15.9 C
Arta
23 Νοεμβρίου 2024

Τα μηχανήματα

Διαβάστε επίσης

Ο μπάρμπα Τάτσης, αδερφός του παππού μου, γεννημένος πριν το 1900, είχε μετά το δεύτερο μεγάλο πόλεμο αποσυρθεί στα χωράφια του κι αφοσιώθηκε ψυχή τε και σώματι στα ζωντανά του. Πέρασε τις τυμπανοκρουσίες των βαλκανικών πολέμων ως νεοσύλλεκτος, έζησε ως έμπειρος πια στρατιώτης τις μπόρες του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, έφτασε ως επίστρατος το ’20 στο Αφιόν Καραχισάρ κι έξω απ’ την Άγκυρα, πιστεύοντας κι εκείνος πως η Ελλάδα ζει το απίστευτο και απόλυτο μεγαλείο της, κι επέστρεψε -ζωντανός αυτός, ηττημένος και τσακισμένος- στο χωριό του βλέποντας το μεγαλείο να πνίγεται στις θάλασσες του Τσεσμέ και να γίνεται αυτό -το μεγαλείο- μια απίστευτη τραγωδία, τέτοια που δεν έζησε άλλη ποτέ η πατρίδα του.  

Όταν άραξε στο χωριό, η κάκω Τάτσαινα είχε απομείνει με τα τρία απ’ τα πέντε παιδιά που της έσπειρε με τις άδειες που έπαιρνε απ’ τα μέτωπα και βογκούσε η δόλια μονάχη να δει άσπρη μέρα μέσα στη γενική αβεβαιότητα και την καταφρόνια που ζούσαν για δέκα χρόνια οι γυναίκες χωρίς άντρες σε όλη την έκταση της επικράτειας. Της έσπειρε και καμιά δεκάδα ακόμη όταν κάλμαρε η κατάσταση και μπήκε το νερό στο αυλάκι, ζήσανε απ’ αυτά τα μισά, φάγανε τ’ άλλα μισά ο τύφος, η ελονοσία και οι άλλες αρρώστιες που πέφτανε σωρηδόν στα χωριά κι έλαβε κάποια στιγμή την απόφαση να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του στα μαντριά και στα πρόβατα, μακριά απ’ την κλαγγή των πολέμων και την τριβή που φέρνουν εκείνοι στις ψυχές των ανθρώπων.

Κι άφησε την κάκω Τάτσηνα ξανά μόνη να μακελεύεται στο χωριό με τα οχτώ της παιδιά και να ψάχνει μαζί τους να βρει μοίρα στον ήλιο. Και βρίσκανε εκείνα λίγο λίγο το δρόμο τους και τη μοίρα τους, δουλεύοντας στα ξένα χωράφια ή παίρνοντας τις στράτες για τ’ άλλα χωριά και τις πόλεις ή ανεβαίνοντας στο βουνό για να κάνουν αντίσταση και να διώξουν απ’ τα ιερά χώματά τους τους επηρμένους κατακτητές. Τέλειωσε κάποια στιγμή με τους πολέμους της η πατρίδα κι έμπαινε κουτσά στραβά στο ίσιωμα αναγεννημένη μέσα απ’ τις στάχτες της… 

Μα ο μπάρμπα Τάτσης δεν έπαιρνε πρέφα, εκεί στην απομόνωση που επέλεξε, τι κάνει ο πέρα ντουνιάς και πώς πορεύεται το χωριό, πού βαδίζει η πατρίδα και προς τα πού πάει ο κόσμος ολόκληρος. Βράδιαζε και ξημέρωνε συντροφιά με το μικρό του κοπάδι, άρμεγε κι έβραζε στο τσουκάλι το γάλα, έτριβε μέσα σ’ αυτό τη μπομπότα και την άφηνε να παραπώσει και να φτιαχτεί ένα κοκτέιλ μοναδικής γευστικότητας, μάζευε τα βατόμουρα και τα μούρα τα καλοκαίρια και τα φθινόπωρα τα μήλα και τα κυδώνια για να συμπληρώνει το γεύμα του, έριχνε την κάπα του πάνω στις πλάτες τούς κρύους χειμώνες κι αναχαίτισε μ’ αυτή τις βροχές και τις μπόρες, έπιανε κουβέντα με τα τσοπανόσκυλα και τα κριάρια του, έπιανε και τη φλογέρα του κι έπαιζε για να μερώνει τον πόνο του, πύρωνε την καλύβα του αποβραδίς και το ’πιανε στη γωνιά της καρφώνοντας τα μάτια στη φλόγα ώσπου να βαρύνουν εκείνα και να πέσει πάνω σ’ ένα πρόχειρο αχυρένιο στρώμα για να περάσει τη νύχτα του σκεπασμένος με την κάπα του μόνο. 

Κι έρχονταν βιαστικά τα παιδιά του άπαξ της εβδομάδος και του φέρνανε ψωμί και καμιά αλλαξιά ρούχα. Κι αφού τον κούρευαν, τον ξύριζαν και τον έλουζαν, τα ρώταγε εκείνος να μάθει κανένα νέο του χωριού, του λέγανε εκείνα ό,τι να ’ναι, δεν ήταν ο σκοπός τους αυτός, ξεχώριζαν με το μάτι μετά τα μανάρια που ήταν για πούλημα και ξανάρχονταν ύστερα παρέα με τον μεσίτη ή τον έμπορο και κανόνιζαν τη δουλειά, έβαζαν στις τσέπες τους τα χιλιάρικα και γυρίζανε πίσω χωρίς ν’ αφήνουν ούτε μια δραχμή στον πατέρα τους, τι να την έκανε εκεί στην άκρη θεού και στο τέλος του κόσμου;

Είχε μπει πια ο κόσμος στη δεκαετία του ’60, μα ο μπάρμπα Τάτσης ζούσε ακόμα στη δεκαετία του ’30. Μόνο που τώρα ένας περίεργος κι άτσαλος θόρυβος διατάρασσε τον πρωινό ύπνο του και τον σήκωνε απ’ το στρώμα του για να στήνει αφτί, μπα και μαντέψει τι σόι πράμα ήταν εκείνο το γκραν γκραν που ερχόταν από μακριά. Κι είχε ένα φόβο μην κάποιο χάραμα ακουστεί πιο δυνατά αυτό το πράμα κι είναι τίποτε δαίμονες και βρικόλακες και το πιάσουν έξω απ’ τα γρέκια του και ριχτούν πάνω στα πρόβατά του και τα κάνουν όλα γης μαδιάμ! Και μιλούσε τώρα πιο πολύ με τα τσοπανόσκυλά του εναποθέτοντας τις ελπίδες σωτηρίας του πάνω τους. Και αδημονούσε να δει να ’ρχεται κάποιο απ’ τα παιδιά του, να ρωτήσει, να μάθει και να λάβει τα μέτρα του.  

Κι ήρθε επιτέλους μια μέρα ο μεγαλύτερος γιος του ο Φώντας. Δεν πρόλαβε να ξεπεζέψει ο άνθρωπος και να δέσει το άλογο στη μεριά του, όταν τον βλέπει να στέκεται πλάι του κολόνα και να τον κοιτάζει στα μάτια κι όχι στα χέρια ως συνήθως.

«Δε μ’ λιες, ωρέ Φώντα», μπήκε αμέσως στο θέμα ο πατέρας του και δεν έπαιρνε τα μάτια από πάνω του. «Τι είναι, να πούμι, ικειό το γρναν γκραν γκραν π’ ακούω κάθε αυγή να ζών’, να πούμι, ούλο το χωριό, για στάκα και πες μου», τον κεραυνοβόλησε, σπάνια έλεγε ο πατέρας του τόσα πολλά.

«Ποιο γκραν γκραν ακούς ισύ, ωρέ γέροντα», προσπάθησε ο Φώντας να καταλάβει τι θέλει να πει ο πατέρας του.

«Ωρέ Φώντα, για, να πούμι, κάθε μπονόρα, είναι ακόμα σκοτείδ’, ακούω ικεί στο χωριό μια φασαρία, να πούμι, σαν να σπάνε λιθάρια, γκραν γκραν, τι σόι πράμα είναι, να πούμι, αυτό;»

Γέλασε ο Φώντας με νόημα.

«Αυτά, πατέρα», πήγε να του εξηγήσει, «αυτά είναι κάρα».

«Κάρα;» αναφώνησε στραβώνοντας μάτια και χείλη. «Κι τι είναι, να πούμι, αυτά τα, πώς τα ’πες, κάρα;» το προχωρούσε πιο πέρα ο πατέρας του.

«Είναι κάτ’ σαν μεγάλα σαν’δένια κ’τιά, όπως είναι τ’ αμπάρια,  π’ κάθονται απάν’ σε κάτ’ σιδερένιες ρόδες κι πάει μπροστά ένα άλογο π’ σέρ’ αυτό το κ’τί και κουβαλάει ειδήσματα, σακιά με αλεύρ’, με πατάτες, ντενεκέδια με λάδ’, νταμ’τζάνες με ούζα… κι ό,τ’ άλλο παραγγέλλ’ στον αγωιάτ’ ο ένας κι ο άλλος…»

Του εξήγησε κι άλλα ο Φώντας μπα και τον βάλει επιτέλους στο νόημα. Μπήκε εκείνος, δεν μπήκε, άνοιξε τα μάτια του διάπλατα, σταυροκοπήθηκε και ξεφώνησε με δέος και θαυμασμό:

«Ε ρε χαλασιά σ’, Ευρώπ’, με τα μηχανήματα πο ’βγαλις!»

Γέλασε ο Φώντας. Και μολόγαγε κάθε τόσο μετά στο χωριό την έκπληξη του πατέρα του!

Διαβάστε επίσης

spot_img

Τελευταία Νέα