(Το Βήμα της Κυριακής, 23-10-2022)
Όσοι από εμάς αρέσκονται να ζουν με την ψευδαίσθηση ότι μετά από την τρομερή κρίση της δεκαετίας 2010-2020 η κοινωνία μας συνειδητοποίησε τα λάθη και τις αδυναμίες της και, σταδιακά αλλά σταθερά, προχωράει στο να μετασχηματισθεί σε μία κοινωνία με διαυγή αυτοσυνείδηση όσον αφορά τις ανάγκες που δημιουργεί η ζωή στον 21ο αιώνα, αλλά και με υπευθυνότητα και σοβαρότητα τόσο απέναντι στο ιστορικό παρελθόν όσο και απέναντι στις επερχόμενες γενιές, πολύ συχνά προσγειωνόμαστε στη δυστοπική πραγματικότητα με σκληρό και ανώμαλο τρόπο. Διάφορα περιστατικά, μικρής ή μεγάλης απήχησης αλλά μεγάλου συμβολισμού σε κάθε περίπτωση, έρχονται να μας αφυπνίσουν από την ακούσια μετατροπή των ευσεβών προσδοκιών μας σε πεποιθήσεις. Και τότε αντιλαμβανόμαστε πως στον υπαρκτό κόσμο πολύ λίγα πράγματα έχουν αλλάξει και πως η ελληνική πραγματικότητα του παρόντος είναι αντίστοιχη με την ελληνική πραγματικότητα του χθες: του 1870, του 1922 ή του 2015.
Ένα τέτοιο περιστατικό σκληρής αφύπνισης και οδυνηρής προσγείωσης στην πραγματικότητα ήταν και η πρόσφατη απόφαση της Ακαδημίας Αθηνών να αναγορεύσει σε τακτικό μέλος της τον κύριο Προκόπη Παυλόπουλο, πρώην Υπουργό της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας («αδιαλείπτως», μάλιστα στην περίοδο 2004-2009, όπως λέει στην απόφασή της) και πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Η απονομή, συνεπώς, της ιδιότητας του «αθανάτου» δεν είναι η μεγαλύτερη τιμή που επιδαψίλευσε το κοινωνικό σύνολο στον κύριο Προκόπη Παυλόπουλο, διότι μεγαλύτερη ακόμη τιμή στο πρόσωπό του ήταν η αναγόρευσή του με παμψηφία των δύο μεγαλύτερων κομμάτων της Βουλής (και –ας μου επιτραπεί– βασικών πυλώνων του παρασιτισμού και του πελατειακού κράτους στην Ελλάδα), δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ, στην θέση του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, έστω και για μία μόνο θητεία. (Με την τιμητική εξαίρεση πέντε βουλευτών μεταξύ των οποίων –οφείλουμε να το μνημονεύσουμε– και του σημερινού πρωθυπουργού).
Μπορεί, επομένως, κάποιος να πει ότι είναι πιο τραγικό που ο κύριος Παυλόπουλος κάποτε έγινε Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρά το ότι τώρα κατέστη, απλώς, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Μία τέτοια στάθμιση των γεγονότων, όμως, δεν είναι σωστή. Όταν έγινε Πρόεδρος της Δημοκρατίας στη χώρα φύσαγε ένας απίστευτος άνεμος δημαγωγίας και παραισθήσεων και στην εξουσία βρισκόταν μία ανεύθυνη και ψευδολόγος κυβέρνηση η οποία, απλά, αναζητούσε τον καλύτερο δυνατό σύμμαχο από την απέναντι πολιτική όχθη, για να τον συστρατεύσει στον αγώνα της για τη διάσωση και την επιβίωση του παρασιτισμού και της πελατοκρατίας στην Ελλάδα, αλλά και για να παραγράψει τις απαράγραπτες ευθύνες της κυβέρνησης Καραμανλή για τη χρεοκοπία –γιατί αυτό ήταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ!
Σήμερα, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Έχουν περάσει τόσα χρόνια και υποτίθεται ότι έχουμε διδαχθεί από τη σκληρή εμπειρία μας ποιο είναι το ψέμα και ποια είναι η αλήθεια. Πλην, όμως, από ό,τι φαίνεται η Ακαδημία Αθηνών, δηλαδή η θεωρούμενη ως πνευματική αριστεία του ελληνικού έθνους, δεν έχει διδαχθεί τίποτα. Και έτσι έρχεται να τιμήσει αναγορεύοντας σε μέλος της τον άνθρωπο εκείνον ο οποίος έχει την τιμή και τη δόξα ότι συνέβαλε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον στην υπερχρέωση, τη χρεοκοπία και την κατάρρευση της χώρας φορτώνοντας στο Δημόσιο εκατοντάδες χιλιάδες κομματικούς αργόσχολους, καταργώντας στην ουσία τις διαδικασίες του ΑΣΕΠ και θεσμοθετώντας τις γνωστές «συνεντεύξεις» με ερωτήσεις του τύπου «πηγαίνεις μπαράκια;». Δηλαδή τον άνθρωπο που ξαναγύρισε τη χώρα πίσω στο 1870 και στις πιο μαύρες πρακτικές της φαυλοκρατίας και του παρασιτισμού, με αποτέλεσμα την καταστροφή της. Τον άνθρωπο ο οποίος έχει το απαράμιλλο προνόμιο το επίθετό του να έχει γίνει ουσιαστικός προσδιορισμός δηλωτικός του σιδηρού σθένους, του απαράμιλλου θάρρους και της άδολης αλληλεγγύης, μέσα από τη γνωστή και αγαπημένη σε όλους τους Έλληνες έκφραση «έμεινε Παυλόπουλος». Τον άνθρωπο ο οποίος με την «αδιάλειπτη» ιδιότητά του ως υπουργός Εσωτερικών επιμελώς επέβλεψε τη δήωση και την πυρπόληση της πόλεως των Αθηνών, το 2008. Και, τέλος, τον άνθρωπο ο οποίος με αχαλίνωτο κιτρινισμό, δημαγωγία και ψευδολογία κινήθηκε εναντίον πραγματικά άσχετων, αθώων και εντελώς ανεύθυνων για την χρεοκοπία (που ο ίδιος προκάλεσε) ατόμων, όπως τον πρώην πρόεδρο της ΕΛΣΤΑΤ, κύριο Γεωργίου, μόνο και μόνο για να καλλιεργήσει και να συντηρήσει τον πιο πρόστυχο και χυδαίο μύθο στην πολιτική ιστορία της Ελλάδας, δηλαδή ότι το μνημόνιο έφερε την κρίση και όχι η κρίση το μνημόνιο.
Αυτόν τον πολιτικό που μας έκανε να ξαναζήσουμε στον 21ο αιώνα τις χειρότερες σελίδες φαυλοκρατίας του 19ου αιώνα, αυτόν τον άνθρωπο, η κοινωνία μας, ή έστω ένα μέρος της, αφού πρώτα τον αναγόρευσε σε Πρόεδρο της Δημοκρατίας τώρα τον αναγορεύει και σε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Και βέβαια το πρόβλημα δεν εντοπίζεται τόσο στην Ακαδημία. Όλοι ξέρουμε ότι σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί την πνευματική ηγεσία και την πνευματική πρωτοπορία του έθνους, και ότι δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο πιο διαβασμένος Έλληνας συγγραφέας ανά τον κόσμο δεν υπήρξε ποτέ μέλος της, ούτε ότι ο Γιώργος Σεφέρης δεν καταδέχθηκε καν να υποβάλει υποψηφιότητα σε αυτήν. Το πιο τραγικό είναι ότι θεσμοί της ελληνικής κοινωνίας επιδαψιλεύουν ακόμη και σήμερα τιμές σε πολιτικούς οι οποίοι πραγματικά υπονόμευσαν τους πυλώνες της ειρηνικής και ελεύθερης διαβίωσης του έθνους με την αναξιοκρατική τους πολιτεία. Πράγμα που, δυστυχώς, σημαίνει ότι ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας δεν έχει αντιληφθεί ακόμη ότι ένα έθνος οφείλει και πρέπει να ζει και να πορεύεται με ρεαλισμό, ευθυκρισία και αξιοπρέπεια. Τόσο στον καθημερινό του βίο όσο και στη διεθνή κονίστρα. Γιατί μόνο έτσι θα είναι σε θέση να αποκρούει τις απειλές και να απωθεί τους κινδύνους. Το να μην το έχουμε αντιληφθεί αυτό και να τιμάμε τους Ηρόστρατους δημαγωγούς χωρίς να αναγνωρίζουμε τα συλλογικά μας λάθη, είναι ένας πολύ κακός οιωνός για το μέλλον .
————————–
*Ο τίτλος του άρθρου είναι απόφθεγμα του ποιητή Τίτου Πατρίκιου, η υποψηφιότητα του οποίου για την Ακαδημία απορρίφθηκε.
Ο Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι καθηγητής, πρώην πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών