Δεν το διαλέγουμε εμείς τ’ όνομά μας. Μας το δίνουν οι άλλοι, πριν καν καταλάβουμε τι γίνεται γύρω μας. Και το κουβαλάμε σ’ όλη μας μετά τη ζωή. Και δεν είναι λίγες οι φορές που ντρεπόμαστε γι’ αυτό και, δοθείσης ευκαιρίας, του δίνουμε μια και το αλλάζουμε. Ή μάλλον το παραλλάζουμε. Αλλάζουμε τόπο, αλλάζουμε κι όνομα! Ε, δε γίνεται να σε φωνάζουν Κώτσιο, Μήτσιο, Μπάκια, Τόλια, Τσάντα, Πανάιω, Τσέβω, Βασίλω, Κωστάντω, Μπούλα… και να μη σε πιάνει νευρικός κλονισμός… Αλλά, άμα κάποιον τον έχεις συνηθίσει από νήπιο και τον φωνάζεις έτσι, σου ’ρχεται μετά αδύνατο να τον φωνάξεις αλλιώς. Μπερδεύεται η γλώσσα σου. Και σε πιάνουν τα γέλια!
Τον συμμαθητή μας απ’ τα πρώτα μας βήματα Διονύση τον φωνάζαμε όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, στο χωριό Νιόνιο. Με την επανάληψη, μας μπήκε και η ιδέα πως δε θα του ταίριαζε επ’ ουδενί άλλο όνομα. Λες κι είχε γραμμένο στη μπάλα του, στη φάτσα, στα χέρια, στα πόδια, στο κορμί του, παντού τ’ όνομα Νιόνιος. Άκουγες Νιόνιος κι είχες μπροστά σου το συμπαθητικό πρόσωπό του.
Είχε κάνα δυο άλλους ακόμα στο χωριό με το όνομα Διονύσιος. Και τους φωνάζαμε κι αυτούς τον έναν Νιόνιο, τον άλλον Νίσια. Κανείς δε διανοήθηκε να τους φωνάξει αλλιώς.
Έφυγε κάποτε και πήγε στην Αθήνα ο συμμαθητής μας ο Νιόνιος. Πήγε να βγάλει το παιδί το ψωμί του και να βάλει ένα διαφορετικό νόημα στη ζωή του. Κι όπως ήταν τα πράγματα τότε, η πρωτεύουσα και οι μεγάλες γενικώς πόλεις μεταμόρφωναν τους ανθρώπους, ιδίως τους νέους, που έβαζαν πλώρη για άλλα λιμάνια!
Με παίρνει μια μέρα ο Θωμούλας και με πάει σπίτι του Νιόνιου, που το ’χε νοικιασμένο με κάτι άλλα παιδιά. Ήταν και κάτι κοπέλες εκεί.
«Πού είναι ο Σάκης;» τις ρωτάει ο Θωμούλας, όπως τον φωνάζαμε από μικρό χαϊδευτικά στο χωριό, Θωμάς τ’ όνομά του.
«Ο Σάκης γυρίζει στις τρεις, έρχεται όπου να ’ναι», απαντάνε.
«Σας είπε τίποτε ο Σάκης για σήμερα;» συνεχίζει να ρωτάει ο Θωμούλας.
«Του παίρνεις εύκολα του Σάκη κουβέντα;» διαμαρτύρεται μια τους. «Ο Σάκης αποφασίζει την τελευταία στιγμή».
Άκουγα μα δεν έδινα σημασία, δεν τον γνώριζα αυτόν τον Σάκη, πρώτη φορά άκουγα τ’ όνομά του. Κι ήθελα μάλιστα να τον δω τι σόι άνθρωπος είναι αυτός ο Σάκης. Ακούγεται το ασανσέρ να σταματά κι ένα κλειδί να γυρίζει στην πόρτα.
«Ο Σάκης, έρχεται», πετάγεται μια και σηκώνεται να τον υποδεχθεί, ήταν όπως κατάλαβα η γκόμενά του.
«Κάτσε κάτω, μωρή», τη μαλώνει η άλλη. «Λες και δεν υπάρχει άλλος σαν τον Σάκη στον κόσμο!»
Καρφώνω κι εγώ τα μάτια περίεργος στην πόρτα, τι να ιδώ! Μου ’ρθε να κράξω, να ουρλιάξω! Νιόνιος σπαρταριστός, όλο χαμόγελο και καλαμπούρια. Μα Σάκη ο ένας, Σάκη ο άλλος, κι ο Θωμούλας ακόμη που απ’ τα σπάργανα τον ήξερε Νιόνιο, Σάκη κι αυτός. Ένιωθα σαν να ’μουν ξένος, σε άλλο περιβάλλον. Πουθενά η δική μου γλώσσα να προφέρει αυτό το Σάκης, που ήμουν βέβαιος απολύτως πως δεν κολλάει με τίποτε πάνω στο πρόσωπο του χωριανού μας Διονύση, που τον μάθαμε Νιόνιο. Νιόνιο μονάχα και τίποτε άλλο. Κι απέφευγα τώρα να του απευθυνθώ με το όνομά του, ούτε με το παλιό ούτε με το καινούργιο. Κι άρχισα να αισθάνομαι εκεί μέσα παράταιρος. Ώσπου βγήκα εν σπουδή έξω κι ανάσανε!
Ακόμη κι αργότερα, όταν και η γυναίκα του και τα πεθερικά του, κατ’ ανάγκη αυτά, και κάποιοι φίλοι του, καθώς πρέπει αυτοί, σαν το Θωμούλα, τον καθιέρωσαν Σάκη, εγώ και πάλι Νιόνιο εξακολουθούσα να τον φωνάζω ακόμη. Και δε μ’ ένοιαζε αν με παρεξηγήσουν οι άλλοι. Τέλος πάντων.
Εμένα με βάφτισε ο νουνός μου Δημήτριο. Μου ’δωσε τ’ όνομά του. Έκανε μαζί με τον πατέρα μου το στρατιωτικό του στην ίδια μονάδα. Πήρανε άδεια και πήγανε στις γυναίκες τους. Όποιος πιάσει πρώτος παιδί, θα το δώσει να το βαφτίσει ο άλλος, είπανε. Το συμφωνήσανε και το δέσανε. Έπιασε η μάνα μου πρώτη παιδί, με γέννησε Μάιο και τον Αύγουστο μ’ άρπαξε απ’ τις αμασχάλες μου ο παπά Σεραφείμ και με βούτηξε στην κολυμπήθρα της Παναγίας Θεοτόκου. Και τ’ όνομα αυτού Δημήτριος, φώναξε και με ευλόγησε!
Τ’ όνομά μου το ’μαθα στο γυμνάσιο. Γιατί στο χωριό κανένας δε με φώναζε Δημήτριο ή Δημήτρη, όπως συνηθίζεται σήμερα. Με φωνάζανε Μήτσιο. Και μου ’χαν για χαϊδευτικό κυρίως το Μητσαρλή. Η μάνα μου μόνο με φώναζε Μητρούλη. Άλλοι με φωνάζανε πού και πού Μήτρο, άλλοι Μητρούση, κάποιοι Μητρέλια, σπάνια Μητσάρα και τέτοια. Και στο γυμνάσιο μας φωνάζανε όλοι οι καθηγητές μας με τα επίθετα. Μονάχα κανένα παιδί της πόλης, δηλαδή παιδί κανενός επωνύμου, το φωνάζανε πού και πού με το μικρό του. Αλλά τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου που διαβάζανε τις καταστάσεις, κάποιοι από αυτούς φωνάζανε επώνυμο κι όνομα. Κι είναι αλήθεια πως με ξένιζε εκείνο το Δημήτριος και μου φαινότανε πως δεν ήμουν εγώ. Ήταν άλλος.
Πέρασαν τα χρόνια και καθιερώθηκα με δύο ονόματα. Στο χωριό Μήτσιος και στην πόλη Δημήτρης. Μου φαίνεται αδιανόητο να με φωνάξει στο χωριό κάποιος Δημήτρη και ν’ ακούσω. Μπορεί και να παρεξηγηθώ. Στην πόλη το ανέχομαι. Και τι να κάνω; Αλλά εκείνο το Σάκης που κότσαραν στον συμμαθητή μου και φίλο μου Νιόνιο, ποτέ δεν το χώνεψα, ο θεός να με συγχωρέσει!