Του Βασίλη Τσίρκα
Ο κ. Μητσοτάκης το 2019 είχε παρουσιάσει τον εαυτό του ως νέο, σύγχρονο και φιλελεύθερο πολιτικό, που θα αναλάμβανε τη διακυβέρνηση της χώρας προσφέροντας λύσεις στα κακώς κείμενα που ταλαιπωρούσαν για δεκαετίες τον τόπο. Τρεισήμισι χρόνια αργότερα, όχι μόνο δεν υλοποίησε όσα υποσχέθηκε, αντίθετα άσκησε την εξουσία, ενισχύοντας όσα προηγουμένως κατέκρινε.
Τόσο το σκάνδαλο των υποκλοπών, όσο και το σκάνδαλο Πάτση γεννούν σοβαρό προβληματισμό, θλίψη και αποτροπιασμό σε κάθε δημοκρατικό πολίτη ανεξαρτήτως κομματικής προτίμησης.
Ο πρώην πλέον βουλευτής της ΝΔ τόνισε ότι «η δραστηριότητά μου είναι γνωστή», «αδειάζοντας» τον πρωθυπουργό και κάθε κυβερνητικό στέλεχος που έσπευσαν από την πρώτη στιγμή να δηλώσουν ότι δεν είχε ιδέα για τις δραστηριότητές του. Όταν το σκάνδαλο αποκαλύφθηκε και άρχισε να παίρνει διαστάσεις, ο πρωθυπουργός υποχρεώθηκε να τον διαγράψει από την κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ, καθώς, όπως ανακοινώθηκε, δεν θεώρησε επαρκείς τις εξηγήσεις του.
Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι λίγο πιο περίπλοκη, καθώς είναι αδύνατον να μην είχε πάρει κανείς είδηση στην κυβέρνηση τις δραστηριότητες ενός βουλευτή της. Ο κ. Μητσοτάκης θέλει να μας πείσει ότι δεν είχε ιδέα για το σκάνδαλο. Ένα μεγάλο μέρος των ΜΜΕ έχει ήδη «θάψει» το θέμα, με τις αναφορές στο σκάνδαλο σε τηλεόραση και διαδίκτυο, αλλά και τις εξελίξεις στις σχετικές έρευνες, να μειώνονται καθημερινά.
Την ίδια στιγμή, ένα ακόμη μεγάλο σκάνδαλο έρχεται ξανά στην επικαιρότητα, εκείνο των παρακολουθήσεων. Πολύ πρόσφατα είχαμε τις αποκαλύψεις για τις υποκλοπές, εκεί όπου υποτίθεται ότι ο πρωθυπουργός πιάστηκε και πάλι στον ύπνο από συνεργάτη του, ενώ ο ίδιος δεν γνώριζε τίποτα.
Δηλαδή, ο πρωθυπουργός ήθελε να μας πείσει ότι έθεσε την ΕΥΠ υπό τον έλεγχό του, τοποθέτησε σε αυτήν δικούς του ανθρώπους, αλλά όταν αποκαλύφθηκαν οι υποκλοπές εξεπλάγη, θύμωσε και έστειλε τον επικεφαλής της υπηρεσίας και τον ανιψιό του στα σπίτια τους. Και σήμερα έρχονται οι αποκαλύψεις της εφημερίδας Documento που αυξάνουν τον βαθύ προβληματισμό κάθε δημοκρατικού πολίτη και εγείρουν σοβαρά ζητήματα δημοκρατικής λειτουργίας.
Και στις δύο περιπτώσεις ο κ. Μητσοτάκης επιχειρεί να παίξει το «χαρτί» του αθώου πρωθυπουργού που τον εξαπάτησαν συνεργάτες του, όσο εκείνος κάνει πως εργάζεται άοκνα για το «καλό του τόπου». Οι αποκαλύψεις αυτές είναι πολύ σοβαρές και τις καθιστά ακόμα σοβαρότερες το γεγονός ότι επιχειρείται να υποβαθμιστούν και να παραμείνουν αναπάντητες.
Είναι δυνατόν να εμπιστευόμαστε έναν τέτοιον πρωθυπουργό, που δεν μπορεί να ελέγξει και να γνωρίζει τι ακριβώς συμβαίνει στο στενό του περιβάλλον; Πως μπορεί τότε να γνωρίζει και να δρα με σοβαρότητα και αποφασιστικότητα σε άλλα ζητήματα που ταλαιπωρούν την ελληνική κοινωνία; Πως περιμένουμε να δώσει λύσεις στην αντιμετώπιση της ακρίβειας, στα νοικοκυριά που δεν μπορούν να πληρώσουν το ρεύμα, στις επιχειρήσεις που δεν έχουν ρευστότητα, στους νέους ανθρώπους που δεν βρίσκουν ευκαιρίες, σε όσους συμπολίτες μας κινδυνεύουν να χάσουν το σπίτι τους;
Τρεισήμισι χρόνια τώρα, ο πρωθυπουργός ασκεί τα καθήκοντά του με αδιαφανείς διαδικασίες, μέσα από νομιμοφανείς παρανομίες και αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις σε βάρος των πολιτικών αντιπάλων του και των πολιτών, θέτοντας σε λειτουργία έναν μηχανισμό τον οποίο ονόμασε «επιτελικό κράτος». Έναν μηχανισμό που δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα επικάλυμμα στη σήψη που βαθαίνει και απλώνεται παντού.
Όλα τα σκάνδαλα αυτών των ετών φέρουν φαρδιά πλατιά την υπογραφή του κ. Μητσοτάκη. Πόσο ακόμα θα ανεχόμαστε αυτή την κατάσταση; Πόσο ακόμα θα βυθίζεται η χώρα στον βούρκο της αδιαφάνειας; Πόσο ακόμα θα ανεχόμαστε αυτή την κυβέρνηση να προσποιείται ότι κυβερνά στο «όνομα του ελληνικού λαού»;
Έχουμε μπροστά μας δύο μεγάλα σκάνδαλα, τα οποία η κυβέρνηση συγκαλύπτει και απέναντι στα οποία η Δικαιοσύνη αδρανεί. Ακριβώς αυτή είναι η Ελλάδα της κυβέρνησης Μητσοτάκη, η Ελλάδα των λίγων και ισχυρών, των απευθείας αναθέσεων, των παρακολουθήσεων και της υπονόμευσης του κράτους δικαίου.
Γι’ αυτό και η πολιτική αλλαγή έχει γίνει αδήριτη ανάγκη για να οικοδομήσουμε την Ελλάδα όπου κυρίαρχη θέση θα έχει η δικαιοσύνη στην οικονομία, στην κοινωνία, στο κράτος, μακριά από την απληστία των ελίτ και την ασυδοσία των πολιτικών της εκπροσώπων.
*Ο Βασίλης Τσίρκας είναι δικηγόρος, πρώην βουλευτής Άρτας, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ.