«Η πόλις είναι μία μορφή ανώτερης κοινωνικής συνύπαρξης» αναφέρει ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του. Και ακριβώς αυτή η άποψη επιβεβαιώνει τη μεγάλη σημασία της πόλης στην αρχαία Ελλάδα και κατ’ επέκταση της πολεοδομικής οργάνωσης, η οποία επηρέαζε και την αντίστοιχη κοινωνική οργάνωση. Γενικά, η κοινωνική και η χωροταξική οργάνωση συμβαδίζουν και αλληλεπιδρούν για αιώνες, από τη δημιουργία των πρώτων πόλεων μέχρι σήμερα, αποδεικνύοντας την ιδιότητα του χώρου να λειτουργεί ως φυσικός οργανισμός, να μεταλλάσσεται και να προσαρμόζεται στις εκάστοτε συνθήκες.
Μία σημαντική αρχαία ελληνική πόλη, με μακραίωνη ιστορία είναι και η Αμβρακία. Εντοπίζεται στα βόρεια πρανή του λόφου της Περάνθης, ιδρυμένη σε μία φυσικά οχυρή θέση, από τη βόρεια, ανατολική και δυτική πλευρά της, από τον ποταμό Άραχθο. Εκτός από τη φυσική της οχυρότητα, η επιλογή της συγκεκριμένη θέσης οφείλεται και στη στρατηγική της σημασία, καθώς βρίσκεται εγγύς στον πλωτό Άραχθο, πλησίον του Αμβρακικού κόλπου, επί της μεγάλης οδικής αρτηρίας που οδηγούσε από τη νότια Ελλάδα στην Ήπειρο και την Ιλλυρία αλλά και σε κομβικό σημείο της θαλάσσιας οδού προς την Αδριατική. Επιπλέον, διέθετε άριστη γη, πολλές εκτάσεις και άφθονα ύδατα για την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, όπως και εύκολη πρόσβαση σε περιοχές με ξυλεία.
Τα πρώτα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας εντοπίζονται ήδη από τον 9ο π.Χ. αι. Κατά τον επόμενο 8ο π.Χ. αι., εμφανίζονται οι Κορίνθιοι και δημιουργούν έναν εμπορικό σταθμό, συνυπάρχοντας, όμως, αρμονικά με τα προϋπάρχοντα φύλα. Στα τέλη του 7ου π.Χ. αι., ιδρύεται από τον Γόργο, νόθο γιο του τυράννου της Κορίνθου Κύψελου, η μεγάλη κορινθιακή αποικία, δεύτερη σε σημασία, μετά την Κέρκυρα, για τη ΒΔ Ελλάδα. Καθ’ όλον τον 6ο αι., η Αμβρακία λειτουργεί ως σημαντικό κέντρο διακίνησης των κορινθιακών προϊόντων. Στον ακόλουθο 5ο π.Χ. αι., συμμετείχε, με οπλίτες και πλοία, στους περσικούς πολέμους. Στον πελοποννησιακό πόλεμο, όπως και σε όλες τις υπόλοιπες πολεμικές συγκρούσεις, παρέμεινε πιστή στη μητρόπολη Κόρινθο και της παρείχε πάντοτε βοήθεια. Εξαιτίας μάλιστα της πίστης της, διέφυγε τη μακεδονική κατάκτηση, όταν ο Φίλιππος Β΄ της Μακεδονίας εισέβαλλε στην Ήπειρο κατά το 324 π.Χ. Στην ύψιστη οικονομική και πολιτική ακμή της έφτασε κατά τον 3ο π.Χ. αι., καθώς ο βασιλιάς Πύρρος την έκανε πρωτεύουσα του κράτους του. Το 189 π.Χ. πολιορκήθηκε από τους Ρωμαίους και αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει και να δεχτεί ρωμαϊκή φρουρά. Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε με την ίδρυση της ρωμαϊκής Νικόπολης το 31 π.Χ. και τον υποχρεωτικό συνοικισμό των κατοίκων της. Βέβαια, η πόλη δεν εγκαταλείφθηκε εντελώς αλλά συνέχισε έως και τους πρώτους μεταχριστιστιανικούς αιώνες.
Αναφορικά με την οργάνωση του άστεως, η πόλη διέθετε, ήδη από την ίδρυσή της και καθ’ όλη τη διάρκεια της μακραίωνης πορείας της, πολεοδομικό σχεδιασμό, βασισμένο στους άξονες επικοινωνίας, όπως και ισχυρή οχύρωση. Τα τείχη της, συνολικής περιμέτρου 4- 5 χλμ., ενισχύονταν με ορθογώνιους ή ημικυκλικούς πύργους. Ο αστικός ιστός ήταν διαιρεμένος σε ορθογώνιες οικοδομικές νησίδες, διαστάσεων 150 χ 30μ., περιλαμβάνοντας 20 οικίες έκαστη. Ανάμεσα στις νησίδες, πυκνοί δρόμοι, πλάτους 4,5 – 5μ, με κατεύθυνση Β-Ν, διασταυρώνονταν με τις αντίστοιχες λεωφόρους. Την άρτια γεωμετρική πολεοδομική οργάνωση συμπλήρωνε και ένα εξίσου άρτιο και αποτελεσματικό σύστημα αποχέτευσης. Σε κάθε οικοδομική νησίδα, υπήρχε ένας κεντρικός αποχετευτικός αγωγός, στον οποίο κατέληγαν, εγκάρσια, μικρότεροι, εκατέρωθεν των οικιών, διευκολύνοντας την απομάκρυνση τόσο των ομβρίων υδάτων όσο και των οικιακών λυμάτων. Κάθε ιδιωτική οικία είχε περίπου τις ίδιες διαστάσεις (15χ15μ), νότιο προσανατολισμό και είσοδο προς τον δρόμο. Ο χώρος της οικίας οργανωνόταν γύρω από μία αυλή. Κατά την ελληνιστική περίοδο, ορισμένες ιδιωτικές οικίες έγιναν πιο πολυτελείς και αυξήθηκαν οι διαστάσεις τους.
Παράλληλα, το πολεοδομικό σχέδιο της Αμβρακίας προέβλεπε, από την αρχή, προβλέψει τη δημιουργία δημόσιου χώρου στη ΒΔ πλευρά, όπου εντοπίζονται ο ναός του Απόλλωνα Πύθιου Σωτήρα, προστάτη της πόλης, το μικρό και το μεγάλο θέατρο, καθώς και το Πρυτανείο. Οπωσδήποτε, θα υπήρχαν και αρκετά εργαστήρια, όπως αποδεικνύεται από τις γραπτές πηγές και τα κινητά ευρήματα, χωρίς όμως να έχουν βρεθεί συγκεκριμένα οικοδομικά λείψανα. Δύο νεκροταφεία, εκτός των τειχών, στη δυτική και ανατολική πλευρά αντίστοιχα αλλά και η περιβάλλουσα ύπαιθρος – χώρα ολοκληρώνουν την εικόνα της αρχαίας Αμβρακίας.
Κωνσταντίνα Ζήδρου
Αρχαιολόγος