϊκή. Η Άρτα αναδεικνύεται πύλη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας με την Δύση (εξάγονται από τα λιμάνια της Κόπραινα και Σαλαώρα στη Δύση διάφορα προιόντα της περιοχής και εισάγονται μέσω αυτών προιόντα για όλη την Δτική Ελλάδα και την Αλβανία που τότε ήταν απλώς διοικητικές υποδιαιρέσεις του ίδιου κράτους) και το εμπόριο σε αυτήν γνωρίζει εντυπωσιακή ανάπτυξη, αναγκάζοντας πολλά κράτη να δημιουργήσουν σε αυτήν προξενεία για να ενισχύσουν τα δικά τους συμφέροντα. 

Αργότερα, από το 1881 που η Άρτα περιέρχεται στην Ελλάδα- που ως κράτος ιδρύεται για πρώτη φορά το 1830, η Άρτα γυρίζει πάλι σελίδα και περνά στη νεότερη ιστορία της. Μια ιστορία που σημαδεύεται από την δράση των τσιφλικάδων, όπως του Λιάμπεη, του Καρακεχαγιά, του Νετζήμπεη και του Καραπάνου αλλά και κανονικών ληστών, όπως οι Ρατζαίοι που δρούν στην περιοχή. Ιδιαίτερα όμως ο Καραπάνος, έχοντας αγοράσει από τους Τούρκους όλη σχεδόν την έκταση του νομού ανατολικά του Αράχθου, αναγκάζει όλους τους Αρτινούς να βρεθούν μετά την εκδίωξη των Τούρκων κυριολεκτικά στο έλεος του. Το αγροτικό ζήτημα που ανασύρεται τότε με σφοδρότητα και η αγροτική έξοδος από τους ορεινούς απομονωμένους τόπους που σημειώνεται στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, θα καταλήξει σε μαζικά μεταναστευτικά κύματα που οδηγούν σημαντικό αριθμό κατοίκων της ορεινής Άρτας στην πόλη της Άρτας αλλά και στις άλλες μεγάλες πόλεις της Ελλάδας, για να βρουν οι ανθρώποι αυτοί εκεί δουλειά και να επιζήσουν. 

Μετά το 19ο αιώνα, το εμπόριο παύει να κατέχει στην Άρτα την θέση που κατείχε στους δύο-τρεις προηγούμενους αιώνες και οι κάτοικοι της πόλης βιοπορίζονται κυρίως από τον αγροτικό τομέα. Αυτός ο αγροτικός χαρακτήρας της δεν άλλαξε, ούτε κι όταν στα τέλη του 19ου– αρχές του 20ου αιώνα, έγινε μια γενικευμένη προσπάθεια να αλλάξει η χώρα συνολικά. Μια προσπάθεια, που δεν έφερε τις αναμενόμενες μεταμορφωτικές επιδράσεις της στην περιοχή.  

Τέλος, στην Άρτα τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα αρχίζει να εμφανίζεται όλο και εντονότερο το δημογραφικό πρόβλημα, η μείωση δηλαδή του πληθυσμού της και η γήρανση του που συνοδεύεται από την συνεχή εγκατάλειψη της πόλης από τον νεότερο πληθυσμό, γεγονότα που οδηγούν πλέον σε γενικευμένα φαινόμενα παρακμής και συρρίκνωσης της πόλης της Άρτας. 

Διαβάστε επίσης

spot_img

Τελευταία Νέα