Γράφει ο
Νίκος
Μπιλανάκης
niko.bila@yahoo.com
Kάθομαι κάτω από τη παχειά σκιά ενός πλατάνου, δίπλα απ’ ένα μικρό ποταμάκι που κυλάει νωχελικά για να χυθεί εκατό μέτρα πιο κάτω στη πρασινογάλανη θάλασσα του Ιονίου, και ακούω τα τζιτζίκια να αχολαλούν μέσα στη σχόλη των καλοκαιρινών μου διακοπών. Και αναρωτιέμαι τι κάνει τόσους ανθρώπους να αναζητούν καλοκαιρινές διακοπές, δαπανώντας μάλιστα για αυτές σοβαρά οικονομικά ποσά. Έχω την άποψη ότι αυτό που μας παρακινεί στις καλοκαιρινές διακοπές, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η προσπάθεια μας να αναβιώσουμε τα συνδεδεμένα με την παιδική μας ηλικία καλοκαιρινά συναισθήματα. Μας παρακινεί, βέβαια, και μια τεράστια βιομηχανία που μας ωθεί να καταναλώσουμε διακοπές, τζιράροντας σε αυτές συνολικά τεράστια ποσά για να τις αποκτήσουμε. Αλλα για τον καταναλωτισμό και την βιομηχανία του τουρισμού δεν θα μιλήσω άλλο εδώ. Θα ασχοληθώ μονο με τον πρώτο παράγοντα, την αναζήτηση της χαμένης παιδικότητας μας ως αιτία της παρακίνησης μας για καλοκαιρινές διακοπές.
Ας αναρωτηθούμε λοιπόν τι μας έδινε χαρά σαν παιδιά στις διακοπές μας, ποια χαρακτηριστικά έκαναν αυτές τις φέτες χρόνου να φαντάζουν τόσο γλυκές και ευχάριστες; Μια ευχαρίστηση που αφορά την πλειοψηφία των κατοίκων του δυτικού κόσμου και ιδιαίτερα εμάς τους Ελληνες, που από παιδιά μαθαίναμε κάθε χρόνο να επιστρέφουμε στον παραδεισένιο κόσμο των τόπων καταγωγής μας ή, για άλλους που δεν διέθεταν ζωντανές σχέσεις με τους τόπους καταγωγής τους, σε ένα δεύτερο οικογενειακό σπίτι κάπου στη φύση, δυνατότητα που χάρη στην εκτεταμένη μικροϊδιοκτησία που μας χαρακτηρίζει ως κοινωνία ήταν σχετικά διαδεδομένη.
Πρώτα απ’ όλα μας έδινε χαρά η ανεμελιά. Σαν παιδιά, δεν είχαμε πλέον σχολείο, δεν χρειαζόταν πλέον να προσπαθήσουμε να αποστηθίσουμε ιστορικές ημερομηνίες, ποιήματα για σχολικές γιορτές ή μαθηματικά αξιώματα, και το καλύτερο, δεν θα μας εξέταζε κανείς δάσκαλος για 2-3 μήνες. Συνάμα, δεν χρειαζόταν να φροντίσουμε εμείς για τίποτα, αφού εμείς είμαστε οι μικροί που κάποιοι άλλοι μεγαλύτεροι, συνήθως οι γονείς, πάντα θα φρόντιζαν: για το φαί μας, την κατά το δυνατό παραμονή μας σε σκιερό μέρος, το κολύμπι σε ασφαλή θάλασσα, τις παρέες και τα παιχνίδια μας, τις καλοκαιριάτικές οικογενειακές βεγγιέρες μας. Σε αυτό το πρώτο χαρακτηριστικό, την ανεμελιά, έρχεται να προστεθεί ένα δεύτερο: η χαρά της ζωής, η χαρά των μικροπραγμάτων που ένας πιτσιρικάς λόγω νεότητας πάντα νοιώθει. Η χαρά, ο ενθουσιασμός, η περιέργεια που τότε νοιώθαμε ανακαλύπτοντας τα τζιτζίκια, τα παγωτά, τη θάλασσα και τα μακροβούτια, τη διαφορετική μυρωδιά των σεντονιών του καλοκαιρινού κρεβατιού από το χειμωνιάτικο, το παράνομο τράβηγμα των κομματιών της επιδερμίδας σου όταν αυτή έσκαγε από τον ήλιο, μια χαρά που έδιναν χιλιάδες τέτοια μικροπράγματα που την ύπαρξη τους ανακάλυπτες ειδικά στις καλοκαιρινές διακοπές σου και αυτά έκλεβαν την προσοχή, το παιχνίδι και το ενδιαφέρον σου για ώρες και μέρες ολόκληρες! Κοντά στην ανεμελια και στην χαρά της ζωής της παιδικής ηλικίας, ερχόταν και ένα τρίτο στοιχείο: η διαθεσιμότητα των οικείων σου. Στις καλοκαιρινες διακοπές δεν ήσουν μόνος. Είχες πάντα εύκαιρη την προσοχή και διαθεσιμότητα των γονιών σου που ήταν μάλιστα μεγαλύτερη απ’ότι συνήθως αφού και αυτοί ήταν πιο χαλαροί στις διακοπές τους ή των παπουδογιαγιάδων σου που τους είχες λείψει για τον υπόλοιπο χρόνο ή των ξαδελφών σου, άλλων συγγενών σου ή άλλων κατοίκων του χωριού σου, για τους οποίους αποτελούσες ενδιαφέροντα επισκέπτη-εκπρόσωπο ενός απόμακρου για αυτούς αστικού κέντρου. Όλοι αυτοί ήταν εκεί, δίπλα σου, διαθέσιμοι να σε υποδεχτούν, να μιλήσουν μαζί σου, να σου χαιδέψουν το κεφάλι, να σε ρωτήσουν “τι τάξη πάς” και “αν είσαι καλός μαθητής”. Και εσύ μπορούσες να αφεθείς σε αυτούς, να δεχτείς τα χάδια τους, την προσοχή τους, την αγάπη τους, να ζεσταθείς από το ενδιαφέρον τους που δεν διέθετες τον υπόλοιπο χρόνο, ένα ενδιαφέρον που σε ζέσταινε με έναν τρόπο διαφορετικό από αυτό που κατάφερνε ο ήλιος!
Αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά είναι που και τώρα σαν ενήλικες ξαναδιεκδικούμε στις καλοκαιρινές μας διακοπές. Δαπανούμε αξιόλογα χρηματικά ποσά, όσα μπορει ο καθένας, για να απολαύσουμε ένα κομμάτι χρόνου χωρίς επαγγελματικές σκοτούρες, απολαμβάνοντας την ανεμελιά ενός δωματίου ξενοδοχείου που άλλοι θα φροντίζουν ή ενός γεύματος στο εστιατόριο που άλλοι θα ετοιμάζουν. Αναζητούμε την διαθεσιμότητα και την εγγύτητα των άλλων που την βρίσκουμε συνήθως στον/στήν σύντροφο μας, στους φίλους, στους συγγενείς. Και αναζητούμε επίσης τη χαρά της ζωής ή ότι έχει απομείνει από αυτήν στην ντρεσαρισμένη ενήλικη ζωή μας, στο διάβασμα ενός καλού λογοτεχνικου βιβλίου ή μιας εξερευνητικής διαδρομής μέσα στη φύση ή, για κάποιους άλλους με αντοχή στις νευροαμίνες, στα extreme sports που πλέον καλούνται να αντικαταστήσουν τις συγκινήσεις που προκαλούσαν οι παιδικές συναντήσεις μας με τα τζιτζίκια και τα άλλα οικόσιτα. Σουλατσάρουμε έτσι για λίγες μέρες στη φύση, με τα κοντά παντελονάκια μας, ανέμελοι, έμπλεοι αποδοχής και αγαπης, αναζητώντας χαρές απλές, χαρές φτιαγμένες από αλάτι.
Στη μνήμη μας, που έχει δημιουργηθεί από τα παιδικά μας χρόνια, το καλοκαίρι υπάρχει εκεί, σαν άλλη χώρα, δίπλα στην “κανονική”, την χειμωνιάτικη. Και μας περιμένει, κάθε χρόνο να το ξαναβρούμε, σίγουροι ότι θα το ξαναβρούμε. Η ύπαρξή του εκεί, δημιουργεί μια συνεχή, ασταμάτητη πίεση στον χειμωνιάτικο εαυτό μας, να γεμίσουμε έστω μια φορά κάθε χρόνο το κενό της απουσίας του και της έλλειψης του. Η επιθυμία μας να βρούμε το καλοκαίρι και φέτος είναι ουσιαστικά η επιθυμία μας να ενώσουμε τον χειμωνιάτικο, προτεσταντικό εαυτό μας με τον καλοκαιρινό, διονυσιακο άλλο εαυτό μας, μια επιθυμία που θα παραμείνει εσαεί ζωντανή όπως και η τάση να επιστρέψουμε στον παραδείσιο αυτό τόπο συνεχής.