Ήμουν μοναχογιός. Χαϊδεμένος, δε λέω. Ανάμεσα σε τρία κορίτσια: τη Βάγκιω, την Τσέβω και την Κωστάντω. Και μ’ είχαν στο σπίτι, ο πατέρας μου περισσότερο, μη στάξει και μη βρέξει. Κ’μήθ’κι του πιδί; Ξύπνισι του πιδί; Το τάισες του πιδί; Το ’ντ’σις καλά του πιδί; Κι εδώ που τα λέμε, είχε ένα δίκιο ο πατέρας. Ήμουν η συνέχεια της οικογένειας, εγώ που θα έφερα εφ’ όρου ζωής το επίθετο των προγόνων μας, που θα διαιώνιζα το σόι μας, που θα ξανάνιωνα το όνομα των γονέων μου. Τα κορίτσια θα τα παντρεύαμε και θα τα ξεβγάζαμε απ’ το σπίτι με τα προικιά τους: χωράφια, αγελάδες, πρόβατα, λίρες, ρουχισμό… Αυτά που δίνανε όλοι οι γονείς στους γαμπρούς, ιδίως εκείνοι που τον φυσάγανε τον παρά, καθώς οι δικοί μου. Και θ’ αλλάζανε, αμέσως με το στεφάνι, επίθετο, θ’ αλλάζανε σπίτι, θ’ αλλάζανε ως και μάνα και πατέρα ακόμα… μπορεί και χωριό.
Αλλά όσο χαϊδεμένος κι αν ήμουν, ένιωθα συχνά μοναξιά μες στο σπίτι. Γιατί καλές οι αδερφές, μια χαρά κοπέλες, χαρωπές και δροσάτες, αλλά εγώ ήθελα να ’χω κι έναν ακόμα αδερφό, ένα αγόρι να παίζω μαζί του, να τον αισθάνομαι σύμμαχο, να μη με φέρνουν τούμπα εκείνες που κάνανε κάποτε κάποτε μέτωπο με τη μάνα μας και μας στριμώχνανε με τον πατέρα μου, καθώς υπερτερούσαν κατά κράτος τα τέσσερα θηλυκά έναντι δύο μόνο αρσενικών στην οικογένεια. Έκανα, ωστόσο, υπομονή κι προσδοκούσα την ανάστασή μου, όταν θα έφτιαχνα τη δική μου οικογένεια και θα πλημμύριζα το σπίτι με αρσενικούς γόνους.
Παρότι, λοιπόν, ήμουν ο δεύτερος στη σειρά, ήταν ρητή και κατηγορηματική η εντολή που ερχόταν απ’ τα βάθη του χρόνου: πρώτα θα βγάζαμε τις αδερφές μου απ’ το σπίτι και μετά θα έμπαινε νύφη σ’ αυτό. Κι αν κάποια απ’ αυτές τους δεν είχε νου για παντρειές κι ήθελε να μείνει γεροντοκόρη, όφειλα να μείνω κι εγώ γεροντοπαλίκαρο ως καλός αδερφός. Γιατί, λέγανε, άμα παντρευτεί ο αδερφός, πάει το πουλί πέταξε για τις αδερφές: θα μείνουν στο ράφι. Άρα πρώτα οι κοπέλες και μετά τα… παιδιά.
Κάπως έτσι έγινε με τον ξάδερφό μου τον Πάκη, που τα ’μπλεξε με τη Θόδω και τη γκάστρωσε ο μουρντάρτης… Και θέλοντας και μη, φόρεσε την κουλούρα και μπήκε στα βάσανα. Και πήγαν καλιά τους οι δύο αδερφές του: μείνανε ανύπαντρες. Εκείνες θα κοίταγε ο αδερφός τους ή τη δική του οικογένεια, τώρα που έρχονταν τα κουτσούβελα ένα κοντά στ’ άλλο; Έσκασαν απ’ το χάλι οι γονείς του, αλλά οι κοπέλες ανύπαντρες… Γεροντοκόρες. Θα μου πεις, έφταιγε ο Πάκης που μείνανε εκείνες στ’ αζήτητα; Ε, όσο να ’ναι, άμα μπει νύφη στο σπίτι, είναι δύσκολο να μπει μετά ο γαμπρός! Αλλάζει η κατάσταση στην οικογένεια. Παίρνει άλλο δρόμο. Κι αυτός ο δρόμος πάει μπροστά, δεν πάει πίσω.
Οι δικές μου αδερφές δε μου χάλασαν το χατίρι. Τη μεγάλη, τη Βάγκιω, την παντρέψαμε με προξενιό. Τη ζήτησε ο χωριανός μας ο Τέλης, που δούλευε στη Γερμανία κι είχε κάνει καλά μπάζα, του κανόνισε τη δουλειά μια ξαδέρφη του, στείλανε συνοικέσιο οι γονείς του, την έδωσε ο πατέρας μου με χαρά και ανακούφιση, αν και της έριχνε ο Τέλης καμιά δεκαριά χρόνια, ούτε είκοσι εκείνη, τριαντάρης ο Τέλης. Βγήκε όμως το πρώτο γραμμάτιο απ’ το σπίτι, όπως τον άκουσα να λέει στη μάνα μου.
Η δεύτερη, η Τσέβω, μπήκε στα γράμματα, τα ’παιρνε η κούτρα της, τέλειωσε το γυμνάσιο, καλή μαθήτρια, όμορφη κιόλας, την έχωσε στο δημόσιο ο πατέρας, βρήκε μόνη της το γαμπρό τον Γεράσιμο, Μάκη τον φώναζε εκείνη, και μας τον κουβάλησε σπίτι, νιώσαμε αμήχανοι, δεν ήταν συνηθισμένα πράγματα αυτά στο χωριό, μουρμούρισαν τα δικά τους συγγενείς τε και γείτονες, «θα τη γλεντήσει ο μπαγάσας ο Μάκης, θα τη μαγαρίσει τη σουρτούκω την Τσέβω και θα την παρατήσει μετά», αλλά δε μασούσε από τέτοια η Τσέβω μας, που άλλαξε όνομα προ πολλού και το ’κανε πλέον Βιβή, αναγκάζοντάς μας κι εμάς να ξεχάσουμε όλως διόλου το Τσέβω και να τη λέμε Βιβή. Καραγκιοζιλίκι φαινότανε σ’ όλους μας, αλλά τι να κάναμε; Βιβή, Βιβή! Και πήγε μια χαρά κι η Βιβή, σε πείσμα όσων ψιθύριζαν -και προμάντευαν- το κακό, τον κακό τους τον φλάρο!
Και δεν άργησε κι η Κωστάντω μας να βρει τη σειρά της. Άμα καλοπαντρευτεί το πρώτο κορίτσι, ανοίγει μετά και για τ’ άλλα ο καλός δρόμος. Τη συμπάθησε το σόι του χωριανού μας του Κίτσου, χωροφύλακας το παιδί, μια χαρά, μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, κόνξες θα κάναμε; Τα έσιαξαν στα καφενεία και στα ούζα οι πατεράδες μας, παιδί του χωριού μας ο Κίτσος, πιάστηκε από ταμείο, θα περνούσε ζωή και κότα μαζί του η Κωστάντω μας, ήρθε φτιαγμένος ο πατέρας στο σπίτι το βράδυ, έτσι κι έτσι, ανακοινώνει στη μάνα μας, έδωσα την Κωστάντω στα Ζαχαραίικα, καλό παιδάκι ο Κίτσος, αυτό μωρέ που πήγε στη χωροφυλακή, θα της δώσουμε κι αυτηνής το προικιό της, να βγάλουμε και το τελευταίο μας γραμμάτιο για να πάρει σειρά κι ο Γιωργούλας μας, να πάρουμε ανάσα κι εμείς, βρε αδερφέ, που μπεζερίσαμε να παντρεύουμε κι άλλη δουλειά να μην κάνουμε.
Κι έμεινα πλέον στο σπίτι μόνος εγώ, άρχοντας, είκοσι πέντε χρονών παλικάρι, ελεύθερος κι ωραίος. Και περιζήτητος, μάλλον ο πιο περιζήτητος, γαμπρός στο χωριό μας. Και με διπλάρωναν τώρα πολλοί, με καλωσόριζαν στα καφενεία άμα τη εμφανίσει μου, παράγγελναν στον μπακάλη «κέρνα το Γιωργούλα ό,τι πίνει», κάθονταν στο τραπέζι μου, με κολάκευαν, μου την πέφτανε, με φλέρταραν γενικώς πατεράδες κι αδέρφια, ου μην και μπαρμπάδες των κοριτσιών, περιμένοντας ένα νεύμα δικό μου, ένα υπονοούμενο, ας πούμε, για να στείλουν την άλλη μέρα συνοικέσιο στον πατέρα μου, μου άρεσαν και μένα όλα αυτά κι ας με κούραζαν κάποτε, αλλά οι μετοχές μου ανέβαιναν κατακόρυφα, μαζί κι οι προσδοκίες μου για βίον ανθόσπαρτο!