19.3 C
Arta
23 Νοεμβρίου 2024

Οι αρχαίοι Αθαμάνες στην εκστρατεία του βασιλιά Πύρρου στην Ιταλία

Διαβάστε επίσης

Ένας από τους γνωστότερους συγγραφείς του 1ου π.Χ. αιώνα. είναι ο Έλληνας ιστορικός και δάσκαλος της ρητορικής Διονύσιος Αλικαρνασσεύς. Πήγε στη Ρώμη μετά το τέλος των εμφυλίων πολέμων και πέρασε εκεί 22 χρόνια, σπουδάζοντας τη λατινική γλώσσα, παραδίδοντας μαθήματα ρητορικής και συγκεντρώνοντας υλικό για τα έργα του. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, γνώρισε μεγάλες τιμές ανάμεσα στα μέλη της υψηλής κοινωνίας. Οι αναφορές στην Αθαμανία και στους Αθαμάνες εντοπίζονται στο έργο του με τίτλο: «Ρωμαϊκή Αρχαιολογία», με την οποία επιδίωξε να συμπληρώσει τον Πολύβιο αλλά κυρίως να δώσει ένα έργο που θα ανύψωνε και θα υμνούσε τη ρωμαϊκή πολιτεία, καλύπτοντας την περίοδο από τη μυθική ίδρυση της Ρώμης έως και τις αρχές του Α΄ Καρχηδονιακού Πολέμου.
Πιο συγκεκριμένα, στο 20ο βιβλίο της «Ρωμαϊκής Αρχαιολογίας», ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς αφηγείται την εκστρατεία του Ηπειρώτη βασιλιά Πύρρου στην Ιταλία, ο οποίος, καθοδηγούμενος από την άκρατη φιλοδοξία του για επέκταση του κράτους του και αφού κατέκτησε αρκετές περιοχές του ελλαδικού χώρου, οργάνωσε και πραγματοποίησε μια εκστρατεία στην Ιταλία, η οποία διήρκησε από το 280 έως το 275 π.Χ. Ακριβώς το έτος 275 π.Χ., ο Πύρρος, μετά από αμφίρροπες μάχες και αρκετές ήττες αλλά κυρίως εξαιτίας της εξαντλήσεως των εφοδίων, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα μεγαλόπνοα σχέδια του και να επιστρέψει στην Ήπειρο, με τα απομεινάρια του στρατού του.
Ειδικότερα, οι αναφορές στους Αθαμάνες εμπεριέχονται στην αφήγηση της δεύτερης μάχης του Πύρρου και του στρατού του κατά των Ρωμαίων, υπό τη διοίκηση των υπάτων Πόπλιου Δέκιου και Πόπλιου Σουλπικίου. Η μάχη πραγματοποιήθηκε κατά το έτος 279 π.Χ. κοντά στην πόλη Άσκλο, η οποία βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της Ιταλίας.
Διηγείται λοιπόν ο Διονύσιος ότι στον στρατό του Πύρρου συμμετείχαν, εκτός από τους Μολοσσούς, Μακεδόνες αλλά και αρκετά άλλα φύλα που τον ακολούθησαν ως μισθοφόροι και ανάμεσά τους και οι Αθαμάνες. Αφού λοιπόν οι κήρυκες έδωσαν το σύνθημα, οι δυο στρατοί άρχισαν να κατεβαίνουν στο πεδίο της μάχης παραταγμένοι. Επικεφαλής των Ηπειρωτών ήταν ο βασιλιάς Πύρρος. Πρώτη στη δεξιά πλευρά η Μακεδονική φάλαγγα. Ακολουθούσαν οι μισθοφόροι από τον Τάραντα, οι μισθοφόροι από την Αμβρακία, μία ακόμη φάλαγγα Ταραντίνων οι οποίοι έφεραν λευκές ασπίδες, ενώ η πλευρά ολοκληρωνόταν με τους Βρεττίους και τους Λευκανούς. Στη μέση του στρατού, πρώτοι τοποθετήθηκαν οι Θεσπρωτοί και οι Χάονες, στη συνέχεια οι Αιτωλοί, οι Ακαρνάνες και οι Αθαμάνες μισθοφόροι και τελευταίοι οι Σαυνίτες, οι οποίοι οριοθετούσαν και την αριστερή πλευρά (Διονύσ. Αλικαρν., Ρωμαϊκή Αρχαιολογία, 20. 1. 3). Αναφορικά με το ιππικό, στη δεξιά πλευρά, ο Πύρρος παρέταξε διαδοχικά τους Σαυνίτες, τους Θεσσαλούς, τους Βρεττίους και τους Ταραντίνους. Αντίστοιχα αριστερά, εμφανίζονται οι Έλληνες μισθοφόροι, οι οποίοι κατά σειρά ήταν οι Ακαρνάνες, οι Αιτωλοί, οι Μακεδόνες και οι Αθαμάνες. Μετά τον κυρίως στρατό, έπονταν, χωρισμένοι σε δύο τμήματα, οι ελαφρά οπλισμένοι και οι πολεμικοί ελέφαντες. Τέλος, περιμετρικά του βασιλιά πήρε θέση το βασιλικό άγημα των επίλεκτων ιππέων, το οποίο αποτελούνταν από δυο χιλιάδες άνδρες. Αυτοί δεν ακολουθούσαν την παράταξη του υπόλοιπου στρατού, προκειμένου να βρίσκονται σε διαρκή ετοιμότητα και να έχουν τη δυνατότητα της επίθεσης (Διονύσ. Αλικαρν., Ρωμαϊκή. Αρχαιολογία, 20. 1. 4).
Οι δυο Ρωμαίοι ύπατοι, με τη σειρά τους, παρέταξαν στην αριστερή πλευρά του στρατεύματός τους το λεγόμενο πρώτο τάγμα, προκειμένου να αντιμετωπίσει τη φάλαγγα των Μακεδόνων και των Αμβρακιωτών, καθώς και τους μισθοφόρους του Τάραντα. Ακολουθούσε το τρίτο τάγμα, στο σημείο όπου βρισκόταν η φάλαγγα των Ταραντίνων με τις λευκές ασπίδες, όπως και οι Βρεττίοι και οι Λευκανοί. Όμορο με το τρίτο τοποθέτησαν το τέταρτο τάγμα ενάντια στους Μολοσσούς, τους Χάονες και τους Θεσπρωτούς. Το δε δεύτερο τάγμα πήρε θέση στη δεξιά πλευρά απέναντι από τους Έλληνες μισθοφόρους: Αιτωλούς, Ακαρνάνες και Αθαμάνες αλλά και από τη φάλαγγα των Σαυνιτών. Τέλος, ανάμεσα στα ρωμαϊκά τάγματα παρενέβαλλαν και Λατίνους, Καμπανούς, Σαβίνους, Ομβρικούς, Ονολούσκους, Μαρουγκίνους, Πελιγνούς, Φρεντανούς και άλλους υπηκόους τους, χωρισμένους σε τέσσερα μέρη ώστε κανένα τμήμα του στρατεύματος να μην εμφανίζει αδυναμίες (Διονύσ. Αλικαρν., Ρωμαϊκή. Αρχαιολογία, 20. 1. 5).
Στη συνέχεια, ακολουθεί η αναλυτική περιγραφή της στρατηγικής των δυο αντιπάλων, του οπλισμού τους και τελικά της μάχης (Διονύσ. Αλικαρν., Ρωμαϊκή Αρχαιολογία, 20. 1. 6 – 20. 3. 7 ). Μάλιστα, σε κάποιο χρονικό σημείο και ενώ η πλάστιγγα έδειχνε να γέρνει υπέρ των Ρωμαίων, ο Πύρρος επέλεξε τους Αθαμάνες, τους Ακαρνάνες και ορισμένους από τους Σαυνίτες για να βγουν μπροστά και να ξεκινήσουν την αντεπίθεση, αποδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο τόσο τη γενναιότητα και την εμπειρία των Αθαμάνων στις πολεμικές αναμετρήσεις όσο και την εμπιστοσύνη που έτρεφε στο πρόσωπό τους ο Ηπειρώτης βασιλιάς (Διονύσ. Αλικαρν., Ρωμαϊκή Αρχαιολογία, 20. 3. 6). Τελικά, το αποτέλεσμα της μάχης υπήρξε αμφίρροπο. Πρώτος απέσυρε το στρατό του ο Πύρρος, με τη δύση του ηλίου και στη συνέχεια οι δυο Ρωμαίοι ύπατοι. Αμέσως, επέστρεψαν στα στρατόπεδά τους και δεν επανέλαβαν τις εχθροπραξίες. Ωστόσο, ο στρατός των Ηπειρωτών είχε χάσει τις σκηνές, τα υποζύγια, τους δούλους και αρκετά εφόδια. Έτσι, αναγκάστηκε να διανυκτερεύσει στην ύπαιθρο χωρίς τροφή, χωρίς τα απαραίτητα εφόδια αλλά και τη δυνατότητα φροντίδας των τραυματιών.


Η Κωνσταντίνα Ζήδρου γεννήθηκε στα Ιωάννινα, όπου και κατοικεί μόνιμα. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, ακολουθώντας την αρχαιολογική κατεύθυνση. Απέκτησε το Μεταπτυχιακό Δίπλωμα ειδίκευσης στη Βυζαντινή Αρχαιολογία και Τέχνη από το Διατμηματικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Μεσαιωνικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστήμιου Ιωαννίνων. Σήμερα, εκπονεί τη διδακτορική της διατριβή στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Έχει συμμετάσχει σε πανεπιστημιακές ανασκαφές στον χώρο της Ηπείρου (Δωδώνη, Δουρούτη) αλλά και σε επιστημονικά προγράμματα του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, κυρίως με θέματα που αφορούσαν την Ήπειρο. Έχει δημοσιεύσει άρθρα για την ιστορία και αρχαιολογία, κυρίως της Ηπείρου, στον περιοδικό τύπο και σε επιστημονικά περιοδικά. Έλαβε μέρος σε διεθνή, πανελλήνια και τοπικά συνέδρια και ημερίδες. Έχει διοργανώσει αρκετές εκδηλώσεις με θέματα σχετικά με την ιστορία και αρχαιολογία. Έχει ασχοληθεί συστηματικά με το Κάστρο των Ιωαννίνων, όπως και με την ιστορία και αρχαιολογία της περιοχής των Τζουμέρκων.

Διαβάστε επίσης

spot_img

Τελευταία Νέα