20.4 C
Arta
22 Νοεμβρίου 2024

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ…θέσεις για το ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ, την ΦΥΣΗ, το ΚΥΝΗΓΙ: Ουαί ουαί ……., υποκριτές!

Διαβάστε επίσης

Γράφει ο ΚΩΣΤΑΣ ΛΥΤΡΑΣ

Ένας πιτσιρικάς αστικής οικογενείας βρέθηκε κάποια στιγμή στην εξοχή και αντίκρισε για πρώτη φορά στη ζωή του ένα γουρούνι. Το έκπληκτο βλέμμα του ακολούθησε η εξής ατάκα: «Πω πω, ένας μεγάλος κουμπαράς…!»

  Άντε τώρα να εξηγήσεις στο παιδί ότι η μπριζόλα που του σερβίρει η μαμά του όχι μόνο δεν είναι…πήλινη, αλλά και ότι για να φτάσει ως το πιάτο του έχει προηγηθεί ένας φόνος απαραίτητος και απόλυτα φυσικός.

  Το παραπάνω στιγμιότυπο μπορεί να προκαλεί γέλιο, αλλά επειδή αποτελεί γεγονός και όχι ανέκδοτο, περισσότερο προβληματίζει και ακόμα περισσότερο οδηγεί σε μία από τις αιτίες του αντικυνηγετικού μένους που χαρακτηρίζει πολλούς συνανθρώπους μας. Διότι, όπως κοινότυπα λέγεται, η ζωή στην πόλη έχει αποξενώσει τον σύγχρονο άνθρωπο από την φύση και αυτό είναι κάτι που όλοι έχουμε συνειδητοποιήσει και αποδεχτεί.

  Δεν έχουμε αντιληφθεί όμως, όλες τις συνέπειες αυτού του φαινομένου, που αφορούν και τη στάση του σύγχρονου ανθρώπου απέναντι στο κυνήγι. Δεν είναι τυχαίο ότι οι οικολόγοι και οι «ζωολάτρες» είναι κατά κανόνα αστικής προελεύσεως.  Στην επαρχία όπου οι άνθρωποι είναι ακόμα κοντά στη φύση και δεν έχουν ξεχάσει ότι αποτελούν, ως είδος, μέρος αυτής, το κυνήγι αποτελεί απολύτως αποδεκτή δραστηριότητα από την κοινωνία.

  Οι άνθρωποι της υπαίθρου θεωρούν το κυνήγι ως μία ακόμα διαδικασία κάρπωσης από τη φύση, όσων δικαιούνται να πάρουν ως «μέλη» της.  Άλλωστε, αυτό είναι το κυνήγι. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Μία απολύτως φυσική διαδικασία. Όπως η σφαγή ενός αρνιού ή ενός κουνελιού, του οποίου η θέση είναι στην κατσαρόλα μας και όχι στον καναπέ μας, όπως συνηθίζεται τα τελευταία χρόνια σε κάποια σπίτια μεγαλουπόλεων.

  Θα πει βέβαια ο αντκυνηγός ότι τα γουρουνάκια και τα αρνάκια εκτρέφονται για να τα φάμε, «αυτός είναι ο προορισμός τους». Το αφελές αυτό επιχείρημα δέχεται λοιπόν ως κριτήριο του αν ένα βρώσιμο ζώο έχει δικαίωμα στη ζωή, το αν αυτό εκτρέφεται ή όχι. Και πιο συγκεκριμένα αν εκτρέφεται υπό τον έλεγχο του ανθρώπου, αφού και το θήραμα εκτρέφεται αλλά…υπό το νομικό καθεστώς των νόμων της φύσης.

  Αν δηλαδή η μπεκάτσα μπει στο κλουβί, ζευγαρώσει και γεννήσει, θα δικαιούμαστε να φάμε τα μπεκατσόπουλα, χωρίς να θεωρούμαστε δολοφόνοι;  Ή μήπως τη διαφορά την κάνει το μαχαίρι σε αντιδιαστολή με τα σκάγια του όπλου;  Αλλά πάλι πόσο οικολογικό θα είναι να μπει η μπεκάτσα στο κλουβί, όπως το πάλαι ποτέ ελεύθερο κατσίκι μπήκε στο μαντρί;

  Θέτοντας αυτά τα ερωτήματα κατά καιρούς σε αντικυνηγούς του οικογενειακού και φιλικού μου περιβάλλοντος μία σαφή απάντηση έχω πάρει μόνο και αυτή διατυπώθηκε ως εξής: «Τέλος πάντων! Εγώ θα ήθελα όλους εσάς που σκοτώνετε τα πουλιά από ευχαρίστηση, να σας στήσω στον τοίχο και να σας πυροβολήσω!» Εδώ θα πω το τετριμμένο «τα συμπεράσματα δικά σας», επισημαίνοντας μόνο την απορία από που προκύπτει το ότι απολαμβάνουμε εμείς οι κυνηγοί το φόνο. Μήπως εξ ιδίων κρίνονται τα αλλότρια; Μήπως δηλαδή στο δικό τους μυαλό ο φόνος φαντάζει απολαυστικός;

  «Τέλος πάντων» να πω κι εγώ και επειδή δεν ξέρω πόσος χρόνος απομένει μέχρι να εκτελεστεί η θανατική μας καταδίκη και κατ’ επέκταση του κυνηγίου, συνεχίζω θέτοντας τα απλοϊκά μου ερωτήματα.

  Και ας περάσουμε σε αυτούς που αρνήθηκαν το κρέας και τρέφονται αποκλειστικά με φυτά για λόγους ηθικής τάξης. Γύρω από αυτή τη στάση μάλιστα, έχει στηθεί μια ολόκληρη φιλοσοφία και επιστήμη (;) που παρουσιάζει το ανθρώπινο είδος ως χορτοφάγο. Σε αυτό τον ισχυρισμό αντιτίθεται καταρχήν…η οδοντοστοιχία μας, που η φύση την έκανε κατάλληλη για κοπή και μάσηση κρέατος, αλλά και το ιστορικό στοιχείο σύμφωνα με το οποίο ο άνθρωπος άρχισε να εξελίσσεται βιολογικά και πολιτιστικά με γρηγορότερους ρυθμούς, από τη στιγμή που έγινε κυνηγός και άρχισε να καταναλώνει κρέας.

  Πέρα όμως από αυτό, ποιος είναι αυτός που θα ισχυριστεί ότι τα φυτά δεν είναι ζωντανοί οργανισμοί. Θα αμφισβητήσει κανείς ότι και αυτά γεννιούνται και πεθαίνουν; Ή μήπως η αναπνοή τους δεν λογίζεται ως τέτοια, επειδή εισπνέουν και εκπνέουν μόνο μία φορά μέσα σ’ ένα εικοσιτετράωρο; Και μην πει κανείς πως στερούνται κινήσεων. Ο σπόρος που σκάει είναι κίνηση, όπως και το φύλλο ή το κλαδί που μεγαλώνει. Και αν αυτή η κίνηση είναι τόσο αργή, που δεν αποδεικνύει «ζωντάνια», ας σκεφτούμε τον ήλιο, το φυτό…που δεν χορταίνει ήλιο. Ο μίσχος του βρίσκεται σε διαρκή και εμφανή κίνηση όλο το εικοσιτετράωρο, στην προσπάθεια του να διατηρεί το άνθος του πάντα στην τροχιά του ήλιου.

  Μήπως, λοιπόν, φίλοι μου φυτοφάγοι έχουν και τα φυτά ψυχή; Μήπως δηλαδή θα έπρεπε όσοι λυπούνται τους λαγούς και τις πέρδικες, με βάση τον ίδιο οίκτο να μην ξαναφάνε ηλιόσπορους; Όσοι θέλουν να μου στερήσουν τα τσιχλοκότσυφα, θα «κόψουν» το αγαπημένο τους ψάρι; Μήπως τελικά η αντικυνηγετική κουλτούρα είναι ζήτημα γευσιγνωσίας;

  Και ακριβώς αυτό είναι! Και συγκεκριμένα είναι θέμα αισθητικής. Μιας διαφορετικής αισθητικής, που προσπαθεί να επιβληθεί σε ότι δεν γνωρίζει, δεν της είναι οικείο, σε ότι έτσι απλά δεν γουστάρει…

Διαβάστε επίσης

spot_img

Τελευταία Νέα