Γράφει ο
Γιάννης Σιδεράκης
Ο Νίκος, ήταν ένας παρεξηγημένος άνθρωπος, ελάχιστοι τον κατάλαβαν.
Ευγενικός, δοτικός, χαμογελαστός και ονειροπόλος μέχρι την τελευταία στιγμή.
Ευφυέστατος, τετραπέρατος, διορατικός, με ένα χιούμορ που έσπαγε στην κυριολεξία κόκκαλα.
Ο τελευταίος χίπις, ο τελευταίος, μιας γενιάς που έγραψε τη δική της ιστορία και ο τελευταίος, που άντεξε να είναι εκεί, απαράλαχτος, χωρίς να κάνει βήμα πίσω, χωρίς να υποχωρήσει από τα πιστεύω και τις αξίες του, ούτε ένα εκατοστό.
Ήταν πάντα εκεί, αναλλοίωτος και ας το πλήρωνε πάντα ακριβά.
Ποτέ άλλωστε αυτός ο κόσμος, δεν συγχώρησε την διαφορετικότητα, ποτέ δεν χώνεψε τον αέρα της ελευθερίας που αποπνέουν τέτοιοι άνθρωποι, ποτέ δεν κατάλαβε ποτέ δεν πίστεψε, ποτέ δεν…. Όλο δεν!
Όπως έλεγε και ο ίδιος, «Αυτός ο κόσμος, δεν με χώρεσε ποτέ!».
Έζησε μια ζωή μοναχική και μοναχικός ήταν και ο θάνατός του. Δεν είχε οικογένεια, δυο φίλοι στο πλευρό του.
Και τα δύο τα αντιμετώπισε όμως παλληκαρήσια και την ζωή και τον θάνατο. Έβγαλε την γλώσσα περιπαικτικά, έριξε μια καλή μούτζα και στα δύο, δεν έσκυψε το κεφάλι, δεν δείλιασε…
Έφυγε χωρίς να χρωστάει τίποτα και σε κανέναν, τα είχε όλα τακτοποιημένα και νοικοκυρεμένα, όλα στη σειρά τους.
Έφυγε ήρεμος και συγχώρεσε αυτούς που τον πούλησαν, αυτούς που τον πίκραναν, αυτούς που τον πίκαραν, αυτούς που τον ξέχασαν.
Δεν ταξίδεψε πολύ κυριολεκτικά, αλλά με το μυαλό του γύρισε όλον τον κόσμο. Αυτό το υπέροχο μυαλό!
Πάντα θα τον θυμάμαι, εκεί στα σκαλάκια στο πατρικό του, στο ρολόι, με την μαλλούρα του, την μουσάρα, να παίζει την κιθάρα του, να βγαίνει την νύχτα και να γκαζώνει την αγαπημένη του μηχανή, στα στενά της Άρτας.
Ένα αερικό, μια μυθική μορφή, ένας θρύλος.
Τον θυμάμαι, να μου μιλάει και μέσα από τα λόγια του, να βρίσκω νόημα σε πολλά παράλογα, που δεν έχουν λογική εξήγηση και ας ήταν ώρες ώρες, τα ίδια τα λόγια παράλογα.
Να γελάω με τις φονικές ατάκες του και να τις μεταφέρω.
Με τον Νίκο, κάναμε πολλά τελευταία πράγματα μαζί, ίσως όλα τα σημαντικά γι’αυτόν και αυτό είναι ότι καλύτερο για εμένα.
Τον γνωρίζω βλέπετε από μικρό παιδάκι και η εμπιστοσύνη που μου έδειξε τους τελευταίους μήνες της ζωής του, με συγκλόνισε.
Μαζί ήπιαμε την τελευταία μπύρα, τον τελευταίο καφέ.
Μαζί κάναμε το τελευταίο τσιγάρο.
Ήμουν εκεί, ήμασταν οι δυο μας, όταν του ζήτησα να παίξει ένα τελευταίο κομμάτι στην κιθάρα του, που την είχε καθαρίσει, την είχε γυαλίσει και την είχε στην θήκη της για να την πάρω, για να την προσέχω.
«Παίξε ένα κομμάτι ρε Νίκο, ένα ότι θέλεις εσύ!»
«Δεν μπορώ!», μου είπε με νοήματα, «Με πονάει πολύ το χέρι μου, δεν μπορώ να παίξω πια!».
«Σε παρακαλώ ρε Νίκο! Ένα τελευταίο!»
Μου έκανε την χάρη…. Σήκωσε την κιθάρα και έπαιξε το τελευταίο του κομμάτι, που και αυτό, όπως όλη του η ζωή, ήταν γεμάτο πόνο, αγάπη, μοναξιά και νόημα…