12.6 C
Arta
22 Νοεμβρίου 2024

Η βυζαντινή οχυρωματική

Διαβάστε επίσης

Το αίσθημα της κοινωνικότητας μπορεί να χαρακτηριστεί ως έμφυτο στον άνθρωπο. Έτσι, οδηγήθηκε, ήδη από την παλαιολιθική εποχή, στη δημιουργία των πρώτων ομάδων, κωμών και κοινοτήτων. Εξίσου όμως έμφυτο και απαραίτητο για την επιβίωσή του είναι και το αίσθημα της ασφάλειας και της προστασίας. Και ακριβώς αυτό, τον έτρεψε στην αναζήτηση σπηλαίων ή φυσικά οχυρών θέσεων για την προστασία του από τις καιρικές συνθήκες, τα άγρια ζώα και τους άλλους ανθρώπους. Η εξέλιξη λοιπόν των κοινωνιών, σε συνδυασμό με το αίσθημα της ασφάλειας, υπήρξε η βάση για την κατασκευή των πρώτων οχυρώσεων. Κάθε λαός και κάθε ιστορική περίοδος έχει να επιδείξει το δικό της σύστημα οχυρώσεων, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Τα οχυρωματικά έργα ξεκίνησαν ως καθαρά χρηστικές κατασκευές αλλά εξελίχθηκαν σε ιδιαίτερο κλάδο της αρχιτεκτονικής, με δική του ανεξάρτητη ανάπτυξη και πορεία και ταυτόχρονα τέχνης ενασχολούμενης με την εικόνα του εκάστοτε κάστρου. Παράλληλα, είναι άρρηκτα δεμένα με τον τόπο όπου βρίσκονται, αντανακλώντας τα χαρακτηριστικά του αλλά και με την ιστορική περίοδο της ανέγερσης και των διαφόρων επισκευών τους. Πολλές φορές, η ύπαρξη ενός κάστρου, με τη θέση, τη μορφή και την κατασκευή του, αντικαθιστά την έλλειψη πηγών για μια πόλη ή περιοχή και προσφέρει πολύτιμα στοιχεία για την εικόνα και την ιστορική της πορεία.

            Γενικά, τα οχυρωματικά έργα εμφανίζονται στον ελλαδικό χώρο, ήδη από την πρώιμη εποχή του Χαλκού (3000 π.Χ.) και διαρκούν έως τον 19ο μ. Χ. αι., περίπου δηλαδή τέσσερις χιλιετίες, ώσπου η πολεμική και αμυντική τακτική, με την εξέλιξη της τεχνολογίας, αλλάζει ριζικά. Τα σωζόμενα δείγματά τους, συχνά κάστρα ακέραια που στέκουν για αιώνες αδιάψευστοι μάρτυρες της ιστορίας, αποτελούν ορισμένα από τα εντυπωσιακότερα και σημαντικότερα μνημεία, προκαλώντας τον θαυμασμό. Η μελέτη τους δύσκολη και πολύπλευρή προσφέρει διάφορες και χρήσιμες πληροφορίες, προωθώντας, ποικιλοτρόπως, την έρευνα.

Ειδικότερα, η ύπαρξή τους και μόνο μας πληροφορεί για πόλεις και οικισμούς για τις οποίες δεν υπάρχουν μαρτυρίες στις γραπτές πηγές ή αρχαιολογικά ευρήματα, συμβάλλοντας στον εντοπισμό τους. Επίσης, παρέχουν στοιχεία για τον αριθμό των νέων πόλεων κάθε περιόδου ή των παλαιότερων που εξακολουθούν να κατοικούνται ή ακόμη και μετά από μία φάση εγκατάλειψης ξανακατοικούνται, αφού επιδιορθώνονται και ενισχύονται τα τείχη τους, για το μέγεθός τους και κατά συνέπεια και για τον πληθυσμό τους. Τα οχυρωματικά έργα οδηγούν στην εξαγωγή συμπερασμάτων για την εξέλιξη της πολεμικής τέχνης και τακτικής, της τεχνολογίας και της αρχιτεκτονικής. Βέβαια, σχετίζονται στενά και με την οικονομική ευρωστία της εποχής και της περιοχής. Ακόμη, ο αριθμός και το μέγεθος των περιβόλων διασώζουν στοιχεία για την ιστορική πορεία, εάν ήταν ειρηνική  οπότε  και  έργα  αυτού  του  είδους  θα ήταν περιορισμένα ή ταραγμένη με πολλά παρόμοια οικοδομήματα. Και πάλι στη δεύτερη περίπτωση εντοπίζονται και άλλοι συνδυασμοί, δηλαδή εάν τα τείχη κατασκευάστηκαν γρήγορα, σε περίπτωση άμεσου κινδύνου ή αργά και προσεγμένα, βάση κάποιου γενικότερου σχεδίου. Επιπλέον,  σημαντική θεωρείται και η επιλογή των θέσεων: πεδινών, ορεινών, ανοχύρωτων ή φυσικά οχυρών, όπως και οι διαφορές στην αρχιτεκτονική από περιοχή σε περιοχή, τεκμηριώνοντας τις γειτονικές επιδράσεις ή την επικρατούσα τάση έκαστης εποχής και επιβεβαιώνουν τις σχέσεις και επαφές των οχυρωμένων πόλεων και των όμορων τους περιοχών. Τέλος, η σύγκριση του αριθμού των κάστρων σε κάθε περιοχή φανερώνει εάν και πόσο συχνά απειλούνταν. Συνήθως, οι τοποθετημένες κοντά στα σύνορα πόλεις τειχίζονταν συστηματικότερα και ισχυρότερα.

            Στη μακραίωνη βυζαντινή περίοδο, τα οχυρωματικά έργα διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο και βοηθούν στην ανασυγκρότηση μιας πιο πλήρους εικόνας. Σχετικά με την Ήπειρο, ευρισκόμενη στα δυτικά σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας  και κατέχοντας μία στρατηγικής σημασίας θέση, έγινε μήλο της έριδος από πολύ νωρίς και αντιμετώπισε πολλούς κινδύνους και εισβολείς, καθ’ όλη την ιστορική της πορεία, οι οποίοι προσπαθούσαν είτε να την κατακτήσουν και να εδραιώσουν τα συμφέροντά τους στην περιοχή, είτε να αποκτήσουν εδάφη, επεκτείνοντας τις επικράτειές τους, είτε ακόμη να βλάψουν την ίδια την Αυτοκρατορία και έχοντας την Ήπειρο ως ορμητήριο, αυτό αφορά τους δυτικούς εχθρούς, να την περιορίσουν εδαφικά ή και να την καταλύσουν.

            Γενικά, τα στοιχεία της οχύρωσης, κατά τη βυζαντινή περίοδο, διακρίνονται: στις οχυρωμένες μητροπόλεις, στις πόλεις – κάστρα, στα φρούρια αποκλειστικά αμυντικού χαρακτήρα, στα διατειχίσματα, τείχη δηλαδή σε στρατηγικής σημασίας σημεία και στις μοναστηριακές οχυρώσεις. Όλα τα παραπάνω δεν αποτελούσαν μεμονωμένα οικοδομήματα, τυχαία τοποθετημένα αλλά βρισκόταν σε άμεση σχέση, συνάφεια και επικοινωνία, διαμορφώνοντας ένα αμυντικό πλέγμα προστασίας σε κάθε περιοχή. Έτσι, έκαστο οχυρωματικό στοιχείο είχε έναν διττό και ξεκάθαρο ρόλο να υπερασπίζεται τον εαυτό του και το αμέσως επόμενό του. Παράλληλα, για τους πολίτες, τα τείχη θεωρούνταν ιερά, με ξεχωριστή σημασία, καθώς λειτουργούσαν ως το μεταβατικό σημείο ανάμεσα στο οικείο και το εχθρικό, τη ζωή και τον θάνατο. Τα τείχη θα προστάτευαν τον Βυζαντινό από κάθε κίνδυνο, όπως αποδεικνύεται από την ύπαρξη πληθώρας αποτροπαικών συμβόλων, σταυρών και εικονοστασίων στις επιφάνειές τους αλλά και από τις διηγήσεις στις πηγές για θαύματα και μεταφυσικές ιστορίες διάσωσης πόλεων.

                                                                                              Κωνσταντίνα Ζήδρου

                                                                                                 Αρχαιολόγος

Διαβάστε επίσης

spot_img

Τελευταία Νέα