7.6 C
Arta
25 Νοεμβρίου 2024

Οδός Οφθαλμιατρείου

Διαβάστε επίσης

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΚΩΣΤΑΣ ΤΡΑΧΑΝΑΣ

Στο βιβλίο αυτό «αισθάνεσαι» τις Ηπειρώτικες λέξεις , δηλαδή αντιλαμβάνεσαι τον ήχο , δεν είναι το ίδιο με το να συλλαμβάνεις το νόημα και τη δυνατή χρήση τους . «Άκουσε» τις λέξεις , αλλά γράφεις μόνο εκείνες που «νιώθεις» , αυτό εφαρμόζει ο συ-μπατριώτης μας Ηπειρώτης συγγραφέας Ευάγγελος Αυδίκος.
Ο Ευάγγελος Γρ. Αυδίκος γεννήθηκε στην Πρέβεζα και σπούδασε στο Κλασικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και εργάστηκε για πολλά χρόνια στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση ως φιλόλογος. Είναι καθηγητής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά,
συλλογικούς τόμους και πρακτικά συνεδρίων. Στο συγγραφικό του έργο
συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων οι τίτλοι: Η Θράκη και οι άλλοι. Ιχνηλατώντας τα πολιτισμικά όρια και την ιστορική μνήμη (Οδυσσέας 2007), Ήταν μια φορά κι έναν καιρό αλλά μπορεί να γίνει και τώρα. Η εκπαίδευση ως χώρος διαμόρφωσης παραμυθάδων (Ελληνικά Γράμματα 1999), Το παιδί στην παραδοσιακή και τη σύγχρονη κοινωνία (Ελληνικά Γράμματα 1996), Το λαϊκό παραμύθι. Θεωρητικές προσεγγίσεις (Οδυσσέας 1994).


Εκατόν πενήντα χρόνια μετά ο Κώστας Κρυστάλλης, ο ποιητής του βουνού και της στάνης επιστρέφει στην Αθήνα , για να συνεχίσει τη συζήτηση που δεν πρόλαβε να ολοκληρώ-σει. Να πει όσα δεν μπόρεσε όσο ζούσε. Ο Κρυστάλλης ξαναζωντανεύει. Επανέρχεται στη ζωή σαν την Ωραία Κοιμωμένη , όταν νιώθει να την αγαπούν. Θάνατος είναι η αδυ-ναμία επικοινωνίας και συνεννόησης με τους άλλους. Τον επαναφέρει στη ζωή η αγάπη ενός νέου ,συμπατριώτη του . Πρόκειται για ένα ταξίδι πρωτίστως συμβολικό, μια περιή-γηση στα έγκατα του εαυτού του. Ο Κώστας Κρυστάλλης έφτασε στην Αθήνα από την τραχιά Ήπειρο και στον ώμο του είχε περασμένο το δισάκι και στο χέρι κρατούσε την α-γκλίτσα του και την φλογέρα του. Η προφορά του ήταν άξεστη ηπειρώτικη και προκαλού-σε τα ειρωνικά σχόλια κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του να ζητήσει κάποια πληροφο-ρία. Ήταν κοντός και δειλός. Ήταν χλομός. Τσάκνο ήταν. Ήταν ένας πρόσφυγας. Ήταν ένα αγύριστο κεφάλι. Ο Κρυστάλλης έγινε το σύμβολο όλων των ξεριζωμένων. Ήταν αυτός που τραγούδησε το βουνό και την αξιοπρέπεια των ανθρώπων που η μοίρα τους έφερε στον κάμπο. Ήταν ο τραγουδιστής της νοσταλγίας των Ελλήνων της περιφέ-ρειας .Ήταν ο ποιητής που ύμνησε την ελευθερία και στιγμάτισε τους κατακτητές. Ξενα-γεί τους αμύητους στην ψυχή της τζουμερκιώτικης πέτρας. Στοιχειώνει τα όνειρα των δυνατών και δυναστών. Η δική του ποίηση έφερε τα χρώματα της φύσης. Εκεί στην Αθή-να ο ποιητής Κρυστάλλης θα συναντηθεί με τον εικοσιπεντάχρονο ελληνοαμερικανό Κρυς (Χρήστο) Σούλτις , που αναζητεί τον εαυτό του. Ο ποιητής. Πατριώτης του πατέρα του Κρυς . Και δικός του. Ο Κρυς (Χρήστος) αναζητά την ψυχή ενός ανθρώπου που τα-λαιπωρήθηκε. Που δεν είχε να φάει. Ο Κρυς ακούει τη φωνή της λογικής. Ξέρει ότι η Ελ-λάδα θα τον πληγώσει. Θα στενοχωρηθεί. Ο Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική , αυτός θέλει να ανακαλύψει τον εαυτό του. Ψάχνει για τον Κρυστάλλη. Ο Κρυστάλλης όμως φεύγει σαν σταυραετός, το αρπακτικό πουλί που συναντιέται στα Τζουμέρκα της Ηπεί-ρου και ο πρόγονός του ποιητής τον δόξασε στον αιώνα τον άπαντα. Παρακαλώ σε ,Σταυραετέ, για χαμηλώσω λίγο και πάρε με στις φτερούγες σου , πάρε με απάνω στα βουνά ,τι θα με φάει ο κάμπος…
Πώς είναι ο σίγουρος ο Κρυς πως μπορεί να βρει την ψυχή του Κρυστάλλη ; Μπορούν οι πεθαμένοι να μιλήσουν για την αγάπη; Ο Κρυς ήταν βουτηγμένος στα πνευματικά λεπί-δια. Θα τον βοηθήσει να ωριμάσει πνευματικά η συνάντηση με τον Κρυστάλλη. Αναζη-τούσε τον τραγουδιστή στην Αθήνα. Τους δρόμους που περπάτησε .Εκεί που δοκιμάστη-κε. Ο Κρυς δεν φοβάται τους νεκρούς. Αυτοί επιστρέφουν όταν νιώθουν αγάπη. Κι από παράπονο. Ο ποιητής ζούσε στον κόσμο των ασφοδέλων. Ήταν μια σκιά. Οδός Οφθαλ-μιατρείου. Εδώ, άρχισε να σκάβεται ο τάφος του ποιητή. Τι ήταν τότε εκεί; Ένας δρο-μάκος. Εκεί δούλευε ο ποιητής, στο τυπογραφείο του Παπαγεωργίου. Στο υπόγειο. Έγινε τυπογράφος. Το αντιμόνιο ήταν δηλητήριο που τρώει τα σώθικά του. Το προτίμησε. Όταν το μάτι ασπρίζει από την πείνα οι επιλογές είναι λίγες. Έζησε όμως με αξιοπρέπεια. Ακό-μα και στις δύσκολες στιγμές που πέρασε τις πρώτες μέρες στην Αθήνα. Πείνα! Όλη του τη ζωή εισέπνεε γνώση. Αυτό ήταν το ψωμί του. Αυτό και το οξυγόνο. Έγνοιά του ήταν οι λέξεις. Είχε ανάγκη από τροφή της ψυχής. Από πνευματική τροφή. Να πετάξει το μυαλό του στον κήπο της λογοτεχνίας. Να μάθει. Ήταν ταμένος στη δημιουργία. Η δη-μιουργία συντρίβει τα δεσμά του θανάτου. Η δημιουργία τον ταξιδεύει δρασκελίζοντας τα σύνορα και τον χρόνο. Βρέθηκε στην κορυφή Τσουκαρέλα και στην πανύψηλη Κα-καρδίτσα ν΄ ακούσει τον κάμπο, να χορτάσει νερό στον Χρούσια, να συναντηθεί με τα κόκαλά του στην Άρτα, που θάφτηκε χωρίς ελληνική ταυτότητα. Αγναντεύει τους Καλαρρύτες και το Συρράκο, κοιτάζει τον Ασπροπόταμο, τον Άραχθο, τον Αμβρακικό, την Γκούρα και την Μπουλιάνα . Θα ακούσει την λαλιά του τόπου του, θα χορέψει και θα δονήσει το κορμί του το κλαρίνο και θα κλάψει με το ηπειρώτικο μοιρολόι. Ο Κρυς ήθελε να γράψει ποίηση .Αλλά αν δεν συγκλονίζονται τα σωθικά του πώς μπορού-σε να γράψει ποίηση; Ο Κρυς δανείζει το στόμα του και τη σκέψη του στον ποιητή Κώ-στα Κρυστάλλη. Η ποίηση του Κρυστάλλη, έδωσε στον Κρυς ,τη γλώσσα να εκφράσει τα συναισθήματά του . Να ωριμάσει. Η ποίηση του Κρυστάλλη του έμαθε να κοιταχθεί στον καθρέφτη. Να τον κοιτάει κατάματα. Τον συμφιλίωσε με τον εαυτό του. Ο Κρυς ξέ-ρει ότι η γνώση είναι άσκηση. Η τέχνη είναι ασκητική. Δεν είναι πανηγύρι. Έχει σωματικό πόνο .Και ψυχικό. Σαν τη γέννα. Εκεί που κολυμπούσε στους αριθμούς ο Κρυς, ο Κρυ-στάλλης του έδωσε μια άλλη θάλασσα. Ένα παράθυρο στα Τζουμέρκα που ως τότε είχε βγάλει από τη ζωή του. Η αμερικανίδα φίλη του ,Κόνυ ,είχε ξεθεμελιώσει τη ζωή του. Το σώμα της τον προκαλούσε. Ο Κρυστάλλης του έμαθε να διαβάζει το γυναικείο σώμα. Ο Κρυστάλλης του πρόσφερε το κλειδί που είχε ανάγκη. Του δάνεισε τις λέξεις για να λυθεί η ψυχή του .Ένιωσε να λύνεται η γλώσσα του , να απελευθερώνεται το μυαλό του. Η καρδιά του μπόρεσε να γευτεί τον ανεπίδοτο έρωτά του. Η Κόνυ ήταν η δική του νεράιδα.
Το βιβλίο αυτό είναι μια έρευνα του συγγραφέα Ευάγγελου Αυδίκου που μετατρέπει την εις βάθος ανίχνευση του παρελθόντος σε πηγή οδυνηρής , πλην απελευθερωτι-κής αυτογνωσίας.
Ποιος θυμάται σήμερα τον ποιητή Κώστα Κρυστάλλη ; Τους νεκρούς που επειδή έ-χουν λησμονηθεί , είναι σαν να μην υπήρξαν , σαν να μην γεννήθηκαν ποτέ. Πρόκειται για ένα περίτεχνο παιχνίδι ανάμεσα στη μνήμη και στη λήθη .Τι είναι καλύτερο : να θυμά-ται κανείς ή να ξεχνά ; Η τέχνη ενισχύει τη μνήμη , αλλά ένα μέρος της ζωής την αφαιρεί. Κι αυτό δεν αφορά μόνο τα άτομα ,τους συγγραφείς και τους ποιητές, αλλά και τις περιοχές και τις πόλεις. Αυτό που μας μαθαίνει το βιβλίο του Ευάγγελου Αυδίκου εί-ναι ,πως το παρελθόν μπορούμε να το αλλάξουμε .Για πολλά χρόνια κουβαλούσε μέσα του ιστορικά γεγονότα γύρω από τον ποιητή , καταβάλλοντας προσπάθεια να μην ξεχάσει τίποτα από αυτόν : λέξεις του, ποιήματά του, μυρωδιές του, ακούσματά του, αναπολήσεις του, συναισθήματά του, τον ίδιον τον άνθρωπο Κρυστάλλη. Τελικά μας λέει, δεν μπο-ρούμε να ξεγράψουμε το παρελθόν, μπορούμε όμως να το ξαναγράψουμε. Με το βι-βλίο του αυτό, δίνει φωνή σε αυτόν που δεν έχει. Αυτόν που δεν έπρεπε να ξεχαστεί από τους νέους Έλληνες , τους ηλικιωμένους, τους αναγνώστες, το κράτος. Η ανάκληση της μνήμης του Κώστα Κρυστάλλη ,συνιστά ιχνηλασία, που οδηγεί τον κάθε άνθρωπο και τον Κρυς μαζί , στην αυτογνωσία. Η μνήμη είναι το κλειδί της αυτογνωσίας. Η μνήμη όμως δεν είναι μόνο ανάκληση αλλά απολογισμός και κρίση. με τα πρόσωπα του μυθιστο-ρήματος.

Διαβάστε επίσης

spot_img

Τελευταία Νέα