ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ…θέσεις για το ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ, τη ΦΥΣΗ ,το ΚΥΝΗΓΙ: γράφει ο ΚΩΣΤΑΣ ΛΥΤΡΑΣ
Πείνα και φτώχεια παραμονή Χριστουγέννων και ο μπάρμπα- Μήτρος ονειρεύεται ένα λαγό για να γεμίσει το γιορτινό του τραπέζι. Θα τον πετύχει ή μήπως ο Αι-Βασίλης του έχει καλύτερο δώρο;
Οι ελιές δεν είχανε κάμει καρπό για να πουλήσει κανείς ούτε μία οκά κι απ’ τα σπαρμένα στο θέρισμα δεν είχε μαζευτεί καλά καλά ούτε ο σπόρος. Μονάχα η μουστιά είχε βγει σόψια, μα τι να κάμει κι η μουστιά με τις δύο- τρεις δρασκελιές αμπέλι που είχε όλο κι όλο ο μπάρμπα-Μήτρος. Και ήτανε χειμώνας τώρα, βροχές και παγωνιές και πουθενά δουλειά για κανένα μεροκάματο.
Έπαιρνε το τσεκούρι του απ’ τ’ άκραχτα μεσάνυχτα ο μπάρμπα-Μήτρος, έπαιρνε και το φουκαριάρικο το γαϊδούρι του που ίσια ίσια βαστιόταν στα πόδια του κι αυτό απ’ τη νηστικομάρα και ξεκίναγε με κρύο και με βροχή, μέσα στην πίσσα το σκοτάδι για να κόψει κανένα ξύλο να βγει το καρβέλι.
Τέσσερα στόματα ήτανε να ταίστούνε εκεί στο σπιτοκάλυβο στην ερημιά αυτός, η γριά του, η κόρη του η Κωσταντίνα, κοπέλα δεκαπέντε χρονών, κι ο μονάκριβος του ο Κόλιας, που ήταν όλες οι ελπίδες του, μα που δεν ήταν ούτε δέκα χρονών ακόμη.
Τραβούσε μέσ’ στο σκοτάδι με το γαϊδούρι του ο μπάρμπα-Μήτρος, ώρες κι ώρες ίσαμε το λόγγο, κι άλλες ατέλειωτες ώρες δρόμος ίσαμε την Άρτα, να πουλήσει το ψωροφόρτωμά του. Μα σάματι είχε το λεύτερο του το ελάχιστο και σ’ αυτή τη δουλειά;
Δεν πήγαινε ούτε ένας μήνας που είχε μπλέξει με τους δασικούς και τον είχανε τυλίξει σε μια κόλλα χαρτί, που παρά λίγο να πάει και το φουκαριάρικο το γαϊδούρι κι όλα για να ξεμπλέξει.
Το καλό ήτανε πως ο κυρ δικαστής βρέθηκε πονόψυχος άνθρωπος κι ήξερε φαίνεται από φτώχεια και τον απάλλαξε. Όμως και να απαλλαχτείς ακόμα είναι δουλειά και δουλειά για να ξεμπλέξεις από τα δικαστήρια, μια και μπλέξεις. Γιατί όσο δίκαιο κι αν έχεις, και δικηγόροι χρειάζονται και χαρτόσημα και παραχαρτόσημα.
Και λοιπόν όσες κότες είχανε αφημένες της κυρα-Μήτραινας οι αναθεματισμένες οι αλεπούδες και πούλαγε κι εκείνη κανένα αυγό κι οικονομούσε καμιά κουβαρίστρα ή καμιά πήχη πανί να μη βγούνε όξω από τη γύμνια τα κρέατά τους, φορτωθήκανε μια μέρα στο γαϊδούρι και πουλήθηκαν στην Άρτα για να πληρωθούν χαρτόσημα και δικηγόρος.
Και το σπιτοκάλυβο του μπάρμπα-Μήτρου ζούσε τώρα μονάχα με τα χόρτα που μαζεύανε συφάμελοι στο βουνό. Ξεροβόρια έκανε, παγωνιές έκανε κι ήταν μισόγυμνα κι η Κωσταντίνα κι ο φουκαράς ο Κόλιας και τρεμοκουκουριάζανε και ξυλιάζανε τα κακόμοιρα τα δάκτυλά τους και τα ξυπόλυτα πόδια τους. Μα κρύο , ξεκρύο, πάλι καλά.
Κρατάγανε για το σπίτι μια δυο γερές τσουκαλιές και τα άλλα τα φόρτωνε ο μπάρμπα-Μήτρος στο γαϊδούρι του και πήγαινε νύχτα νύχτα και τα πουλούσε στην Άρτα. Και οικονόμαγε από κει κανένα καρβέλι ψωμί, καμιά παλαμίδα και καμιά κάσα σπίρτα.
Ερχότανε όμως και πιάνανε κάτι καταραμένες βροχές, νερά αναστάλαγα που δε λέγανε να πάψουν, και τότε όχι να πουλήσει κανείς, μα ούτε να μαγειρέψει δεν είχε χόρτα. Λες και τόκανε επίτηδες ο καιρός και κει που τη νύχτα ήτανε αστροφεγγιά καντήλι, με τα χαράματα μπουκάριζε ο γαρμπής κι ανοίγανε οι καταρράχτες τ’ ουρανού και δε λέγανε να πάψουν προτού νυχτώσει
Οι περισσότερες μέρες του Δεκέμβρη έτσι περάσανε. Και τώρα ήταν παραμονές Χριστούγεννα, παραμονές Άι Βασιλη, κι όχι για κανένα ζευγάρι παπούτσια για τα παιδιά που λογάριαζε μέσα του ο μπάρμπα-Μήτρος δε μπορούσε να γίνει λόγος, μα ούτε καν για ένα παλιοκόψιδο κρέας και ένα μελομακάρουνο να βάλουν στο στόμα τους χρονιάρες μέρες, όπως όλα τα παιδιά κάθε Χριστιανού.
Σκουντουφλιασμένος κι αμίλητος καθότανε διπλοπόδι στη φωτογωνιά ο μπάρμπα-Μήτρος κι η ψυχή του έκλαιγε μέσα του.
Παραμονές Χριστούγεννα. Σουρούπωνε. Η βροχή είχε πάψει από κάμποση ώρα κι από την ανοιχτή πόρτα φάνηκε να προβαίνει ολόγιομο το φεγγάρι, ένα χριστουγεννιάτικο φεγγάρι που παράβγαινε τον ήλιο τη μέρα. Η κυρά Μήτραινα είχε βρει κάποια φουχτιά αλεύρι και το ζύμωνε, τι τόκανε, να φτιάξει φαίνεται καμιά τηγανήτα να φάνε τα παιδιά.
Κι ο Κόλιας όλο μπερδευότανε στα φουστάνια της και πήγαινε ροδάνι η γλώσσα του από την πείνα του κι από τη χαρά του.
Παραμονή Χριστούγεννα. Κι αύριο; Κι αύριο; Έλεγε και ξανάλεγε μέσα του ο μπάρμπα-Μήτρος και το κεφάλι του όλο και χωνότανε βαθύτερα σκυφτό ανάμεσα στα γόνατα.
Ανακουνήθηκε λιγάκι, σηκώθηκε ορθός και πήγε και στάθηκε μπροστά στην πόρτα. Το φεγγάρι είχε ανέβη τώρα κάμποσο πάνω απ’ το βουνό, ο ουρανός είχε ξαστερώσει πέρα και πέρα κι ήτανε χαρά θεού να βλέπεις όξω το λόγγο και την ερημιά.
Τέτοιες νύχτες στα νιάτα του πολλές φορές τις είχε περάσει στο καρτέρι ο μπάρμπα-Μήτρος, με κανένα συνομήλικό του για κανένα λαγό. Κυνηγός καλός ποτέ δεν ήτανε και τώρα που τον είχανε πλακώσει τα χρόνια κι η ανέχεια, τόχε παρατημένο από χρόνια ολότελα, μα όμως άμα έβλεπε τέτοιες βραδιές με φεγγάρι, ο νους του και το αίμα του πηγαίνανε, και δίχως νάθελε, σε κείνες τι νυχτιές των καρτεριών και στα νιάτα που είχαν πια περάσει.
Τους λαγούς…Μια ξαφνική ιδέα τον έκανε να αναστυλωθεί και να σηκώσει το κεφάλι του, εκεί στην πόρτα που στεκόταν. Αν ήθελε ο θεός! που ξέρεις…Μπαρουτόβολα δεν είχε τίποτα, μα η παλιοκαραμπίνα του κρεμιόταν γεμισμένη εκεί στο τοίχο, στο καρφί. Την είχε γεμίσει με μια δανική ριξιά, μην τρόμαζε καμιά βραδιά τις αλεπούδες, που ρημάζανε τις κότες του. Μα οι κότες είχαν πάει στο δικηγόρο και στα χαρτόσημα κι η καραμπίνα είχε απομείνει εκεί.
Την άρπαξε, έριξε απάνω του το σουρτούκο του και το σκούφο του και λέγοντας μέσ’ απ’ τα δόντια του ένα «εγώ θα πάω μια βόλτα στο λόγγο» χάθηκε πέρα στο στρίψιμο του δρόμου, προτού καλοπροφτάσει να του πει καμιά κουβέντα η κυρά-Μήτραινα, που ξαφνιάστηκε βλέποντάς τον πάλι έτσι με το τουφέκι.
Το δάσος απλωνότανε γαλήνια, ο τόπος ήτανε μουσκεμένος χάμω από τη βροχή, κι απ’ τα κλαδιά των δέντρων πέφτανε ακόμη δω εκεί αριές σταλαγματιές. Το φεγγάρι έφεγγε όπως ο ήλιος μέρα.
Για το μακρύ Λάκωμα τραβούσε ο μπάρμπα-Μήτρος. Ήτανε καμιά ώρα δρόμο μακριά, μα εκεί ήτανε καλά καρτέρια τέτοιον καιρό, είχε ένα πολύ μεγάλο χλοισμένο ξέφωτο κι οι λαγοί τα αγαπούσαν κάτι τέτοια μέρη άμα είναι μουσκεμένος ο τόπος, γιατί δε θέλανε καθόλου να βρέχεται το μαλλί τους κι η γούνα τους. Αν ήθελε ο θεός κάτι μπορεί να γίνει.
Αχ και να τύχαινε, λέει στ’ αλήθεια ένας λαγός.
Το ξέφωτο απλωνότανε με χλόη και γαλήνιο, σαν περιχυμένο ασήμι από το φεγγάρι και τα δέντρα στέκανε γύρω τριγύρω άσειστα, σαν να ακρομάζονταν. Ακρομαζότανε καλά καλά κι ο μπάρπα-Μήτρος κι όλο ξετρούλωνε τα μάτια του να βλέπει καλύτερα. Είχε βρει μια στεγνούτσικη κρυψώνα σ’ έναν κορμό κι είχε μπροστά του πέρα και πέρα όλον τον τόπο.
Πέρασε μια ώρα, περάσανε δυο. Τα μάτια του αρχίσανε και βάραιναν. Στο στρωσίδι του στο σπίτι, που πλάγιαζε, δεν του κόλλαγε ύπνος κι όλη τη νύχτα αναδευότανε στα σκεπάσματα κι’ ανάδευε στο μυαλό του τις έγνοιες, κι ορίστε τώρα, τώρα που ήθελε νάχει τα μάτια του τέσσερα, τα μάτια του κλείνανε. Δάγκανε πεισμωμένος τα χείλια του ίσαμε που να τα ματώνει και τράβαγε άγριες τσιμπιές στο κρέας του, στο γέρικο χέρι του.
Όπου πέρα, από την άκρη άκρη πέρα, φάνηκε μια στιγμή να προβαίνει ένα μαύρο, κατάμαυρο πράμα. Μουλάρι ήτανε; Βόδι ήτανε; ο μπάρμπα-Μήτρος δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τι διάολο πράμα ήτανε. Ερχότανε ίσια κατά το μέρος του, έκανε δύο τρία βήματα, στεκότανε κι έσκυβε το μουσούδι του, και πάλι έκανε δύο τρία βήματα.
Ανοιγόκλεισε δυνατά τα μάτια του πεντέξη φορές ο μπάρμπα-Μήτρος, να τα καθαρίσει καλύτερα. Μην και τον είχε πάρει ο ύπνος και ονειρευόταν; Εκείνο το πράμα δεν έβοσκε σαν ζωντανό, δεν έτρωγε χορτάρι, έχωνε το μουσούδι του μέσ’ στο βρεγμένο χώμα κι έσκαβε, μασούλιζε κάτι, έκανε δύο τρία βήματα και πάλι ξανάσκαβε.
Το αγριογούρουνο! είπε από μέσα του βαστώντας την αναπνοή του ο μπάρμπα-Μήτρος κι η καρδιά του χτύπαγε έτσι που νόμιζε πως τώρα θα ακουστεί ίσαμε κάτω στο σπιτοκάλυβο.
Μη ονειρευόταν; Όλα περάσανε σαν αστραπή απ’ το μυαλό του. Μην τάβλεπε τάχα στον ύπνο του; Μην ήτανε κανένα απονύχτερο γαϊδούρι και το κάνανε τα μάτια του γουρούνι;
Και νάτος τώρα εκεί ο μεγάλος μαύρος ίσκιος, δέκα δεκαπέντε δρασκελιές μακρυά και νάτες κάτι φοβερές δοντάρες που γυαλίζανε στο φεγγάρι και τινάζανε ισαπάνω τα χώματα.
Ο θεός βοηθός! Κράτησε την αναπνοή του ο μπάρμπα-Μήτρος, σήκωσε σιγά σιγά, απίστευτα σιγά την καραμπίνα του και τράβηξε. Ας το αστόχαγε κι ας τον έκανε και κομμάτια μακάρι!…
Μια κουφή βροντή συντάραξε τη γαλήνια νύχτα του λόγγου, οι αντίλαλοι την είπανε και ξανάπανε από δω κι από κει στα βουνά κι ολόκληρο το ξέφωτο σκεπάστηκε από καπνούς κι από θαμπούρα.
Ο μπάρμπα -Μήτρος ανασηκώθηκε ορθός βαστώντας την αναπνοή του, δύο τρία δευτερόλεπτα. Οι αντίλαλοι σβήνανε σιγά σιγά από δω κι από κει στις πλαγιές, ο λόγγος ξαναγύρισε στην ίδια του γαλήνη, σαν να μην είχε μεσολαβήσει τίποτα, κι ο καπνός από την τουφεκιά που καθόταν στο ξέφωτο άρχιζε από λίγο από λίγο να σκορπίζει. Δέκα δεκαπέντε δρασκελιές μπροστά, ανάμεσα στη χλόη και στα χαμόχορτα, κοιτιόνταν άσειστος ένας μαύρος όγκος.
Ύπνος ήτανε ή ξύπνο; Αλήθεια ήτανε ή μην κι ήτανε καμιά ονειροφαντασία που ήθελε να παίξει με τη βασανισμένη την καρδιά του κακότυχου του μπάρμπα-Μήτρου;
Κι όταν, ποιος ξέρει πόση ώρα αργότερα, η Μήτραινα δεχόταν άγρυπνη και γεμάτη έγνοια στο κατώφλι της πόρτας τους το γέρο της, αυτή ήταν η πρώτη του κουβέντα.
– Κοιμάμαι, μωρή γριά, ή είμαι στα ξύπνια μου;
– Με τα καλά σου είσαι ή έπαθες τίποτα, του λέει αυτή! Τι σκοταριά είναι αυτή που βαστάς στα χέρια σου;
– Είναι σκοταριά;
– Αμή τι’ναι;
-Τότε ετοιμάσου και συ και ξύπνα και τα παιδιά ίσαμε να ετοιμάσω το γαϊδούρι να πάμε στη Λάκα. Η Παναγιά έστειλε στο σπίτι σου ένα μποναμά, καημένη γριά!
Κάτω, μακριά κάτω στο χωριό, οι καμπάνες της εκκλησίας έκαναν αρχή και σήμαιναν Χριστούγεννα.
Υ.Γ. Ευχαριστώ τον παππού μου για τις όμορφες ιστορίες που μου χάρισε. Θα τον θυμάμαι πάντα.
Εύχομαι σε όλους Καλά ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ! Υγεία πάνω απ’ όλα και αγάπη.
Ας είναι το ξεκίνημα της Νέας Χρονιάς αφετηρία μίας δημιουργικής εποχής.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!