Της Αρχαιολόγου ΝΤΙΝΑΣ ΖΗΔΡΟΥ
Η καθημερινή ζωή στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία γενικότερα, όπως και στα βυζαντινά Γιάννενα ειδικότερα παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες αλλά και σημαντικές διαφορές με τη σύγχρονη εποχή. Βασικό μέλημα και ανησυχία των ανθρώπων ήταν η εξεύρεση ή διατήρηση της εργασίας τους ώστε να αποκτήσουν τα προς το ζην. Παράλληλα, ενδιαφέρονταν σημαντικά και για τη διασκέδασή τους. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτιζε η κοινωνική θέση, καθώς όσο πιο υψηλή τόσο πιο εύκολη η ζωή, εξασφαλισμένη η επιβίωση, όπως και μεγαλύτερες οι δυνατότητες ανέλιξης και αλλαγών.
Πιο συγκεκριμένα, η οικογένεια κάθε ανθρώπου, η κοινωνική τάξη αλλά και ο τόπος καταγωγής καθόριζαν την εξέλιξη και την πορεία της ζωής του. Υπήρχαν, κυρίως, τρεις κοινωνικές τάξεις: οι προνομιούχοι, οι ταπεινοί δηλαδή ο λαός με λιγότερα δικαιώματα και οι δούλοι με ελάχιστα δικαιώματα. Το προσδόκιμο ζωή προσδιοριζόταν περίπου στα 40 έτη. Σε αυτό συνέβαλλαν οι συνεχείς πόλεμοι, οι συχνές επιδημίες αλλά και η ιατρική που δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ανεπτυγμένη και αποτελεσματική. Τα αγόρια των μη προνομιούχων ακολουθούσαν, κατά κανόνα, το επάγγελμα του πατέρα τους. Αντίθετα, τα κορίτσια έμεναν στο σπίτι και προετοιμάζονταν για τον γάμο τους, ο οποίος πραγματοποιούνταν, το νωρίτερο, στα 12 χρόνια για τα κορίτσια και στα 14 για τα αγόρια. Αντίστοιχα και για τα κορίτσια της προνομιούχας τάξης απόλυτος σκοπός και προορισμός τους θεωρούνταν ο γάμος, η επιμέλεια του νοικοκυριού και η ανατροφή των παιδιών. Ωστόσο, λάμβαναν και κάποια εκπαίδευση κατ’ οίκον. Τα αγόρια όμως είχαν τη δυνατότητα να εκπαιδευτούν πληρέστερα και καλύτερα είτε στα υπάρχοντα σχολεία, είτε στο σπίτι, είτε στις ανώτατες σχολές των μεγάλων αστικών κέντρων, όπως της Κωνσταντινούπολης και της Θεσσαλονίκης.
Μετά τον γάμο, ως επικεφαλής της οικογένειας αναλάμβανε ο πατέρας, ενώ η μητέρα ασχολούνταν με τις εσωτερικές υποθέσεις του σπιτιού και τα παιδιά. Σε περίπτωση θανάτου του πατέρα, ο κυρίαρχος ρόλος περνούσε στη γυναίκα. Το διαζύγιο εκδιδόταν δύσκολα και κατά περιόδους καθίστατο αδύνατο, ιδίως μετά τη νομοθεσία του Ιουστινιανού.
Αναφορικά με την εργασία, που τους εξασφάλιζε και την επιβίωση, στην κορυφή, από οικονομικής και κοινωνικής άποψης αλλά ελάχιστοι σε αριθμό, συγκριτικά με τον απλό λαό, βρισκόταν οι ανώτατοι, μορφωμένοι κρατικοί υπάλληλοι όπως: δικηγόροι λογιστές, διπλωμάτες κ.α. Έπονταν οι έμποροι και οι τραπεζίτες. Στη συνέχεια, οι βιοτέχνες και οι παραγωγοί τροφίμων όπως: αμπελουργοί, αρτοποιοί κ.α. Οι συνηθέστερες εργασίες όμως ήταν οι αγροτικές και οι πολυπληθέστερες τάξεις αυτές των μικροκαλλιεργητών και των ακτημόνων, οι οποίοι εργάζονταν στα κτήματα των πλουσίων. Οι γυναίκες συμμετείχαν στην παραγωγική διαδικασία, λιγότερο βέβαια σε σχέση με τους άνδρες, αλλά μπορούσαν να διαθέτουν δική τους επιχείρηση. Μάλιστα, συχνά, εξασκούσαν και πιο εξειδικευμένα επαγγέλματα όπως: μαία, πρακτικός ιατρός, ηθοποιός κ.α.
Το εισόδημα, η κοινωνική τάξη και ο τόπος καταγωγής καθόριζαν και το είδος των κατοικιών. Πλούσιες και πολυτελείς, με κήπους και σιντριβάνια, για τους προνομιούχους. Απλά, ανεξάρτητα όμως, οικοδομήματα και για τη μεσαία τάξη, με στοιχειώδη αποχέτευση. Πολυώροφα κτήρια, κατά το πρότυπο των ρωμαϊκών πολυκατοικιών, για τον λαό στις πόλεις και φτωχά διώροφα οικοδομήματα από ξύλο ή πλίνθους για τους αγρότες της υπαίθρου, όπου ο όροφος χρησίμευε ως κατοικία και το ισόγειο ως στάβλος, αποθήκη ή εργαστήριο.
Τα ίδια κριτήρια επηρέαζαν και την ενδυμασία, όπως και τη διατροφή. Πιο συγκεκριμένα, οι αριστοκράτες φορούσαν πολυτελή, ακόμη και μεταξωτά, ενδύματα, πλαισιωμένα από περίτεχνα κοσμήματα με πολύτιμους λίθους. Μάλιστα, συχνά το είδος του ενδύματος και το χρώμα ήταν χαρακτηριστικό των αξιωμάτων. Ο απλός λαός χρησιμοποιούσε, κυρίως, μάλλινα πρακτικά ενδύματα. Αντίστοιχη εμφανίζεται η εικόνα και της διατροφής τους, όπου οι αριστοκράτες απολάμβαναν πληθώρα εδεσμάτων και κυρίως ποικιλία κρεατικών, πουλερικών, μπαχαρικών από τις χώρες της ανατολής και επιδορπίων. Ο λαός περιοριζόταν σε βραστά λαχανικά, ψωμί, δημητριακά, αυγά, τυρί και φρούτα, ενώ το κρέας εμφανιζόταν στο τραπέζι τους σπάνια και μόνο σε μεγάλες γιορτές. Ωστόσο, ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη, το τραπέζι αποτελούσε έναν σημαντικό θεσμό για κάθε οικογένεια.
Τέλος, οι πολίτες της αυτοκρατορίας, στο σύνολό τους, αρέσκονταν στη διασκέδαση και την ψυχαγωγία. Αθλητικοί αγώνες, ιπποδρομίες, θρησκευτικές εορτές και πανηγύρεις, θέατρα λειτουργούσαν ως ευκαιρίες για συναθροίσεις, γιορτές και συχνά ξέφρενη διασκέδαση ή ακόμη και βίαιες ταραχές. Ακόμη και μία βόλτα στα εμπορικά κέντρα των μεγάλων αστικών κέντρων, στα δημόσια λουτρά ή και τους ναούς τους παρείχε την ευκαιρία για συναντήσεις και συζητήσεις.