Φαίνεται πως το ανολοκλήρωτο των οικοδομικών εργασιών στην Άρτα μας αποτελεί διαχρονικό ενδημικό κακό, αν κρίνουμε από την περίπτωση του θρυλικού γεφυριού μας. Όμως εκεί, τόσο οι σαρανταπέντε μάστοροι με τους εξήντα μαθητάδες είχαν την ευαισθησία να μοιρολογούν, όσο και ο ίδιος ο πρωτομάστορας να θυσιάσει για το κοινό καλό την Λυγερή του, υπερβαίνοντας το «ίδιον τέλος». Η σύγχρονη ωστόσο συγκυρία στην Άρτα μονάχα θλίψη και σκεπτικισμό μπορεί να γεννήσει, καθώς οι ταλαίπωροι Αρτινοί, καιρό τώρα, ακροπατούν και μισοτσακίζονται ανάμεσα στις δυο κακοπαθημένες πλατείες, έχοντας τροχιοδρομήσει πριν απ’ το Πάσχα σε δοκούς και σε σιδεριές και περιμένοντας την «Ανάσταση» που ακόμα δεν ήρθε στην πόλη, με τη μορφή της αποκατάστασης. Ίσως οι ιθύνοντες αναπαύονται τώρα το θέρος στα εξοχικά τους και είμαστε μείς οι επαναπατριζόμενοι Αρτινοί νοσταλγοί που θλιβόμαστε και αναπολούμε τα πολιτισμικά αποτυπώματα του τόπου που μας μεγάλωσε.
Κάποιοι θα ψέξουν την μεμψιμοιρία μου, υποστηρίζοντας πως είναι πλέον έτοιμο το από πέρσι σκαμμένο τμήμα του δρόμου πάνω απ’ το Μονοπ’λιό. Όμως και εκεί η total grey εικόνα πονάει αισθητικά. Οι τετράγωνες τσιμεντιές της περιπατητικής ανακούφισης ‒ως μοντέρνα υποκατάστατα χύδην παγκάκια‒ δεν μετριάζουν το αισθητικό όνειδος που προκαλούν τα αβασάνιστα τοποθετημένα μουντά πλακίδια ‒και μάλλον φθηνά, αν κρίνω από τους θεατούς ρύπους που ήδη «φιλοξενούν». Ας συνεκτιμηθεί εδώ και η οφειλόμενη ανησυχία μας για την οικονομική τύχη των καφετεριών και των καταστημάτων στις πλατείες, εφόσον υποχρεώνονται να κλείνουν και μάλιστα σε περιόδους αιχμής, όπως κατ’ επανάληψη τα καλοκαίρια που το κέντρο της πόλης μεταμορφώνεται σε ένα μισοπαρατημένο εργοτάξιο.
Γιατί άραγε εξοβελίστηκαν οι παραδοσιακές πλάκες της Άρτας που αποτελούσαν ιστορικό στολίδι με σφραγίδα εντοπιότητας; Μήπως να ανησυχήσουμε πως και η πλατεία Σκουφά θα βεβηλωθεί όπου να ’ναι, αφήνοντας την Παρηγορήτισσά μας απαραμύθητη;
Σ’ αυτές τις πλάκες του πεζοδρομίου της αγοράς σταθήκαμε κάποτε μικροί, για να δούμε τους Επιτάφιους, περπατήσαμε, ερωτευτήκαμε με ματιές, σκοντάψαμε, στραβοκοιταχτήκαμε και φιλιώσαμε… «Μονάχα οι νεκροί και οι ηλίθιοι έχουν δικαίωμα να λησμονούν», επισημαίνει ο Στρατής Δούκας. Επειδή λοιπόν, όπου και να περπατήσω, η Άρτα με πληγώνει ‒κυριολεκτικά και μεταφορικά‒ ακούστε εμάς τους νοσταλγούς εσείς της Άρτας «οι άριστοι». Γιατί αν δεν επιλέξετε για τους δρόμους και τις πλατείες της πόλης να «κάνετε» άμεσα πλάκες, τότε το ελάχιστο που μπορώ να υποθέσω είναι πως κάνετε πλάκα.
Άντα Αντωνίου Αθανασάκη
Φιλόλογος