Γράφει ο Βασίλης Ιωάννου
Είναι γνωστή από παλιά η διαφορετική μου προσέγγιση σχετικά με τον εκλογικό νόμο που εφαρμόστηκε στις Αυτοδιοικητικές εκλογές του 2019, τον επονομαζόμενο «νόμο Κλεισθένη».
Δε χρειαζόταν άλλωστε μεγάλη εμπειρία για να προβλέψει κάποιος ότι η θέσπιση της απλής αναλογικής και η εκλογή Δημάρχων, που δε θα διαθέτουν την απαιτούμενη πλειοψηφία στα Δημοτικά Συμβούλια για να υλοποιήσουν τα προγράμματά τους, θα δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα στην αποτελεσματική λειτουργία του θεσμού.
Και το διαπιστώσαμε άλλωστε στην πράξη.
Δεν είναι τυχαίο ότι κάτι τέτοιο δεν το συναντάμε σε καμία ευρωπαϊκή χώρα, ανεξαρτήτως εκλογικού συστήματος που εφαρμόζεται.
Ακόμη και ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, στις προτάσεις που πρόσφατα κατέθεσε αναφορικά με την Αυτοδιοίκηση , δεν δεσμεύεται για την επαναφορά της απλής αναλογικής, αναγνωρίζοντας εμμέσως ότι ήταν μια λαθεμένη πολιτική επιλογή.
Ο «Κλεισθένης» όμως, παρά ταύτα, περιλάμβανε μία ιδιαίτερα θετική ρύθμιση, που προέβλεπε την εκλογή των Προέδρων και των Συμβουλίων των Κοινοτήτων μέσα από ξεχωριστή κάλπη.
Επρόκειτο για μια ρύθμιση που αγκαλιάστηκε από τους πολίτες της υπαίθρου και δικαιώθηκε στην πράξη, αφού κατάφερε να κινητοποιήσει νέα και ικανά στελέχη των τοπικών κοινωνιών, να εμπλακούν με τις Κοινότητες και να δώσουν ιδιαίτερη πνοή και ζωντάνια ιδίως στα μικρά και απομακρυσμένα χωριά.
Με την ξεχωριστή κάλπη οι τοπικές κοινωνίες είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν, χωρίς πολώσεις και διλλήματα, τους εκπροσώπους τους, οι οποίοι και ανέλαβαν το δύσκολο έργο να αναδείξουν τα προβλήματα των Κοινοτήτων και να διεκδικήσουν την επίλυσή τους.
Δυστυχώς όμως η Κυβέρνηση, για πολιτικές σκοπιμότητες, που ο καθένας μπορεί να κατανοήσει, προχώρησε στην κατάργηση της ξεχωριστής κάλπης και υποχρεώνει πλέον όσους θέλουν να ασχοληθούν με τις Κοινότητες, να στοιχηθούν πίσω από τους υποψήφιους Δημάρχους και να ενταχθούν στα ψηφοδέλτιά τους.
Ιδιαίτερα δε για τις Κοινότητες άνω των 300 κατοίκων, η καθιέρωση της αρχής «ο νικητής Δήμαρχος τα παίρνει όλα», αποτελεί εκτός των άλλων και ακραία αντιδημοκρατική πράξη.
Σύμφωνα λοιπόν με το νόμο, η πλειοψηφία του Συμβουλίου Κοινότητας, μαζί και ο Πρόεδρος, δίνεται σε αυτούς που συμμετείχαν στο ψηφοδέλτιο του Δημάρχου, νικητή των εκλογών, ανεξάρτητα από το ποσοστό που συγκέντρωσε στην Κοινότητα ο εν λόγω συνδυασμός.
Η συγκεκριμένη διάταξη αποτελεί κατάφωρη παραβίαση της βούλησης των πολιτών, που στερούνται του δικαιώματος να επιλέξουν αυτοί τους αιρετούς του τόπου τους.
Μάλιστα αυτές τις μέρες ψηφίζεται, διάταξη που εξειδικεύει περαιτέρω τον τρόπο εκλογής του Προέδρου, ως εξής:
«Πρόεδρος του Συμβουλίου της Δημοτικής Κοινότητας με πληθυσμό μεγαλύτερο ή ίσο των 301 κατοίκων, ορίζεται ο Σύμβουλος του επιτυχόντος συνδυασμού του Δημάρχου, που έλαβε τους περισσότερους σταυρούς προτίμησης μεταξύ των υποψηφίων του συνδυασμού στη Δημοτική Κοινότητα».
Ενώ για την κατανομή των εδρών των Συμβουλίων των Δημοτικών Κοινοτήτων παραμένει η διάταξη που ορίζει τα τρία πέμπτα (3/5) στο συνδυασμό του Δημάρχου και τα δύο πέμπτα (2/5) στην αντιπολίτευση και συγκεκριμένα:
«α) Στα Συμβούλια που αποτελούνται από τρία (3) μέλη, η κατανομή είναι δύο (2) και μία (1) έδρες, αντίστοιχα,
β) Σε όσα αποτελούνται από πέντε (5) μέλη, τρεις (3) και δύο (2) έδρες, αντίστοιχα,
γ) Σε όσα αποτελούνται από ένδεκα (11) μέλη, επτά (7) και τέσσερις (4) έδρες, αντίστοιχα, κλπ.»
Με τέτοιες αντιδημοκρατικές διατάξεις, είναι σχεδόν βέβαιο ότι πολλοί θα αποθαρρυνθούν να ασχοληθούν ενεργά με τις Κοινότητες και μάλιστα σε μια κρίσιμη περίοδο που η ελληνική ύπαιθρος, εκτός των άλλων, απαιτεί γενναία πολιτική στήριξη και εκπροσώπηση.
Και λυπάμαι ειλικρινά για την υποκριτική στάση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Δημάρχων, που αν και γνώριζαν από πρώτο χέρι την καθολική αποδοχή της ξεχωριστής κάλπης, εν τούτοις για τις δικές τους σκοπιμότητες, υιοθέτησαν την κατάργησή της και όλες τις αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις που ακολούθησαν, χωρίς καμιά ουσιαστική αντίρρηση.
Κι αυτή τους τη στάση οφείλουν οι ψηφοφόροι, στις επερχόμενες Δημοτικές εκλογές, να ΜΗ τους την συγχωρήσουν..