19.8 C
Arta
22 Νοεμβρίου 2024

Η στάμπα

Διαβάστε επίσης

Μας πήραν οι καθηγητές μας και μας πήγαν να δούμε τη μεγάλη βυζαντινή εκκλησία, η οποία δεσπόζει σ’ έναν απ’ τους εφτά λόφους της πόλης μας. Δεκαπεντάχρονα παιδιά τότε, στην τετάρτη γυμνασίου, δεν είχαμε και κανέναν σεβντά να βλέπουμε εκκλησίες και μνημεία, είχαμε χρόνια μπροστά μας γι’ αυτά. Γι’ αυτό κι όταν είδαμε να κατεβαίνουν από δύο λεωφορεία κάτι κορίτσαροι μέχρι πάνω με μίνι φούστες και ζέρσεϊ μπλουζάκια, έκανε φτερά η βυζαντινή εκκλησία και τα μάτια μας καρφώθηκαν πάνω σ’ αυτά και ιδίως στους γλουτούς τους, όπου ξεχώριζε μια περίεργη στάμπα. 

«Τσακιστείτε, πέστε όλοι κάτω», ούρλιαξε ο φιλόλογός μας, προφανώς για να αποσπάσει την προσοχή μας απ‘ τον υπέροχο αυτό πίνακα. 

Ξαπλώσαμε απογοητευμένοι κάτω στο χόρτο, μα ο διάολος δε μας άφηνε σε ησυχία! Και γείραμε λίγο στο πλάι εγώ κι ο φίλος μου Αρίστος, για να απολαύσουμε το απρόσμενο και εξαίσιο αυτό θέαμα. Μα πριν καν προλάβουμε να δούμε, νιώσαμε μια κλοτσιά να πέφτει πάνω στο κεφάλι μας και να βλέπουμε τον ουρανό μας σφοντύλι. Και ακούσαμε τον φιλόλογό μας, τον περίφημο Αγαθοκλή, να μας βρίζει πατόκορφα και να μας παραπέμπει για τα περαιτέρω στον κύριο γυμνασιάρχη. 

Κι έγινε ο γυμνασιάρχης Γαρυφαλλάκης κέρβερος με την αταξία μας και το θράσος μας. «Πενθήμερος αποβολή», απεφάνθη και μας εξαπέστειλε. Κάτι πήγα να ψελλίσω πως δεν…, θέλαμε να… «σκάσε, γαϊδούρι», ακούω και τσακίζομαι να κατέβω τις σκάλες.

Μου ’ρθε να σκάσω. Το κεφάλι μου βούιζε απ’ την κλοτσιά τού φιλόλογου Αγαθοκλή κι η ψυχή μου έτρεμε απ’ την πενθήμερη του Γαρυφαλλάκη και τις άγριες φωνές του. Πάω σ’ έναν θείο μου, διευθυντή στο κτηνιατρείο. Έτσι κι έτσι, του λέω. Δε μου ’φτασε η κλοτσιά, ήρθε από πάνω και η αποβολή, κάνε κάτι.

Πήρε αμέσως τηλέφωνο ο θείος μου τον γυμνασιάρχη. «Καλά, πες του να ’ρθει στο γραφείο μου», του απάντησε. Πήγα. Πήρε πίσω την αποβολή. «Αφού σας κίνησε την περιέργεια η στάμπα, όπως μου είπες, τότε συγχωρείστε και οι δύο. Γιατί μου κίνησε την περιέργεια και μένα. Και ρώτησα και μου είπαν πως πρόκειται για ένα ιταλικό σχολείο θηλέων, οι μαθήτριες του οποίου, αντί για σήμα στο στήθος όπως φέρετε εσείς, αυτές φέρουν στάμπα στη φούστα τους», μου εξήγησε, αλλά δεν κατάλαβα και πολλά από αυτά. Γιατί, συν τοις άλλοις, εμένα ποσώς με ενδιέφερε η στάμπα. Τα θηλυκά κορμιά με αναστάτωσαν. Και τώρα με ενδιάφερε η αποβολή, γιατί θα γινότανε τούρκος ο πατέρας μου στο χωριό, αν το μάθαινε!

Ξαναπήρε η ζωή μας το δρόμο της. Μα φαίνεται πως το πήρε κι ο κύριος Αγαθοκλής το πράγμα κατάκαρδα. Και τον Ιούνιο με αφήνει μετεξεταστέο στα αρχαία. Μου τη φύλαγε ο άτιμος! Πάω όλο νεύρα στον γυμνασιάρχη. «Εγώ έγραψα καλά στα διαγωνίσματα, είναι άδικο αυτό που μου έκανε ο φιλόλογος», αποθρασύνθηκα. Με κοίταξε άγρια εκείνος. «Πώς τολμάς;» πρόλαβα κι άκουσα. «Χάσου απ’ τα μάτια μου!» Κάνω να φύγω. «Έλα εδώ», με διέταξε. Κοντοστέκομαι. «Να φύγεις και ν’ αλλάξεις σχολείο. Όσο είμαι εγώ εδώ, απολυτήριο δεν παίρνεις», με απείλησε και μ’ έστειλε στα τσακίδια!

Μπήκα σε νέες σκοτούρες. Έψαξα και βρήκα σχολείο στην Αθήνα. Έδωσα το Σεπτέμβρη εξετάσεις, πέρασα το μάθημα και προβιβάστηκα για την πέμπτη γυμνασίου. Κι έφυγα αμέσως για το νέο μου σχολείο κάπου στον Άγιο Θωμά. Καθόταν ένας μπάρμπας μου εκεί κι ανέλαβε να με φιλοξενήσει. Κι έκανα τις πρώτες μέρες γνωριμίες με τα παιδιά της γειτονιάς, που θα ήταν και οι καινούργιοι συμμαθητές μου. Και τη μέρα του αγιασμού κινήσαμε η παρέα για το σχολείο. Κι όπως ήταν φυσικό με ρωτήσανε τα παιδιά ποιος ο λόγος κι άλλαξα σχολείο.

Κι άλλο που δεν ήθελα εγώ. Σ’ όλο το δρόμο κι ως μέσα στην αυλή του σχολείου έπλεκα το… εγκώμιο του κυρίου γυμνασιάρχη. Μαλάκα τον ανέβαζα, μαλάκα τον κατέβαζα, τι ψυχρό εκτελεστή, τι αδίστακτο τρομοκράτη, τι ανισόρροπο, τον στόλισα τον άνθρωπο με όλα τα εύηχα επίθετα. Και με ακούγανε εκείνα με το στόμα ανοιχτό και φαντάζονταν τον πρώην γυμνασιάρχη μου σαν κανένα τέρας με μορφή ανθρώπου. Κι έπαιρνα την εκδίκησή μου εγώ!

Χτυπά το κουδούνι για την πρώτη συγκέντρωση της νέας σχολικής χρονιάς και τον αγιασμό. Μπαίνω κι εγώ στο μπουλούκι μαζί με τους νέους μου φίλους και συμμαθητές. Κι εκεί, περιμένοντας ανυποψίαστος και φυσικός, νιώθω ένα χέρι να με πιάνει απ’ το σβέρκο και να με σφίγγει. Γυρίζω και… δεν ξέρω αν σταμάτησε να χτυπά η καρδιά μου ή αν έφυγε απ’ το στήθος μου! Ο Γαρυφαλλάκης! Δεν ανάσαινα.

«Εδώ, βρε, κι εσύ;» άκουσα σαν σε όνειρο τη φωνή του. Μα η δική μου είχε πια φρακάρει στο λάρυγγά μου. «Καλά θα περάσεις», άφησε να αιωρείται η φράση του σαν απειλή, μα ίσως και σαν υπόσχεση, πού να καταλάβω εγώ μες στο σκοτάδι που τύλιξε τα γύρω μου και τα μέσα μου; 

Έντρομος τον πρώτο καιρό περίμενα τη χατζάρα του. Ώσπου μια μέρα με κάλεσε στο γραφείο του. Δεν ήταν ο Γαρυφαλλάκης που ήξερα. Μεταμορφώθηκε σαν η νέα του διευθυντική θέση να ελευθέρωσε κι εκείνον από το βαρύ κλίμα που σκίαζε τα σχολεία της επαρχίας. Και πέρασα τη χρονιά μου καλά. Κι όταν τέλειωσε και πέρασα και την τάξη μου εύκολα, επέστρεψα στο παλιό μου σχολείο, απ’ όπου και πήρα το απολυτήριο.

Διαβάστε επίσης

spot_img

Τελευταία Νέα