14.8 C
Arta
23 Νοεμβρίου 2024

 Άλλες  Εποχές, Χριστουγεννιάτικη ιστορία.

Διαβάστε επίσης

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ…θέσεις για το ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ, το ΚΥΝΗΓΙ, την ΦΥΣΗ από τον ΚΩΣΤΑ ΛΥΤΡΑ

Στο γιορτινό τραπέζι τις μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς από τα πολύ παλιά χρόνια κι ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν κάθε εποχή, το αγριογούρουνο, ο λαγός, ο φασιανός, οι πέρδικες, και οι αγριόπαπιες αποτελούσαν το επίσημο και διαλεκτό έδεσμα που σταδιακά μετατράπηκε σε προνόμιο των εύπορων καλοφαγάδων.

Θα σας διηγηθώ μια ιστορία που έρχεται από τα πολύ παλιά χρόνια, χρόνια στέρησης και ξεγνοιασιάς και μακριά από το άγχος της καθημερινότητας που πράγματι μας έχει κυριεύσει σήμερα.

Παραμονές Χριστουγέννων όλη η παρέα αποφάσισε να πάει για κυνήγι στα Τζουμέρκα εκείνη την Κυριακή. Κι’ αποβραδίς οι κυνηγοί πήγανε στου μπάρμπα Ανδρέα το καφενείο να συνεννοηθούν για τη κυνηγετική εξόρμηση. Μαζί τους ήτανε κι ο κυρ-Δημητρός, ένας τύπος ήσυχου και λιγομίλητου ανθρώπου, που κυνηγούσε κάμποσα χρόνια, χωρίς να κατορθώνει σχεδόν ποτέ ν’ έχει ένα σεβαστό αριθμό κυνηγιού στο ενεργητικό του.

Κοντός, χοντρός, ίδρωνε και ξεΐδρωνε κι’ έμενε πάντα τελευταίος στις κυνηγετικές πορείες της παρέας αποδίδοντας την ατυχία του στο βάρος του, που αύξαινε κάθε χρόνο κι από πέντε κιλά. ‘Έλαβε κι αυτός το λόγο κείνο το βράδυ, κι ΄λεγε στην παρέα πως την άλλη μέρα θα τους έδειχνε τι θα πει κυνηγός.

– Και μη νομίζετε πως φταίω εγώ κάθε φορά που γυρίζω άπραγος, ανακάλυψα το αίτιο. Η γόμωση  είναι σφαλερή.

– Πες μας Δημητρό, τι γόμωση έκαμες γι’ αύριο;

-Αυτό θα σας το πω αύριο βράδυ.

Το αυτοκίνητο (ένα παλιό φορτηγό με μερικά καθίσματα στην καρότσα) ξεκίνησε χαράματα από το χωριό και με αστεία και κουβεντολόι, όπως γίνεται πάντα στις κυνηγετικές εκδρομές, φτάσανε σχεδόν στα πενήντα χιλιόμετρα. Ο Άραχθος δεν είχε πολύ νερό, γιατί δεν είχε βρέξει πολύ και το αυτοκίνητο πέρασε μέσα από την κοίτη του ποταμού και έτσι έκοψαν δρόμο.

Χωρίστηκαν οι παρέες. Ο Δημητρός πήγε με τρεις κυνηγούς προς τ’ ανατολική πλευρά του βουνού. Το βράδυ, στη δύση του ήλιου θα γυρίζανε και θα συναντιόντουσαν στο καφενείο του χωριού.

Ο Δημητρός έβαζε τα δυνατά του να μην απομακρύνεται από την παρέα του. Δεν είχε και σκυλί. Ένα βήμα οι διπλανοί του, τρία αυτός για να τους φτάνει και στο τέλος κατάφερε να βρεθεί μονάχος σ’ ένα «σόπατο» (επίπεδο έδαφος). Σταμάτησε μια στιγμή να πάρει ανάσα.

-Που να πάρει η οργή πήγανε, θαρρείς και σκίστηκε η γης και τους κατάπιε.

Βάζει τα δάκτυλα στο στόμα και σφυρίζει, μα ψυχή δε φαινότανε.

Ας είμαι και μόνος, σκέφτηκε αυτοθαρρευόμενος και άρχισε να περπατά με το τουφέκι στο χέρι, έτοιμος για σκοποβολή.

Πέρασαν οι πρωινές ώρες χωρίς να φανεί λαγός.  Ψάχνει ακόμα κάμποση ώρα και σταματά.

Ο ήλιος είχε φύγει από τη μέση τ’ ουρανού. Κάθισε σε μια πέτρα αφού έβαλε το τουφέκι του στην ασφάλεια, κι έλυσε το δισάκι του.

Η γυναίκα του – γιατί είναι παντρεμένος ο κυρ-Δημητρός -τού χει φτιάξει λαχανόπιτα . Την κατάφερε σιγά-σιγά, γλείφοντας, τα χείλια του που λαδωνόντουσαν.

Σκέφτεται: Αν δεν πιάσω όμως και σήμερα κυνήγι, δεν πρέπει να ξαναπιάσω τουφέκι στα χέρια μου. Ε, μα! δουλειά ‘ ναι τούτη; Νάτανε λέει και να ερχόντανε τώρα δα ένας λαγός και να καθότανε σε κείνο το θαμνουλάκι που βλέπω, πως θα σου τον περιποιόμουν…

Με αυτές τι σκέψεις τελείωσε και το τελευταίο κομμάτι από την πίτα της κυρα Δημήτραινας, ετοίμασε πάλι το όπλο του και προχώρησε. Δεν είχε περάσει πολύ ώρα και βγαίνει ένας λαγός από ένα κλαδερό μέρος. Ο Δημητρός ετοιμάστηκε.

-Πάρτη  φώναξε από την χαρά του.

Ένα σύννεφο από χώματα έκρυψε το λαγό. Ο Δημητρός ρίχνει δεύτερη σ’ άλλη κατεύθυνση, μα ο λαγός έφυγε «ολοταχώς» και πήγαινε πια να τον καταγγείλει, όπως συνηθίζουν να λένε οι κυνηγοί σαν τους φύγει ένας λαγός. Όλο φούρκα τώρα ο Δημητρός προχωρεί λαχανιάζοντας προς το μέρος που έφυγε ο λαγός. Πότε ψάχνει τα θυμάρια , πότε πετά πέτρες.

Μάταια, όμως κι είχαν περάσει οι πρώτες απογευματινές ώρες. Κάποτε σταματά μουρμουρίζοντας το λαγό και το σόι του, να πιει νερό, κι ως ακούμπησε το παγούρι του στα χείλη του να και περνά άλλος λαγός. Πετά το παγούρι και σημαδεύει .

Μπαμ! Μπαμ! μα όχι και κάτω…Ο λαγός προχωρεί με δυσκολία κι ο Δημητρός παρατηρεί πως τα πισινά του πόδια είναι τραυματισμένα. Τρέχει ο λαγός, τρέχει κι ο Δημητρός. Πετάει τους καμένους κάλυκες, βάζει καινούργιους, ρίχνει, αδειάζει, γιομίζει. Έξη τουφεκιές έριξε χωρίς επιτυχία κι ο λαγός πάντα τρέχει μπροστά.

Ο Δημητρός πήγαινε να τρελαθεί. Μεγαλύτερο ρεζιλίκι δε μπορούσε να φανταστεί. Ρίχνει στη γη το τουφέκι του και τρέχει αγκομαχώντας ξοπίσω του λαγού, ξεγλωσσιασμένος, κατά ιδρωμένος . Τον φτάνει στα εκατό μέτρα περίπου και πέφτει απάνω του. Ο λαγός σκλήριζε παράξενα και τίναζε τα ποδαράκια του προσπαθώντας να ξεφύγει από το βουνό που τον πλάκωσε, μα δε τη γλύτωσε αυτή τη φορά. Τον κρατά από τα μπροστινά ποδάρια και τον καμαρώνει. Λαγός μια φορά!

Ο Δημητρός έβαλε στο σακίδιο του το λαγό και γύρισε να πάρει το τουφέκι του. Τη στιγμή εκείνη πέρασε ένας άλλος κυνηγός από τη συντροφιά του και βλέποντας τον να παίρνει από χάμω το τουφέκι του του λέει:

-Τι λοίς είναι τούτο να! το κυνήγι Δημητρό. Αλλού ο κυνηγός κι αλλού το τουφέκι. Στο τρέξιμο έπιασες το λαγό;

-Καλώς τον Μανώλη. Έριξα δυο τουφεκιές κι εκιός πληγωμένος έτρεχε, παράτησα κι εγώ το τουφέκι και τον πήρα το κατόπι, κοντό και να μούφευγε.

Ο άλλος κυνηγός έφυγε προς το χωριό. κρατούσε δύο λαγούς και μια πέρδικα στο σακίδιο του κι ο Δημητρός μια που του γέλασε η τύχη εκείνη τη μέρα, άρχισε πάλι να ψάχνει. Πέρασαν δύο πέρδικες, έριξε στο φτερό από δύο της κάθε μιας χωρίς να πέσει καμμιά, κι αργά κουρασμένος, με ανοιγμένο το γιακά του πουκαμίσου του και με ιδρωμένες τις μασκάλες γύρισε στο χωριό.

Οι σύντροφοι καθόντουσαν κι όλας στο καφενείο και μόλις είδαν το Δημητρό, τον άρχισαν:

-Ε Δημητρό στο τρέξιμο λέει έπιασες το λαγό; Ο Μανώλης τους είχε διηγηθεί, ότι είχε ιδεί το απόγευμα.

-Τι να τον αφήσω να μου φύγει; Στον ξεγύρισα εγώ. Και τον έβγαλε από το σακίδιο και τους τον δείχνει.

Ο απολογισμός της ημέρας ήταν καλώς το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι θα γέμιζε νοστιμιές και μυρουδιές από τα λάφυρα της φύσης.

Αργότερα σαν γυρίζανε, τ’ αστεία δίνανε και παίρνανε μέσα στ’ αυτοκίνητο γύρω από το λαγό πού έπιασε στο τρέξιμο ο Δημητρός.

Και σήμερα ακόμα, αν κι έχουν περάσει τόσα χρόνια, το θυμούνται και το λένε σαν θέλουνε να πειράξουν κανένα ατζαμή κυνηγό.

Μα ο Δημητρός είναι καλός άνθρωπος και δεν θυμώνει.

Η γυναίκα του μια φορά δεν έμαθε ποτέ την αλήθεια.

  Υ.Γ. Αφιερωμένη στον παππού μου και στον θείο μου ,που μου έμαθαν τα μυστικά του κυνηγίου.

           Θα τους θυμάμαι πάντα.

     Εύχομαι Καλά Χριστούγεννα σε όλους, Υγεία πάνω απ’ όλα και αγάπη.

Διαβάστε επίσης

spot_img

Τελευταία Νέα