Η ανάγκη του ανθρώπου να εκφράσει, μέσα από κάποια μορφή τέχνης, τα μύχια της ψυχής και του μυαλού του αναδύθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με την εμφάνισή του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα και τεκμήριο αποτελούν οι βραχογραφίες, όπως και τα παλαιολιθικά κοσμήματα. Με την ανάπτυξη και εξέλιξη του λόγου, αρχικά προφορικού και εν συνεχεία γραπτού, η περιγραφή της ανθρώπινης ψυχής και νόησης βάδισε σε μονοπάτια ασύλληπτης θεματικής ποικιλίας, ετερογένειας, διάρκειας και ποιότητας.
Ευτυχώς και σήμερα, παρόλες τις δυσκολίες και τα προβλήματα αλλά και την ταχύτατη τεχνολογική ανάπτυξη, με τις συνεπαγόμενες γρήγορες και δραστικές αλλαγές, εξακολουθούν να υπάρχουν πολυάριθμοι πνευματικοί άνθρωποι, οι οποίοι εκφράζονται μέσα από την ποιοτική λογοτεχνία, όπως και αντίστοιχοι αναγνώστες «διψασμένοι» για ποιοτικά πνευματικά ταξίδια. Μία τέτοια προσωπικότητα είναι και η Ειρήνη Μπόμπολη. Φιλόλογος, με αγάπη και ενδιαφέρον για την αρχαία Ελλάδα, τη μουσική, τη λογοτεχνία, το θέατρο, τις τέχνες γενικότερα, έχοντας μάλιστα ενδιατρίψει και στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Ως ένας ακόμη συμπληρωματικός και επεξηγηματικός παράγοντας του χαρακτήρα και του τρόπου σκέψης της θεωρείται και η ιδιαίτερη πατρίδα της. Τζουμερκιώτισσα, από την αδούλωτη, ορεινή και δυσπρόσιτη ιστορική γη της αρχαίας Αθαμανίας και των νεότερων και σύγχρονων Τζουμέρκων, κουβαλάει μέσα της έναν αέρα ελευθερίας, περηφάνιας, αξιοπρέπειας, επανάστασης, φιλοσοφικού στοχασμού. Επίσης, μοναδικές εικόνες της φύσης, της ιστορίας, της παράδοσης από μία περιοχή όπου τα όρια ουρανού και γης και παρελθόντος και παρόντος εμφανίζονται δυσδιάκριτα.
Όλο το προαναφερθέν ετερόκλητο κράμα συνθέτει μία ιδιαίτερη προσωπικότητα, η οποία έπρεπε, απαραιτήτως, να βρει μία διέξοδο έκφρασης. Και εκείνη επέλεξε και τη λογοτεχνία. Είναι πασιφανές ότι οι ιδέες, οι σκέψεις, οι εικόνες, οι γνώσεις, οι προβληματισμοί, τα συναισθήματα, τα βιώματα, τα ερεθίσματά της ξεπηδούν, πηγαία και αυθεντικά, σε κάθε συζήτηση μαζί της. Και επειδή γίνονται πολυάριθμα και ίσως βασανιστικά, τα καταγράφει, έντεχνα, τα βάζει στη σειρά και μας προσφέρει τα δημιουργήματά της, τόσο ποιητικά όσο και πεζά.
Ένα ακόμη «πνευματικό» της παιδί αποτελεί και «Το Γεύμα». Αμέσως, το καλαίσθητο εξώφυλλο, όπου κυριαρχεί το έργο του πατρινού φιλολόγου, συγγραφέα και ζωγράφου Παναγιώτη Χαλούλου, με τίτλο «Ερωτικό ζευγάρι», προδιαθέτει, ευχάριστα, τον αναγνώστη και τον προετοιμάζει για το κυρίαρχο θέμα. Αντίστοιχα και ο τίτλος προοικονομεί τα όσα πρόκειται να ακολουθήσουν και να διαδραματιστούν. Γενικά, η συγκέντρωση ανθρώπων γύρω από ένα τραπέζι θρησκευτικού – τελετουργικού, πολιτικού, οικονομικού, επιχειρηματικού, επαναστατικού, καθημερινού χαρακτήρα, είτε καλείται γεύμα, είτε δείπνο, είτε συμπόσιο κ.τ.λ., διαχρονικά, υπήρξε χώρος προσέγγισης, δημιουργώντας γόνιμες ζυμώσεις και πυροδοτώντας εξελίξεις. Είναι ενδεικτική η σημασία του οικογενειακού τραπεζιού για τη συνοχή και εξέλιξη της ίδιας της οικογένειας. Επίσης, η σημασία που απέδιδαν στα συμπόσια οι αρχαίοι Έλληνες, οι Ρωμαίοι, οι κάτοικοι του Βυζαντίου, οι αντίστοιχοι της μεσαιωνικής Δύσης και τόσοι άλλοι λαοί, σε διαφορετικές εποχές και περιοχές. Επιπλέον και όλοι μας, γύρω από ένα τραπέζι, εξακολουθούμε να εκθέτουμε και να αναλύουμε τα προβλήματά μας, τις σκέψεις μας, το όνειρά μας, τις φιλοδοξίες μας, τους έρωτές μας και γενικά τις εμπειρίες μας.
Και ξαφνικά, ξεκινώντας το ταξίδι μας στις σελίδες του βιβλίου της Ειρήνης Μπόμπολη, βρισκόμαστε προσκεκλημένοι σε ένα πλατωνικό συμπόσιο, με συμμετέχοντες όλους τους ήρωες της ιστορίας και την ίδια τη συγγραφέα. Και οποία έκπληξη! Τα θέματα αρχίζουν να ξεπηδούν ένα – ένα: ο σύγχρονος άνθρωπος, οι σκέψεις, οι προβληματισμοί του, διαφορετικές πορείες ζωής, η καθημερινότητα, η γραφή, η έμπνευση και πάνω από όλα ο έρωτας. Αυτός ο θεός της αρχαίας Ελλάδος, αυτή η αρχέγονη, μυστηριώδης, ακατανόητη, συχνά ακατανίκητη, απαραίτητη δύναμη που θέτει όλες τις κοινωνίες σε κίνηση, τις μεταβάλλει, τις εξελίσσει, τροφοδοτεί την τέχνη, διαμορφώνει τον πολιτισμό και ενίοτε ορίζει την ιστορική διαδρομή. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, συναντούμε έναν έρωτα εξιδανικευμένο, χωρίς σαρκική επαφή, ο οποίος ακροβατεί στα όρια του θαυμασμού και της πνευματικής έλξης, καθώς γεννιέται σε μία αίθουσα διδασκαλίας, μονόπλευρα, από τον διδασκόμενο προς τον εκκεντρικό απρόσιτο διδάσκοντα.
Με αφορμή και αφετηρία λοιπόν ένα γεύμα, μία μοναδική στιγμή για την ηρωίδα μας και μία τυπική υποχρέωση για τον εκκεντρικό καθηγητή, ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια μας ο πνευματικός, έντονος, μονόπλευρος, εξιδανικευμένος αυτός έρωτας, βαδίζοντας, παράλληλα, στο μυαλό της πρωταγωνίστριάς μας με μια πληθώρα άλλων ιστοριών, σκέψεων, προβληματισμών, τα οποία προβάλλονται, ανάγλυφα, στον αναγνώστη. Και αφού διανύσει μία έντονη διαδρομή, με διαφορετικά στάδια και αφού κυριαρχήσει απόλυτα στη ζωή της, εξίσου γρήγορα αποκαλύπτει τη ματαιότητά του και σβήνει.
Σημαντική στην προώθηση της πλοκής και την εξέλιξη της ιστορίας είναι και η παρουσία παλαιότερων ηρώων από τα βιβλία της ηρωίδας, στους οποίους καταφεύγει για να πάρει τις αποφάσεις της για την πορεία της ζωής της αλλά και προκειμένου να καταδείξει τη στενή σύνδεση και συνέχεια με το παρελθόν και πώς αυτό δύναται να επηρεάσει το μέλλον κάθε ανθρώπου.
Όλα τα παραπάνω και ακόμη περισσότερα θέματα διατρέχουν τις σελίδες του βιβλίου, διανθισμένα με φιλοσοφικούς στοχασμούς, σύγχρονα προβλήματα, αναδρομικές αφηγήσεις, νότες και μελωδίες, λογοτεχνικές παραπομπές, μαγευτικές περιγραφές, ψυχογραφήματα των ηρώων και ταξίδια στον χώρο και τον χρόνο.
Εκτός όμως από την ποικιλία των θεμάτων και την αριστοτεχνική πλοκή, η οποία κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον, ιδιαίτερη αναφορά οφείλει να γίνει και στην ποιότητα της γραφής της Ειρήνης Μπόμπολη. Είναι φανερός, από τις πρώτες σελίδες, ο εξαιρετικός χειρισμός της γλώσσας. Τα πολλά, παρατιθέμενα το ένα δίπλα στο άλλο, συνώνυμα αλλά και οι σκόπιμες επαναλήψεις βοηθούν τον αναγνώστη να εστιάσει την προσοχή του και να απολαύσει τον ρέοντα λόγο. Οι διαφορετικοί αφηγηματικοί τρόποι, εναλλασσόμενοι ανάμεσα στην περιγραφή, την αφήγηση, τον διάλογο, τον μονόλογο, συμβάλλουν στην αδιάκοπη και έντεχνα δοσμένη αντίστοιχη εναλλαγή εικόνων, σκέψεων, συναισθημάτων. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση παρέχει ζωντάνια και αμεσότητα στο κείμενο και κατευθύνει τον καθένα μας να αναγνωρίσει δικές του σκέψεις και βιώματα και να ταυτιστεί με την ηρωίδα. Προς την ίδια κατεύθυνση, της προσέγγισης των πρωταγωνιστών του βιβλίου, συντελεί και η απουσία ονομάτων και τοπωνυμίων. Έτσι, έκαστος από εμάς δύναται να εντοπίσει οικεία του πρόσωπα ή και τον ίδιο του τον εαυτό και να μεταφερθεί σε τόπους γνώριμους, τους οποίους έχει επισκεφτεί είτε με φυσική παρουσία είτε νοερώς. Γενικά, στη γραφή της Ειρήνης Μπόμπολη κυριαρχεί μία αντίθεση, από τη μία η απλότητα και το φιλικό καθημερινό ύφος, συνδυασμένο όμως από την άλλη με την άριστη χρήση της γλώσσας και την εξαιρετική επιλογή των εκφραστικών μέσων και όλα αποδοσμένα με μία περιρρέουσα ποιητικότητα, περιγράφοντας τους πολύπλοκους φιλοσοφικούς στοχασμούς της.
Συνολικά, «Το Γεύμα» αποτέλεσε, για εμένα, ένα πνευματικό ταξίδι στον έρωτα, τη φιλοσοφία, τη ζωή και τον άνθρωπο, το οποίο πραγματοποίησα δύο φορές, με μεγάλο ενθουσιασμό και έχω ξεκινήσει και τρίτη. Με οδηγό την εξαιρετική γραφή της Ειρήνης Μπόμπολη, παρασύρθηκα και αφέθηκα σε μονοπάτια γνωστά και άγνωστα, ενώ προσεγγίζοντας τους ήρωες, γνώρισα καλύτερα τον εαυτό μου. Σε μία εποχή λοιπόν ταχύτητας και προχειρότητας, θεωρώ ότι βιβλία όπως «Το Γεύμα» μπορούν να επιβραδύνουν τον χρόνο και να προσφέρουν σε όλους μας, ανεξαιρέτως, μία μοναδική αναγνωστική εμπειρία και μία δυνατότητα καλύτερης γνωριμίας των γύρω μας αλλά και του καταπιεσμένου και συχνά ξεχασμένου εαυτού μας.
Κωνσταντίνα Ζήδρου
Αρχαιολόγος