Γράφει ο Κώστας Λύτρας
Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε κάπου μακριά, πολύ μακριά, ανάμεσα από εκεί που δύει ο ήλιος κι από εκεί που ανατέλλει ο ήλιος, μια χώρα που τη ‘λέγαν Μεγάλη Γκαγκανία.
Κανένας δεν ήξερε για ποιον ακριβώς λόγο την είχαν ονομάσει «Μεγάλη » κι όχι απλώς Γκαγκανία, μιας και μεγάλη σε έκταση σίγουρα δεν ήταν. Αλλά κι οι πιο τρανοί ιστορικοί είναι συχνά υποχρεωμένοι να δέχονται μερικά μυστήρια σαν καταδικασμένα να μείνουν μυστήρια για πάντα.
Η Μεγάλη Γκαγκανία ήταν κι αυτή κάποτε μια πρωτόγονη χώρα. Οι άνθρωποι πετούσαν τ΄αποφάγια τους στα γουρούνια και τις κότες, ξηλώνανε τα τρύπια μάλλινα ρούχα τους και τα ξαναπλέκανε, κόβανε σε λουρίδες ό,τι πέτσινο χάλαγε από την πολλή χρήση και φτιάχνανε καινούργια ρούχα και λιπαίνανε τα χωράφια με τα κόπρανα των ζώων. Δηλαδή, όπως όλοι οι πρωτόγονοι, δεν ήξεραν καλά καλά τι σημαίνει η λέξη «σκουπίδια» κι αυτό επειδή δεν είχανε σκουπίδια.
Φυσικά, κάποια στιγμή άρχισε κι αυτή η χώρα να εκπολιτίζεται. Μ’ άλλα λόγια, οι κάτοικοι δεν είχανε πια γουρούνια και κότες στις αυλές για να ρίξουν τ’ αποφάγια τους, δεν ήξεραν πια τι να κάνουν με τα ρούχα τους που χάλαγαν κι άρχισαν να ρίχνουν τα κόπρανά τους στα πιο κοντινά ποτάμια ή στη θάλασσα.
Κι ύστερα, εκπολιτίστηκαν ακόμα πιο πολύ. Κι άρχισαν να παράγουν στα καινούργια εργοστάσιά τους πολλά παραπανίσια πράγματα. Μόνο που αυτά τα εργοστάσια εκτός από παραπανίσια πράγματα έβγαζαν και πολλά δηλητήρια. Αλλά κι αυτά τα δηλητήρια ανακάλυψαν ότι ήταν μάλλον εύκολο να τα πετάνε στα ποτάμια και τις θάλασσες ή, τέλος πάντων, όπου τους βόλευε.
Κι άρχισαν να καταλαβαίνουν σιγά σιγά οι κάτοικοι της Μεγάλης Γκαγκανίας την έννοια «σκουπίδια».
Περνώντας τα χρόνια, ήρθε επιτέλους κι η ευτυχισμένη εκείνη στιγμή που η Μεγάλη Γκαγκανία αναγνωρίστηκε παγκόσμια ως ένα τελείως πολιτισμένο κράτος, αφού οι άνθρωποι είχαν πάψει από καιρό να μετρούν το πόσο πολιτισμένοι είναι από την ποσότητα του σαπουνιού ή του ηλεκτρικού ρεύματος που κατανάλωναν κι έκριναν πλέον το επίπεδο του πολιτισμού τους με το πόσοι τόνοι σκουπίδια αναλογούσαν στον καθένα τους.
Οφείλουμε εδώ να σημειώσουμε ότι για όσο διάστημα η Μεγάλη Γκαγκανία ήταν ημιπολιτισμένη, οι φύλαρχοι της είχαν βρει έναν απλό τρόπο για να μη ρυπαίνουν άτακτα το περιβάλλον τους. Ο κάθε φύλαρχος έβρισκε μιαν κοντινή χαράδρα, ή φαράγγι, ή και πλάτωμα άμα ήταν άτυχος, και ξεφόρτωνε εκεί όλα τα σκουπίδια που έβγαιναν στην περιοχή του, με μια τακτική οργάνωση που έδειχνε ξεκάθαρα ότι είχαν ξεπεράσει ανεπιστρεπτί το στάδιο ενός πρωτόγονου λαού.
Κι αν τα φαράγγια γέμιζαν προτού να πιάσουν μόνα τους φωτιά, τότε οι φύλαρχοι τους έβαζαν εκείνοι επίτηδες φωτιά κι έτσι λύνανε στα γρήγορα το πρόβλημα χώρου. Μήπως και το ότι έτσι κατάντησαν να τρώνε και να πίνουν σκουπίδια δεν ήταν κι αυτό ένα δείγμα πολιτισμού;
Προσπάθησαν να δουν πώς οι άλλοι πολιτισμένοι λαοί είχαν λύσει το πρόβλημα πριν από αυτούς. Κι είδαν κι έμαθαν.
Κι ύστερα κατάλαβαν ότι οι «άλλες» λύσεις που υπήρχαν για το πρόβλημα χρειάζονταν λίγο κόπο από τη μεριά των πολιτών και κάποια χρήματα (των πολιτών επίσης ) από τη μεριά της κυβέρνησης. Κι αυτό δεν τους άρεσε καθόλου. Επειδή οι κάτοικοι της Μεγάλης Γκαγκανίας είχαν συνηθίσει ν’ ανησυχούν σφόδρα για το περιβάλλον κι ειδικότερα για την τρύπα του όζοντος και την υπερθέρμανση του πλανήτη, επειδή κανένας δεν τους ζητούσε να κάνουν οι ίδιοι κάτι συγκεκριμένο για την τρύπα και την υπερθέρμανση. Έτσι, μπορούσαν να βρίζουν όλους τους άλλους κακούς υπεύθυνους, με ήσυχη τη συνείδησή τους ότι οι ίδιοι ήταν άνθρωποι που νοιάζονταν πολύ σοβαρά για το περιβάλλον.
Κάπου εκεί, το Συμβούλιο των Μεγάλων Φυλάρχων, έβγαλαν λοιπόν φιρμάνι ότι επειδή οι μικροί φύλαρχοι κι όλοι οι υπόλοιποι δρουν ελαφρώς σαν κακούργοι, την ευθύνη της κατάστασης έπρεπε να αναλάβουν οι κριτές, οι σοφοί δηλαδή εκείνοι που ήταν επιφορτισμένοι με το καθήκον να τιμωρούν τους συνηθισμένους κακούργους.
Στείλανε λοιπόν οι μεγάλοι φύλαρχοι στους κριτές ένα επίσημο κι αιώνιο διάταγμα:«Από δω κι εμπρός, εσείς οι κριτές θα είσαστε οι φύλακες του περιβάλλοντος. Χωρίς υποχωρήσεις, χωρίς συμβιβασμούς και χωρίς δεύτερη σκέψη».
Κι ύστερα πήγαν να κοιμηθούν ήσυχοι κι ανακουφισμένοι, όπως πάντα το συνήθιζαν.
Πλην όμως, είναι γνωστό ότι στα παραμύθια όλο και κάτι πάει στραβά, ενώ δεν θα έπρεπε. Και στην περίπτωση της Μεγάλης Γκαγκανίας δεν πήγε απλώς κάτι στραβά, αλλά πολλά πράγματα μαζί.
Ήθελαν, ας πούμε, οι μεγάλοι φύλαρχοι να φτιάξουν ένα αεροδρόμιο; «Όχι!» έλεγαν οι φύλακες, δηλαδή οι κριτές, «πειράζετε το περιβάλλον!»
Ήθελαν να φτιάξουν γήπεδο; «Όχι!» έλεγαν και πάλι οι φύλακες. Και συνέχισαν τα «όχι!» τους για σπίτια και ξενοδοχεία, για μουσεία και νεκροταφεία, για κυβερνητικά κτίρια και εκκλησίες, επειδή κανένας δεν έχει βρει μέχρι σήμερα κάποιον τρόπο να φτιάχνεις κάτι απ’ όλα αυτά χωρίς να πειράζεις το περιβάλλον.
Κι είχαν πάρει τόση πολλή φόρα που συνέχισαν να λένε «όχι! » ακόμα και σε κάποιους καινούργιου τύπου σκουπιδότοπους, που κάποιοι λίγο πιο έξυπνοι φύλαρχοι ήθελαν να φτιάξουν για να μετριάσουν λίγο τη δηλητηρίαση όλων τους. Επειδή ήταν ηλίου φαεινότερον ότι και οι καινούργιοι σκουπιδότοποι θα έβλαπταν επίσης το περιβάλλον, σωστά ;
Οι πολίτες βέβαια της Μεγάλης Γκαγκανίας δεν κάθισαν άπρακτοι όλο αυτόν το καιρό. Συνέχισαν να φτιάχνουν σπίτια και ξενοδοχεία, μόνο που τα έφτιαχναν παράνομα. Με τα μουσεία και τα νεκροταφεία ήταν πιο ζόρικα τα πράγματα, αφού αυτά δεν μπορούσαν να τα φτιάχνουν παράνομα, αλλά τουλάχιστον συνέχισαν να ρίχνουν τα σκουπίδια τους όπου τα έριχναν πριν να γίνουν πολύ πολύ πολιτισμένοι και να τα καίνε επίσης, όπως πάντα. Φαίνεται λίγο περίεργο, αλλά οι φύλακες δεν έμοιαζαν να έχουν κάποιο πρόβλημα με αυτό, ίσως επειδή κανένας δεν τους ζητούσε ν’ αποφασίσουν με σοφία για κάτι που ήταν μια βλακώδης παρανομία.
Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς περίπου μια απ’ τα ίδια, αν κι αραιά και πού ακούγονταν μερικοί γκρινιάρηδες που μουρμούριζαν κάποιο παλιό ρητό : «Ποιος μας φυλάει από τους φύλακες ; ».
Κι αυτό είναι το τέλος του παραμυθιού της Μεγάλης Γκαγκανίας, δυστυχώς για όλους μας.
ΥΓ. Κάντε μια μικρή βόλτα στο τρίγωνο , και απολαύστε το θέαμα απέναντι από την εκκλησία, σκουπίδια, σκουπίδια, πλαστικά που θα θαφτούν με τα άλλα αδρανή υλικά. Αλλά θα μου πείτε ποιος νοιάζεται για τον υδροφόρο ορίζοντα, ψιλά γράμματα . Καληνύχτα !!!